Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η διεθνής θέση της Τουρκίας εθεωρείτο προσανατολισμένη αποκλειστικά στους στρατηγικούς και οικονομικούς δεσμούς της με τη Δύση. Από το 2005, ωστόσο, η στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας έχει αναδιαμορφωθεί κατευθυνόμενη προς πολλαπλές κατευθύνσεις.
Αυτή η αναδιαμόρφωση αντανακλά μια νέα αντίληψη του εθνικού ρόλου από τις τουρκικές πολιτικές ελίτ, υπό την ηγεσία του ΑΚΡ. Σε διάστημα λίγων σχετικά ετών, η γενική αντίληψη του κράτους της Ανατολίας ως «χώρας-γέφυρας» μεταξύ Ανατολής και Δύσης έχει σταδιακά δώσει τη θέση της στην αντίληψη της Τουρκίας ως μιας υβριδικής περιφερειακής δύναμης.
Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Τουρκία από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την κυπριακή κρίση (1974) και οι επακόλουθες επιλογές οικονομικής πολιτικής (φιλελευθεροποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις) κατά τη δεκαετία της κυβέρνησης του Τουργκούτ Οζάλ (1982-92) ευνόησαν τα πρώτα ανοίγματα προς πολλαπλά περιφερειακά πλαίσια, όπως ο Κόλπος και τα Βαλκάνια.
Με το τέλος του διπολικού κόσμου, η Τουρκία διαφοροποίησε σταδιακά τους πολιτικούς και οικονομικούς εταίρους της, παρά τον κατά βάση δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η επιθυμία να αυξηθεί ο πολιτικός «ακτιβισμός» πέρα από τις παραδοσιακές γραμμές, περιορίστηκε από την εσωτερική πολιτική αστάθεια και την ευθραυστότητα της εθνικής οικονομίας.
Ήταν μόνο στη δεκαετία του 2000, που η σύγκλιση των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών στη χώρα επέτρεψε στις κυβερνήσεις, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, να εφαρμόσουν μια πολλαπλών κατευθύνσεων εξωτερική πολιτική. Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα στο εξωτερικό εμπόριο, που είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1980, άρχισαν να αποδίδουν καρπούς.
Η τουρκική οικονομία άλλαξε δραματικά, από μια κρατική οικονομία που κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά προς την εγχώρια αγορά, σε μια ανοικτή οικονομία ενσωματωμένη στην παγκόσμια αγορά.
Η Τουρκία άρχισε να διαμορφώνεται όλο και περισσότερο ως εμπορικό κράτος, καθώς οι εξαγωγές από $54,3 δισ. το 2000, επταπλασιάσθηκαν σε $357,6 δισ. το 2023. Στην ίδια περίοδο η οικονομία μεγεθύνθηκε πέντε φορές, από ΑΕΠ $201,7 δισ. το 2000, σε ΑΕΠ $1108 ΑΕΠ το 2023. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις τριπλασιάσθηκαν στην ίδια περίοδο από $3,4 δισεκ. το 2000, σε $ 10,6 δισ. το 2023, αν και μειώθηκαν έντονα από το 2007, όταν είχαν φθάσει τα $ 22 δισ. Είναι εμφανές, ότι οι εξαγωγικές αγορές και οι άμεσες ξένες επενδύσεις έγιναν όλο και πιο σημαντικές στην τουρκική πολιτική ατζέντα, την τελευταία 20ετία.
Από την αρχική εστίαση στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, αγορές όπου το μετασοβιετικό κενό είχε δημιουργήσει αυξανόμενες ευκαιρίες, η προσοχή της Άγκυρας στράφηκε προς τη Μέση Ανατολή και την Ασία και, τέλος, προς την υπο-Σαχάρια Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Μέσα σε λίγους μήνες, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέταξε και δημοσιοποίησε τα σχέδια δράσης, τόσο για τη Λατινική Αμερική όσο και για την Αφρική, θέτοντας τα θεμέλια για την επέκταση της προς τον Νότο διαδρομής της Τουρκίας.
Το οικονομικό και εμπορικό άνοιγμα συνοδεύτηκε, και εν μέρει οδηγήθηκε, από την ταυτόχρονη αύξηση των πολιτικών σχέσεων, που χαρακτηρίστηκαν από διμερείς επισκέψεις υψηλού επιπέδου.
Η ανάπτυξη του νότιου διαδρόμου
Αν και η πολιτική προτεραιότητα της Άγκυρας παρέμενε, μέχρι προ ολίγων ετών, η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, ο Παγκόσμιος Νότος θεωρήθηκε από τις ελίτ της χώρας ως ο χώρος ευκαιρίας, για να πιστοποιηθεί ο αυξανόμενος διεθνής ρόλος της Τουρκίας.
Ο τουρκικός σχεδιασμός των θέσεων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ως προς τον Παγκόσμιο Νότο εστιάζεται στη Λατινική Αμερική και την Αφρική και συνδυάζεται με την δυνατότητα εισδοχής της χώρας στην ομάδα των BRICS.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Λατινική Αμερική άρχισαν να αναπτύσσονται με την επίσημη επίσκεψη του προέδρου Ντεμιρέλ σε Αργεντινή, Βραζιλία και Χιλή το 1995.
Ακολούθησαν επίσημες επισκέψεις στην περιοχή από τον πρόεδρο Ερντογάν το 2015 και 2016, ενώ είχαν προηγηθεί επισκέψεις των προέδρων της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Χιλής και του Μεξικό στην Τουρκία κατά την περίοδο 2011-2013. Την Τουρκία επισκέφθηκε και ο Μαδούρο της Βενεζουέλας το 2016 και 2017.
Η έντονη πολιτική δραστηριότητα μεταξύ Τουρκίας και χωρών της Λ. Αμερικής, οδήγησε σε περίπου τριπλασιασμό του αμοιβαίου εμπορίου από $3,4 δισ. το 2016, σε $9,2 δισ. το 2017. Η Τουρκία μελετά την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεών της με εμπορικούς και πολιτικούς οργανισμούς της Λ.Αμερικής.
Παράλληλα, η Τουρκία ασκεί δυναμική προβολή ισχύος και στην Αφρική. Χαρακτηριστικά, οι τουρκικές πρεσβείες στην Μαύρη Ήπειρο, από 12 το 1998 έφθασαν τις 44, το 2023.
Η προβολή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς τον Νότο περιλαμβάνει και μια ατζέντα ήπιων ενεργειών, δίνοντας έμφαση στην πολιτιστική, ανθρωπιστική και θρησκευτική διπλωματία, όπως και στο σημαντικό branding από την Turkish Airines.
Από οικονομική άποψη, μέσα σε λίγα χρόνια σημειώθηκε σημαντική αύξηση του εμπορίου και των σχέσεων Τουρκίας και Αφρικανικών χωρών, ιδίως στους τομείς των κατασκευών, της μεταποίησης και των γεωργικών προϊόντων διατροφής.
Με την πάροδο του χρόνου, η προοδευτική συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στην Τουρκία συνοδεύτηκε από την εμφάνιση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, οι οποίοι συνδέονται ή σε κάποιο βαθμό βρίσκονται πλησίον στις πολιτικές ελίτ του ερντογανικού ΑΚΡ.
Αυτές, όπως η Lidya Medencilik στον εξορυκτικό τομέα και η Aksa Enerji στον ενεργειακό τομέα, οδήγησαν σε ταχεία επέκταση των δραστηριοτήτων τους στις αγορές του Παγκόσμιου Νότου και σύντομα έγιναν σημαντικοί δρώντες.
Στόχος ο παγκόσμιος ρόλος
Μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009, και την αναδιάταξη των περιφερειακών ισορροπιών που ακολούθησε τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, η τουρκική εξωτερική πολιτική εισήλθε σε μια νέα φάση, η οποία περιλαμβάνει και τη διείσδυση στην Αφρική.
Στον χώρο της υπο-Σαχάριας Αφρικής, εκτός από την στρατιωτική υποστήριξη, η Τουρκία προωθεί τη «συναίνεση της Άγκυρας».
Αν και δεν είναι μια σαφώς καθορισμένη έννοια, η «συναίνεση της Άγκυρας» θεωρείται ως ένα νέο μοντέλο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης των χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, αποτελώντας μια εναλλακτική λύση, τόσο στη λεγόμενη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», μια δημοκρατική και νεοφιλελεύθερη οικονομική και αναπτυξιακή ατζέντα, όσο και στην πιο πρόσφατη « συναίνεση του Πεκίνου», η οποία νοείται ως πρόταση για οικονομική ανάπτυξη καθοδηγούμενη από το κράτος, με προτεραιότητα στη σταθερότητα έναντι της δημοκρατίας.
Η προσέγγιση της Άγκυρας ούτε απορρίπτει, ούτε αρνείται τα οφέλη και τις ευκαιρίες του καπιταλισμού και της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά. Ως εκ τούτου, επιδιώκει να μοιραστεί με τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος το δικό της αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο, ειδικά κατά την πρώτη δεκαετία της δεκαετίας του 2000, αποδείχθηκε επιτυχές, με ετήσια μεγέθυνση της οικονομίας κατά περίπου 7,5%.
Η αύξηση της διπλωματικής και εμπορικής παρουσίας στο πλαίσιο του παγκόσμιου Νότου έχει σταδιακά λάβει και μια διάσταση ασφάλειας. Εξ ου και η προσπάθεια αύξησης του ενδιαφέροντος των τρίτων χωρών, με τη χρήση ενός από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της τουρκικής οικονομίας, της αμυντικής βιομηχανίας.
Έχει αποδειχθεί, ότι είναι ένας τομέας όπου τα τουρκικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα συγκλίνουν και σε ορισμένες περιπτώσεις ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ελίτ πολλών κρατών του Παγκόσμιου Νότου.
Η Τουρκία έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί τα προϊόντα της αμυντικής της βιομηχανίας, όπως οι δρόνοι Μπαϊρακτάρ, ως διαπραγματευτικό μέσο, ειδικά για να επιτύχει παραχωρήσεις στον τομέα της ενέργειας και της προμήθειας κρίσιμων υλών.
Μια υβριδική περιφερειακή δύναμη.
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να υπογράψει μνημόνιο στρατιωτικής συνεργασίας και ασφάλειας με την λιβυκή κυβέρνηση ( Νοεμ.2019), η οποία κατ΄αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το εσωτερικό μέτωπο. Σε αντάλλαγμα η Τουρκία επέτυχε την παρουσία της στα στρατηγικά λιμάνια της Βεγγάζης και της Μισράτα.
Νωρίτερα (2012), ο Ερντογάν είχε καθιερώσει μια ισχυρή σχέση με την χώρα του Νίγηρα, η οποία είναι από τους σημαντικότερους παραγωγούς ουρανίου διεθνώς. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι η εκεί τουρκική παρουσία, σχετίζεται με το πυρηνικό πρόγραμμα της Αγκυρας.
Μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2023 το οποίο κατέληξε στην αποχώρηση της Γαλλίας, η Τουρκία διατήρησε τις σχέσεις της και στις αρχές του 2024 στάλθηκαν από τον ιδιωτικό τουρκικό φορέα Σαντάτ 1100 Σύριοι μισθοφόροι στον Νίγηρα (ADF). Τη χώρα επισκέφθηκε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Φιντάν τον Ιουλ.2024.
Ένα άλλο στρατηγικά σημείο της τουρκικής παρουσίας στην Αφρική είναι η Σομαλία, όπου από το 2011 έχουν γίνει τουρκικές επενδύσεις περίπου $1 δισε. για βελτίωση των υποδομών της χώρας. Η Τουρκία παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Σομαλία και έχει εκπαιδεύσει περίπου 17,000 προσωπικό του σομαλικού στρατού.
Παράλληλα, τα τουρκικά συμφέροντα έχουν προωθηθεί και στην γειτονική Αιθιοπία, κυρίως με την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού και δρόνων, (2021), που συνέτειναν ουσιαστικά στην καταστολή των αντικαθεστωτικών ανταρτικών ομάδων.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, η πρόσφατη συμφωνία που επιτεύχθηκε στην Άγκυρα για την προώθηση μελλοντικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Αιθιοπίας και της Σομαλίας, καταδεικνύει την ικανότητα της Τουρκίας να αξιοποιήσει τις καλές σχέσεις, τις οποίες έχει δημιουργήσει με διάφορους τοπικούς δρώντες, προκειμένου να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στις διεθνείς διαφορές.
Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι, ότι η Άγκυρα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα φάση της διεθνούς αναταραχής και ρευστότητας προς όφελός της, προκειμένου να κερδίσει χώρο ελιγμών και στρατηγικής αυτονομίας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και γενικότερα των παραδοσιακών δυτικών εταίρων της.
Τούτου λεχθέντος, η Τουρκία γνωρίζει ότι πολλά από τα οφέλη της, ακόμη και στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Νότου, εξαρτώνται ακριβώς από την υβριδική φύση της ως αναδυόμενης δύναμης, με μουσουλμανική πλειοψηφία αλλά και ως μέλους του ΝΑΤΟ.
Οι πρόσφατες περιφερειακές εξελίξεις πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν σε αυτό το πλαίσιο.
Η ταχεία κατάρρευση του συριακού καθεστώτος Άσαντ και η επακόλουθη υποχώρηση της ιρανικής και ρωσικής παρουσίας, αντιπροσωπεύουν μια νίκη για την Τουρκία, και έναν δυνητικά αυξημένο ρόλο στην αναδιάταξη της διεθνούς δυναμικής της περιοχής.
Πολλά θα εξαρτηθούν και από την εξέλιξη της σύρραξης στην Ουκρανία και την εκ νέου ενίσχυση ή μη του διεθνούς κύρους και ρόλου της Ρωσίας. Από την αβεβαιότητα πάντως και τα συναφή κενά ισχύος, διαφαίνεται ότι η Τουρκία θα είναι από τους κερδισμένους.
Για την Ελλάδα δημιουργείται η ευκαιρία ανθρωπιστικής παρέμβασης και πολιτικών διαμεσολαβήσεων στο χώρο του Λιβάνου και της Συρίας, όπου κατοικούν ένας μεγάλος αριθμός ορθοδόξων. Το ίδιο ισχύει και για την Αφρική όπου επιτελείται σημαντικό ιεραποστολικό έργο.
Το διεθνές κύρος της χώρας και οι συμμαχίες της, της δίνουν την δυνατότητα παρουσίας και ανάληψης σημαντικών πρωτοβουλιών για την προάσπιση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής