ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
«Είχαμε μεταλλική πόρτα, δεν έσπαγε εύκολα. Είχε κατέβει ο παππούς μου ο Αμερικανός, ήταν κι αυτός εκεί, που ήταν πρώην λοκατζής, με την μητέρα μου. Και λέει η μητέρα μου «Άνοιξε την πόρτα γιατί δεν ξέρουμε τι θα κάνουν αν δεν την ανοίξουμε. Μπορεί να φτάσουν σε χειροβομβίδα». Ανοίγει την πόρτα ο παππούς ο Αμερικανός, κι επειδή ήταν Λοκατζής βλέπει τον πρώτο με το όπλο, του το παίρνει και το στρίβει απάνω του. Αλλά λέει η μητέρα μου πάλι, «Δώσ’ το πίσω, δεν είναι μόνος, είναι άλλοι, δεν ξέρουμε πόσοι είναι από πίσω.» Το’ δωσε πίσω, δείρανε πολύ άσχημα τους δύο σωματοφύλακες που είχε ο Αντρέας, στα σκαλιά, με αίματα. Λοιπόν ήρθαν πάνω, ξανακατεβήκαν, ψάξανε, τελικά ήρθαν πάνω, είδαν τον αδερφό μου έξω στο μπαλκόνι που εκρυβότανε και μόλις βγήκαν έξω, αυτός ο αξιωματικός έβγαλε όπλο, αυτό είναι ίσως γνωστό και το ‘βαλε στο κεφάλι, του λέει «Πες μου, πού είναι ο πατέρας σου!».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
‘Άκουσα την άγρια φωνή ενός αξιωματικού να λέει στον Γιώργο με το πιστόλι στον κρόταφο, «ή πες μας πού είναι ο πατέρας σου ή σε σκοτώνουμε». Τότε σηκώθηκα, είπα «Είμαι εδώ», κρατούσα πιστόλι. Εγύρισαν τα αυτόματα και είπαν «Ή πηδάς ή σε πυροβολούμε». Ποτέ δεν είδα αξιωματικούς και άνδρες τόσο φοβισμένους. Έτρεμαν. Αλλά βέβαια εξετέλεσα την εντολή και επήδηξα».