Του Ανδρέα Νικολακόπουλου
Αν και η χώρα μας αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις και οι πολίτες αγωνιούν για την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση, που δημιουργεί ανασφάλεια για το μέλλον, τις τελευταίες ημέρες σύσσωμη η αντιπολίτευση, ασχολείται, σχεδόν αποκλειστικά, με το θέμα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη.
Το θέμα αυτό έχει πολλές διαστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με αυτή καθαυτή την παρακολούθηση. Πρέπει να δούμε δηλαδή εάν η συγκεκριμένη παρακολούθηση είναι νόμιμη, δηλαδή αν στηρίζεται στο νόμο και αν βασίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να την δικαιολογούν. Ως προς τη νομική βασιμότητα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Στο άρθρο 19 του Συντάγματος δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη που να επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση για βουλευτές, ευρωβουλευτές ή και αρχηγούς κομμάτων ως προς την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Επίσης, στον εκτελεστικό νόμο 2225/1994 δεν προβλέπεται καμία απολύτως εξαίρεση και μετά και την τελευταία τροποποίηση στο νόμο επί ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται για την άρση του απορρήτου μόνο άδεια ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν η νόμιμη επισύνδεση στο κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη έγινε κατόπιν άδειας εισαγγελικού λειτουργού για λόγους εθνικής ασφάλειας και άρα είναι νομικά βάσιμη.
Διαφορετική είναι η συζήτηση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα, δηλαδή αν συνέτρεχαν πράγματι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας, όπως διαπίστωσε ένας ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός. Είναι μΊα συζήτηση όμως η οποία δεν μπορεί να γίνει δημόσια, ούτε επιτρέπεται νομικά σε κάποιον κρατικό λειτουργό να αποκαλύψει τους λόγους εθνικής ασφάλειας, ακριβώς διότι αφορά ευαίσθητα εθνικά θέματα.
Σίγουρα δεν είναι ευχάριστο ούτε προσδίδει τιμή σε έναν βουλευτή ή ευρωβουλευτή να κρίνει ένας εισαγγελικός λειτουργός ότι πρέπει να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας και σίγουρα δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από πολιτικούς αντιπάλους. Είναι βέβαιο όμως ότι η ουσιαστική βασιμότητα μπορεί να ελεγχθεί θεσμικά, και συγκεκριμένα δικαστικά, αφού άλλωστε ήδη διεξάγεται προκαταρτική εξέταση μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρου Ντογιάκου, αλλά και κοινοβουλευτικά αφού φαίνεται να υπάρχει διακομματική συμφωνία για σύσταση εξεταστικής επιτροπής.
Θέματα εθνικής ασφάλειας αλλά και θέματα απόρρητων πληροφορίων δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης
Ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η θεσμική αντιμετώπιση του θέματος, δηλαδή η συζήτηση για το αν είναι πολιτικά ορθό να αίρεται το απόρρητο της επικοινωνίας ενός βουλευτή, έστω και για λόγους εθνικής ασφάλειας, ή εάν θα πρέπει να θεσπιστούν πρόσθετες νομικές διασφαλίσεις για την περίπτωση άρσης. Ήδη, ο Πρωθυπουργός έθεσε στο δημόσιο διάλογο συγκεκριμένες προτάσεις ενώ με πράξη νομοθετικού περιεχομένου προβλέφθηκε ότι η απόφαση του Εισαγγελικού λειτουργού για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών θα πρέπει να εγκριθεί μέσα σε 24 ώρες από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών , όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ με τον ν. 4531/2018.
Ο δημόσιος διάλογος λοιπόν θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε αυτά που μπορούν να συζητηθούν δημόσια και όχι σε αυτά που θα πρέπει να διερευνηθούν με τρόπο σύμφωνο με το νόμο αλλά και με τρόπο που θα διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα. Θέματα εθνικής ασφάλειας αλλά και θέματα απόρρητων πληροφορίων δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και πολιτικής εκμετάλλευσης. Διότι σε αυτή την περίπτωση πλήττονται τελικά και οι ίδιοι οι θέσμοι , οι πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο αρχηγός της ελάσσονος αντιπολίτευσης, αντί να επιλέξει το δρόμο της θεσμικότητας και της υπευθυνότητας έχει επιλέξει το δρόμο της στείρας αντιπαράθεσης επιχειρώντας να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Έτσι δεν συμβάλλει, αν και έχει κληθεί, προκειμένου να ενημερωθεί για τους λόγους της νόμιμης επισύνδεσης στο τηλέφωνό του, δεν αναμένει την έκβαση της δικαστικής διερεύνησης, δεν καταθέτει ούτε μία πρόταση στο δημόσιο διάλογο για την καλύτερη θεσμική αντιμετώπιση ενός πραγματικά ευαίσθητου αλλά και δύσκολου πολιτικού και νομικού ζητήματος. Υιοθετεί μια τακτική τοξικής, αντιπαραγωγικής και διχαστικής αντιπολίτευσης, ανάλογη με αυτή που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ διαρκώς. Εργαλειοποιεί την υπόθεση πολιτικά και ουσιαστικά κλονίζει και την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Η αντιμετώπιση των μεγάλων εθνικών, γεωπολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σύγχρονων ζητημάτων και προκλήσεων απαιτεί πάνω από όλα ενότητα και συναίνεση, ενώ οι συγκλίσεις δεν μπορούν να γίνονται σε συνθήκες τοξικότητας. Αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον.
*Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος είναι Βουλευτής Ηλείας με τη Νέα Δημοκρατία.