Κλείσιμο

Του Βασίλη Διγαλάκη

Το θέμα της ασφάλειας ταλανίζει το ελληνικό Πανεπιστήμιο εδώ και δεκαετίες, ιδιαίτερα από τη Μεταπολίτευση και μετά. Ως αντίδραση στην καταστολή από τη δικτατορία των εξεγέρσεων του 1973, θεσπίστηκε με τον ν. 1268/1982 ένα πλαίσιο για το Πανεπιστημιακό Άσυλο που έθετε ως προϋπόθεση για την επέμβαση δημόσιας δύναμης στον χώρο του πανεπιστημίου την πρόσκληση από ένα όργανο το οποίο, όμως, είτε δεν συνεδρίαζε ποτέ ή δεν είχε την προαπαιτούμενη ομοφωνία. Η ρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει η αντίληψη ότι τα πανεπιστήμια είναι χώροι όπου δεν επεμβαίνουν οι δημόσιες αρχές και, αντί να προασπίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, οδηγώντας σε ένα άσυλο ανομίας και παραβατικότητας. Ο ν. 4009/2011 αποπειράθηκε να αλλάξει την κατάσταση, όμως η πρόβλεψη του ότι “σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία” δεν έφερε αποτέλεσμα, καθώς ήταν αόριστη και στη συνέχεια ως γνωστόν είχαμε (και σε αυτό) επιστροφή στο παρελθόν, με τον ν. 4485/2017 του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κατάργηση του “ασύλου” ανομίας, με την παροχή δυνατότητας στις δημόσιες αρχές να ασκούν όλες τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους στους χώρους των πανεπιστημίων, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης λόγω τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ήταν από τις πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις της παρούσας κυβέρνησης, τον Αύγουστο του 2019 με τον ν. 4623/2019.  Είδαμε στην πράξη την εφαρμογή της, με εκκενώσεις καταλήψεων όλο αυτό το διάστημα, αλλά και με την επέμβαση της αστυνομίας μετά από τα θλιβερά γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η ασφάλεια και προστασία των πολιτών, στην προκειμένη περίπτωση, του ακαδημαϊκού και λοιπού προσωπικού και των φοιτητών, είναι μια αρμοδιότητα που, όπως αναφέρεται στο Σύνταγμα, δεν μπορεί να ανατεθεί σε ιδιώτη αλλά ανήκει αποκλειστικά στο κράτος και στην Ελληνική Αστυνομία, ή σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να ανατεθεί σε δημοσίους υπαλλήλους.

Πέραν, όμως, των νομοθετικών ρυθμίσεων, απαιτείται αλλαγή της εδώ και πολλά χρόνια, στρεβλής αντίληψης για το άσυλο, η οποία έκανε στο παρελθόν την πολιτεία και τους θεσμούς της διστακτικούς στην επιβολή του νόμου. Κατά τη διάρκεια της πρυτανικής μου θητείας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, από το 2013 έως το 2017, ζήτησα πολλές φορές τη συνδρομή της πολιτείας για θέματα ασφάλειας και αντιμετώπισης της παραβατικότητας στο πανεπιστήμιο μου, αλλά σπάνια βρήκα ανταπόκριση. Προφανώς υπήρχαν διοικήσεις πανεπιστημίων που έδειξαν ατολμία και επέλεξαν απλώς να κρύψουν τα προβλήματα κάτω από χαλί, όμως, σε άλλες περιπτώσεις, η αδράνεια της πολιτείας έκανε τις διοικήσεις και το προσωπικό των πανεπιστημίων επιφυλακτικούς για τις πραγματικές προθέσεις της, καθώς αυτοί ανυπεράσπιστοι θα είχαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις συνέπειες την επόμενη ημέρα. 

Το πρόβλημα δεν θα λυθεί αν απασχολεί τον δημόσιο διάλογο μόνο όταν εκδηλώνονται τέτοια φαινόμενα παραβατικότητας στα πανεπιστήμιά μας. Βιαιοπραγίες εναντίον μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων, φαινόμενα εκφοβισμού και εξτρεμισμού δεν έχουν θέση στον χώρο ενός σύγχρονου πανεπιστημίου, όπως οπουδήποτε αλλού, και αυτό το ενστερνίζεται η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Η άποψη αυτή πρέπει να αντικαταστήσει πλήρως την προηγούμενη, στρεβλή αντίληψη. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται προσήλωση και επιμονή στη σταθερή εφαρμογή των μέτρων. Απαιτείται υλοποίηση των σχεδίων ασφάλειας και προστασίας των πανεπιστημίων, με ουσιαστική φύλαξη και ελεγχόμενη πρόσβαση στους χώρους του πανεπιστημίου. Μόνο με τη συναντίληψη και τη διαρκή αποφασιστικότητα των εμπλεκομένων θα απελευθερωθεί το Πανεπιστήμιο από τους κάθε λογής παρείσακτους, θα ανακτήσει την πραγματική ακαδημαϊκή του ελευθερία και θα αποκτήσει τη θέση που του αξίζει στις διεθνείς κατατάξεις στη σύγχρονη εποχή των εκθετικών αλλαγών.

* Βουλευτής Χανίων της ΝΔ, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, τέως υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, τέως Πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης