Με αφορμή την ακρίβεια του κόστους ζωής, που πλήττει τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, και τα διαχρονικά αλλεπάλληλα περιστατικά σε κέντρα εστίασης σε βάρος κυρίως τουριστών -που μπορεί να παρουσιάζουν περιπτώσεις αισχροκέρδειας, γιατί ζητήθηκαν για μικρή κατανάλωση υπερβολικά μεγάλα ποσά- και ενόψει της νέας τουριστικής περιόδου, αλλά και των υπερβολικών αυξήσεων των τιμών των τροφίμων από πολυεθνικές σε super markets, για τις οποίες ο πρωθυπουργός ζήτησε την παρέμβαση της Ε.Ε., επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα του τι είναι αισχροκέρδεια, πώς ελέγχεται και πώς τιμωρείται στη χώρα μας και μάλιστα σε εποχή καλπάζουσας ακρίβειας.
Για τον ορισμό της αισχροκέρδειας και γιατί δεν είναι πλέον αξιόποινη προσφεύγουμε στο άρθρο 405 του παλιού Π.Κ. "αισχροκέρδεια διαπράττει όποιος σε συναλλαγή συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής, ώστε ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις να βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν, τιμωρείται αν το πράττει κατ’ επάγγελμα ή συνήθεια σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή."
Η χρήσιμη αυτή διάταξη καταργήθηκε δια παραλείψεως με την εισαγωγή του νέου Π.Κ. (ν.4619/2019) και μάλιστα με τρόπο "παπατζίδικο", γιατί ενώ ο νέος Π.Κ. αναφέρει ότι τα άρθρα 385-406, δηλαδή και το επίμαχο 405, έχουν συγχωνευθεί στο Εικοστό Τρίτο Κεφάλαιο και επομένως υπήρχε βούληση του νομοθέτη για τη διατήρησή του, στο κεφάλαιο όμως αυτό του νέου Π.Κ. το άρθρο 405 του παλιού ΠΚ δεν υπάρχει, αλλά ούτε με το ν.5090/24 που επέφερε βαθιές τομές στο ΠΚ θεσπίστηκε εκ νέου.
Στην Ελλάδα η αισχροκέρδεια προβλεπόταν ως αδίκημα από τον Ποινικό Νόμο του 1834, που τροποποιήθηκε από τον ν. ΓΩΑΖ/1911 και στη συνέχεια από τον Π.Κ. του 1950. Με την ΠΝΠ/20-3-2020 και τον ν.4903/2022 η αντιμετώπιση της "αθέμιτης κερδοφορίας σε περιόδους κρίσεως", όπως μετονομάσθηκε όχι με επιτυχία η αισχροκέρδεια, γιατί στη συνείδηση του λαού και στην καθομιλουμένη οι αισχροκερδείς αποκαλούνται με άλλα επίθετα, γίνεται πλέον με την επιβολή διοικητικών προστίμων από 5.000 έως 1.000.000 ευρώ. Ο έλεγχος αφορά την αποκομιδή υπερβολικού κέρδους από την πώληση οποιουδήποτε προϊόντος ή την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας, που είναι απαραίτητη για την υγεία, τη διατροφή, τη διαβίωση, τη μετακίνηση ή την ασφάλεια του καταναλωτή, όταν το περιθώριο μεικτού κέρδους ανά μονάδα υπερβαίνει το αντίστοιχο περιθώριο πριν την 1-9-2021.
Μετά τον Β ΄Παγκόσμιο Πόλεμο οι τιμές και η ποιότητα των τροφίμων ελέγχονταν από την Αγορανομία βάσει του Αγορανομικού Κώδικα (α.ν.136/1946), που προέβλεπε τα αγορανομικά αδικήματα και τις ποινές τους, στις οποίες περιλαμβάνετο και η αφαίρεση της αδείας της επιχείρησης. Μόνο κατόπιν αποφάσεως της Αγορανομικής Επιτροπής, ότι στη συγκεκριμένη συναλλαγή υπήρχε υπερβολικό κέρδος με συνυπολογισμό μόνο ενός χονδρεμπορικού κέρδους ασκείτο ποινική δίωξη για αισχροκέρδεια. Οι υποθέσεις δικάζονταν από το Αγορανομικό Δικαστήριο συνήθως κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου με κατηγορούμενο τον αγορανομικό υπεύθυνο της επιχείρησης.
Μετά την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε. καταργήθηκαν οι χρήσιμοι αυτοί θεσμοί, γιατί παρεμπόδιζαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, που ισχύει στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., σε μια προσπάθεια ελέγχου των τιμών με τον μηχανισμό της προσφοράς και ζήτησης, την απαγόρευση της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, την εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των επιχειρήσεων κλπ. Ο ελεύθερος όμως ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σε περιόδους οικονομικών και γεωπολιτικών κρίσεων ή ολιγοπωλίου που συμβαίνει κυρίως σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς ή όταν λειτουργούν καρτέλ των αλυσίδων των super markets , που ελέγχονται από πολυεθνικές ή με τριγωνικές συναλλαγές, που εμφανίζουν ένα προϊόν, που παράγεται σε μια χώρα να εισάγεται μέσω μιας άλλης χώρας με πανωπροίκι. Με τις πρακτικές αυτές οι πολυεθνικές πετυχαίνουν να πουλάνε στη χώρα μας τα ίδια προϊόντα σε τιμές μέχρι 50% ανώτερες από ό,τι στην Ε.Ε.
Καθημερινά διεξάγονται εκτεταμένοι έλεγχοι από τη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.) κυρίως στο κύκλωμα καυσίμων και στην εστίαση σε τουριστικές περιοχές και ανακοινώνεται η επιβολή προστίμων. Κατά τη γνώμη μου μόνο η επιβολή προστίμων ακόμα και μεγάλου μεγέθους δεν είναι ικανή να αποτρέψει την αισχροκέρδεια, γιατί κανείς δεν φοβάται το πρόστιμο, εφόσον δεν πληρώνεται άμεσα, αλλά απλά βεβαιώνεται και στο τέλος με μεγάλες εκπτώσεις ρυθμίζεται με τα άλλα χρέη της επιχείρησης, εκτός του ότι μπορεί να ακυρωθεί ή μειωθεί δικαστικά. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία μόνο το 15,1% των προστίμων πληρώνεται, που σημαίνει, ότι η επιβολή του προστίμου δεν επιτελεί τον αποτρεπτικό της ρόλο. Άλλωστε σε μικρές επιχειρήσεις, όπως είναι η εστίαση, ο μέσος όρος ζωής είναι πολύ λίγα χρόνια και στο τέλος η επιχείρηση κλείνει αφήνοντας πίσω της μόνο χρέη χωρίς ενεργητικό.
Πιστεύω, ότι παράλληλα με την επιβολή των προστίμων απαιτείται η ποινική τιμωρία των υπόλογων για αισχροκέρδεια με την εκ νέου θέσπιση του άρθρου 405 του παλιού Π.Κ. και νομική πρόβλεψη για τον άμεσο κλείσιμο των καταστημάτων τουλάχιστον της εστίασης και των υγρών καυσίμων και η δημοσιοποίηση των ονομάτων τους για την κατά το δυνατόν προστασία της τουριστικής κίνησης και των καταναλωτών.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.