Του Παναγιώτη Kαρκατσούλη
Στη ΝΔ πρέπει να πιστωθεί η ικανότητά της να οικειοποιηθεί την έννοια της αξιολόγησης και της της αξιοκρατίας. Η συντηρητική παράταξη κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο την κομμουνιστογενή ισοπεδωτική αντίληψη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περί αξιολόγησης και να υποστηρίξει, στον δημόσιο διάλογο, το λογικό επιχείρημα ότι διαφορετικοί άνθρωποι και διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να κρίνονται/αξιολογούνται διαφορετικά.
Μπορεί κάποιοι απ’ αυτούς να διαπρέπουν και να ξεχωρίζουν, κάποιοι άλλοι να μην ξεπερνούν την μετριότητα κι άλλοι να αποτυγχάνουν. Όσο αυτό συνιστά μια αυταπόδεικτη αλήθεια, άλλο τόσο προφανές είναι ότι η μεταχείριση εκείνων που αξιολογούνται καλά η κακά είναι διαφoρετική, ανάλογα με την θέση και την στόχευση εκείνου που αξιολογεί. Εάν, δηλαδή, ψάχνει κανείς για κοσμοναύτες που πρέπει να ανταποκρίνονται σε πολύ υψηλά standards, τότε τόσο οι μέτριοι όσο και οι κακοί υποψήφιοι θα αποκλείονταν. Εάν, επίσης, δύο αξιολογητές έχουν διαφορετική ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση, ας πούμε, ένας σοσιαλδημοκράτης κι ένας νεοφιλελεύθερος θα αξιολογήσουν διαφορετικά το σύστημα δημόσιας υγείας.
Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο, ο Πρωθυπουργός πήρε την πρωτοβουλία να ανακοινώσει ότι θα αξιολογήσει τους υπουργούς της πολυπληθούς κυβερνήσεώς του, μετά την παρέλευση εξαμήνου. Μάλιστα, τους παρέδωσε κάποιους μπλε φακέλους, οι οποίοι πρέπει να περιείχαν κάποιου είδους στοχοθεσία για τον καθέναν. Ενώ μάθαμε ότι θα γινόταν αξιολόγηση του έργου των υπουργών, δεν μάθαμε με ποιον τρόπο θα γινόταν. Οι μήνες παρήλθαν και, τις τελευταίες ημέρες, είδαμε να καλούνται στο Μαξίμου υπουργοί και γραμματείς και να κουβεντιάζουν χαμογελαστοί και εύχαρεις μαζί του. Μετά ακούσαμε ότι η αξιολόγηση φθάνει στο τέλος της.
Είναι βέβαιον ότι η αξιολόγηση των υπουργών είναι διαφορετική από την αξιολόγηση των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας κι εκείνη, με τη σειρά της, από την αξιολόγηση των οδοκαθαριστών. Σε κάθε πρίπτωση, όμως, υπάρχουν ορισμένα minima τα οποία πρέπει να τηρούνται εάν όντως πρόκειται για αξιολόγηση κι όχι για ένα επικοινωνιακό τρυκ. Αυτά, στην περίπτωση των Υπουργών, είναι:
1. Ο χώρος ευθύνης κάθε υπουργού πρέπει να είναι με απόλυτη σαφήνεια περιγεγραμμένος. Ως γνωστόν, υπάρχουν μεγάλης έκτασης επικαλύψεις σε πολλά πεδία πολιτικής που δημιουργούν συγχύσεις. Σκεφθείτε να θέλετε να αξιολογήσετε έναν υπουργό επ’ αφορμή των αντιδράσεών του για την ύπαρξη μεταλλαγμένων τροφίμων σε νοσοκομεία. Πόσοι Υπουργοί θα πρέπει να αξιολογηθούν εν προκειμένω; Επιπλέον, επειδή η αποκάθαρση των αρμοδιοτήτων αργεί, ακόμη, θα πρέπει να αξιολογηθούν, πέραν των Υπουργών και εκείνοι που μετέχουν στην εφαρμογή των πολιτικών. Στην υποθετική περίπτωση των μεταλλαγμένων θα έπρεπε να αξιολογηθεί και ο διοικητής του νοσοκομείου. Σήμερα, αρκετές πολιτικές ασκούνται σε περιφερειακό η και τοπικό επίπεδο. Εάν δεν αξιολογούνται όλοι όσοι συμμετέχουν στη διακυβέρνηση ενός πεδίου πολιτικής, η αξιολόγηση είναι μισή και δεν επιφέρει τα αποτελέσματά της. Εάν υπάρχει, για παράδειγμα, εκτεταμένη θαλάσσια ρύπανση στην Αττική, ευθύνη δεν έχει μόνον ο Υπουργός αλλά και ο/η Περιφερειάρχης. Εάν υπήρχαν σωστά, δηλαδή, επιτελικά Υπουργεία την ευθύνη θα έφερε ακέραιη ο Περιφερειάρχης ο οποίος εντέλλεται να εφαρμόσει την πολιτική και όχι ο Υπουργός. Αλλά τέτοια υπουργεία δεν υπάρχουν.
2. Υπάρχει μια δυσκολία να αξιολογηθούν οι πολιτικοί και οι υπουργοί, ειδικότερα. Εάν ο υπουργός είναι εξωκοινοβουλευτικός τα πράγματα είναι ευκολότερα, αφού αυτός χαρακτηρίζεται ως «τεχνοκράτης», παρ’ όλον ότι μετέχει της εφαρμογής του πολιτικού σχεδίου ενός κόμματος, άρα ασκεί, εξ ορισμού, πολιτική. Εάν ο υπουργός αυτός είναι και βουλευτής, τότε μπορεί να υπεκφύγει της αξιολογήσεως με την «κλασική» δικαιολογία ότι θα τον αξιολογήσει ο λαός. Παρ’ όλον ότι τάσσομαι υπέρ της άποψης ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να περιλαμβάνει βουλευτές, θεωρώ ότι σε κάθε περίπτωση ακόμη και οι βουλευτές υπουργοί πρέπει να κρίνονται ως προς το υπουργικό τους έργο ακριβώς όπως και οι μη βουλευτές.
3. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι κλιμακούμενη και διαφοροποιημένη. Μπορεί να αξιολογηθούν ένας η περισσότεροι υπουργοί, αναπληρωτές και υφυπουργοί, εάν έχουν την συν-ευθύνη της διακυβέρνησης ενός τομέα πολιτικής. Μπορεί, επίσης, να αξιολογηθούν προγράμματα ή και μεμονωμένες δράσεις. Οι υπουργοί πρέπει να αξιολογούνται ως προς την ποιότητα του σχεδίου πολιτικής, την παρακολούθηση της εφαρμογής του και την αξιολόγηση των τελικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των νόμων στους οποίους είναι επισπεύδοντες.
4. Ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της αξιολόγησης είναι οι χαρακτηρολογικές ιδιότητες του υπουργού εν σχέσει προς το έργο του. Πρέπει να αξιολογείται η ικανότητά του να κατανοεί κινδύνους, απειλές, ευκαιρίες και να αντιλαμβάνεται τις ορατές ή παρελκόμενες συνέπειες των αποφάσεών του.
5. Η αξιολόγηση, βάσει των ανωτέρω, πρέπει να είναι ποσοτική και ποιοτική. Ένας υπουργός δεν πρέπει να αξιολογείται θετικά, απλώς και μόνον, επειδή έπιασε έναν ποσοτικό στόχο. Δεν αρκεί να ξέρουμε πόσοι πήραν επίδομα αλλά γιατί κάποιοι αποκλείστηκαν η τι πρωτοβουλίες ανάπτυξε ο υπουργός για να ξεπεραστούν διοικητικές αβελτηρίες προκειμένου να εξυπηρετηθούν περισσότεροι.
6. Επειδή το έργο ενός υπουργού είναι μετρήσιμο θα πρέπει ο πρωθυπουργός, ως έχων την ευθύνη της αξιολογήσεως, να ανακοινώσει, άπαξ, μια αξιολόγηση βάσης. Πρέπει, δηλαδή, να γνωρίζουν τόσο οι υπουργοί όσο και οι πολίτες με ποιά κριτήρια θα κρίνει τους υπουργούς του. Προφανώς, θα πρέπει, πέραν των δικών του κριτηρίων, να λάβει υπόψη του και τα κριτήρια των πολιτών, ιδίως, δεν της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών.
7. Οι συνέπειες της αξιολόγησης θα πρέπει να είναι σαφείς. Προσωπικώς, θεωρώ ότι η αξιολόγηση είναι, κυρίως, μαθησιακό εργαλείο. Μας επιτρέπει να διορθώσουμε τα λάθη και τις αστοχίες μας.
Οριακά, και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η αξιολόγηση μπορεί να αποτελεί ένα μέσον για λήψη κατασταλτικών μέτρων και να αποκτήσει τιμωρητικό χαρακτήρα. Είθισται να συσχετίζεται η αξιολόγηση με τον ανασχηματισμό, πλην όμως, ελάχιστα ενδιαφέρει τους πολίτες η εναλλαγή των προσώπων. Τους ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Επομένως, μας ενδιαφέρει από την αξιολόγηση να μάθουμε ποια ήταν τα λάθη στην κυβερνητική πολιτική και πως θα διορθωθούν.
Εάν η αξιολόγηση των υπουργών τηρήσει όλα αυτά τα ελάχιστα προαπαιτούμενα, θα αποτελεί, αναμφίβολά, ένα θετικό βήμα για την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της αποδοτικότητας του έργου μιας κυβέρνησης. Εάν, όμως, δεν τηρηθούν και, απλώς, πληροφορηθούμε ότι η αξιολόγηση τελείωσε κι ότι όλα βαίνουν καλώς ή ότι άλλαξαν δυο-τρεις υφυπουργοί, τότε η αξιολόγηση θα έχει, ακόμη μια φορά δυσφημιστεί και θα έχει χρησιμοποιηθεί ως επικοινωνιακό τέχνασμα.