Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το Μακεδονικό και συγκεκριμένα η αυθαίρετη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας από ένα νεοπαγές κρατίδιο, στα βόρεια σύνορά μας, έγινε ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας μας. Η κλοπή όμως του ονόματος δεν διαπράχθηκε ξαφνικά, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά έχει μια ιστορία πολλών δεκαετιών, καθώς και ένα έντονο παρασκήνιο. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, πώς προέκυψε το συγκεκριμένο πρόβλημα και ποιος είναι τελικά αυτός ο νέος γείτονας.
Η μικρή αυτή περίκλειστη χώρα των Βαλκανίων, έκτασης 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμού 2,07 εκατ. κατοίκων, αποτελούσε μέχρι το 1991 τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο πλαίσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Δύο ήταν οι λόγοι της ίδρυσής της από τον Στρατάρχη Τίτο. Ο πρώτος εξ’ αυτών ήταν ο περιορισμός του επικίνδυνου για την ενότητα της χώρας σερβικού εθνικισμού. Πριν τη δημιουργία της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το Βελιγράδι είχε επιβάλει έναν βίαιο και εκτεταμένο εκσερβισμό των κατοίκων της σημερινής ΠΓΔΜ, συμπεριλαμβανομένων και των Αλβανών.
Κατά συνέπεια, η δημιουργία ενός κράτους στην περιοχή, με διακριτή ταυτότητα και γλώσσα θα ακρωτηρίαζε τη σερβική κυριαρχία. Κατά δεύτερον, η δημιουργία μιας μακεδονικής εθνότητας θα λειτουργούσε ως δούρειος ίππος για τη μελλοντική ενσωμάτωση της ελληνικής Μακεδονίας και την υλοποίηση του οράματος της Γιουγκοσλαβίας για έξοδο στο Αιγαίο.
Βέβαια, από δημογραφικής πλευράς δεν πρόκειται για ένα εθνικά ενιαίο κράτος, αλλά εντός των συνόρων του υπάρχουν διάφορες εθνικές μειονότητες. Η πλειοψηφία του πληθυσμού (64,2%) είναι σλαβική, εγκαταστάθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή τον 7ο αιώνα μ.Χ. και ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ομιλεί δε μια σλαβική γλώσσα, η οποία σύμφωνα με πολλούς γλωσσολόγους αποτελεί κλάδο ή διάλεκτο της βουλγαρικής και γράφεται με το κυριλλικό αλφάβητο. Αυτή η διάλεκτος υπέστη μια εκτεταμένη επεξεργασία από τους τιτοϊκούς γλωσσολόγους, ώστε να απολέσει τον βουλγαρικό χαρακτήρα της και να αποκτήσει μια ξεχωριστή ταυτότητα.
Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ως «μακεδονικής» είναι ψευδής και εμπεριέχει αλυτρωτική σκοπιμότητα. Αναφορικά με το ακολουθούμενο θρήσκευμα, το 80% των ορθοδόξων κατοίκων της ΠΓΔΜ ανήκει στην αυτοαποκαλούμενη Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Οχρίδας, που αποσχίστηκε αυθαίρετα -και με υποκίνηση του καθεστώτος- το 1967 από το Σερβικό Πατριαρχείο, ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη και δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μια άλλη μεγάλη κοινότητα της χώρας είναι οι Αλβανοί, οι οποίοι κατοικούν στο βόρειο και δυτικό τμήμα της χώρας και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 αποτελούν το 25,2% του πληθυσμού. Ορισμένες, όμως, ασφαλείς εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα. Οι Αλβανοί δεν είναι γηγενείς, αλλά εγκαταστάθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές στις αρχές του 19ου αιώνα, ύστερα από εντολή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να επιβάλλουν την τάξη και να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις των χριστιανών υπηκόων. Επίσης, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 και την εκχώρηση στη Σερβία των πόλεων Λέσκοβατς, Νις και Πίροτ, το αλβανικό τους στοιχείο μετανάστευσε στα βορειοδυτικά της χώρας, προκειμένου να αποφύγει τη σερβική κυριαρχία.
Οι Αλβανοί μιλούν τη γκεκική διάλεκτο (μια από τις δύο διαλέκτους της αλβανικής που ομιλείται στη Βόρεια Αλβανία και στο Κόσσοβο) και είναι μουσουλμάνοι σουνίτες.
Όσον αφορά τις λοιπές μειονότητες υπάρχουν Τούρκοι 3,9%, Ρομά 2,7%, Σέρβοι 1,8%, καθώς και πολλές άλλες μειονότητες σε ποσοστά, βέβαια, μικρότερα του 1%.
Από οικονομικής πλευράς το κράτος έχει μια αναιμική οικονομία, με κύριο προσανατολισμό τον πρωτογενή τομέα και τις εξορύξεις. Παρά το γεγονός ότι η φορολογία των επιχειρήσεων βρίσκεται σε ιδιαίτερα ελκυστικά επίπεδα (περίπου 10%), και το ημερομίσθιο είναι πολύ χαμηλό, οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν έχουν σημειώσει ιδιαίτερες επιδόσεις και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως στο ανεπαρκές οδικό δίκτυο και στην έλλειψη έργων υποδομής, στο χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης του εργατικού προσωπικού, στην πολιτική αστάθεια κ.λπ.
Έτσι, η χειμαζόμενη οικονομία έχει οδηγήσει σε σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, αφού το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 27%, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ περιορίζεται στο 36% του μέσου ευρωπαϊκού. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η φτώχεια και η έλλειψη προοπτικής για τους νέους αποτελεί και έναν από τους κυριότερους παράγοντες που τροφοδοτεί τον εθνικισμό.
Πέρα από τα εκρηκτικά οικονομικά προβλήματα, στη χώρα υποβόσκει και μια αντιπαράθεση μεταξύ των Σλάβων και των Αλβανών κατοίκων. Αν και επί Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας το κράτος δεν άφηνε έδαφος για αντιπαραθέσεις μεταξύ των μειονοτήτων, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων μόνο ως καλές δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Από τη στιγμή δε της ίδρυσής του, το κράτος αντιμετώπισε τον αλβανικό εθνικισμό και την προσπάθεια του αλβανικού στοιχείου να ανεξαρτητοποιηθεί. Αυτή η προσπάθεια, συνεπικουρούμενη από τον αλβανικό αλυτρωτισμό των Τιράνων, αλλά και από τους μαχητές του UCK που έβρισκαν καταφύγιο στην ΠΓΔΜ, οδήγησε στην εξέγερση των Αλβανών του 2001, που επεδίωξαν την ίδρυση της «Δημοκρατίας της Ιλλυρίδας». Η καταστολή βέβαια της εξέγερσης και η επέμβαση του ΝΑΤΟ και της Διεθνούς Κοινότητας οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Οχρίδας (13 Αυγούστου 2001), που έδινε τα παρακάτω δικαιώματα στους Αλβανούς:
- Τη χρήση της αλβανικής γλώσσας στο Κοινοβούλιο.
- Την ισοτιμία της αλβανικής γλώσσας στους δήμους όπου ο αλβανικός πληθυσμός αποτελεί το 20%.
- Την εκπροσώπηση των Αλβανών στη διοίκηση και στην αστυνομία, ανάλογα με την πληθυσμιακή τους δύναμη.
- Τη χορήγηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση.
- Την ισοτιμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική και την Ισλαμική Ένωση.
Επιπλέον, το 2004 νομιμοποιήθηκε και κρατικοποιήθηκε το αλβανόφωνο πανεπιστήμιο του Τετόβου, το οποίο θεωρείται ως φυτώριο του αλβανικού εθνικισμού, ενώ τα αλβανικά κόμματα αποτελούν ρυθμιστικό παράγοντα στη δημιουργία κυβέρνησης.
Από τα παραπάνω φαίνεται λοιπόν, ότι το αλβανικό στοιχείο έχει σοβαρή δυναμική στη γειτονική χώρα. Επί του παρόντος δεν δημιουργεί προβλήματα, καθώς υφίσταται η πίεση της Δύσης για ενότητα της χώρας και ένταξή της στην Ατλαντική Συμμαχία και, δευτερευόντως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε όλο αυτό το πλαίσιο, η ΠΓΔΜ, από την ίδρυσή της, έχει ως αφήγημα τον Μακεδονισμό, δηλαδή την οικειοποίηση της αρχαίας ιστορίας της Μακεδονίας, των ηρώων, των συμβόλων, των μνημείων και γενικά του πολιτισμού.
Οικειοποίηση δηλαδή ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε 1000 χρόνια πριν την άφιξη των Σλάβων στα Βαλκάνια. Αυτή η ψεύτικη ταυτότητα σφυρηλατήθηκε στον σλαβικό πληθυσμό της ΠΓΔΜ επί Τίτο με σκοπό τη μελλοντική ενσωμάτωση της Ελληνικής Μακεδονίας. Όμως, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το αφήγημα του Μακεδονισμού συνεχίστηκε, αφενός ως αντίβαρο στις αλβανικές αποσχιστικές τάσεις αφετέρου ως ένδειξη αλυτρωτισμού και επιδίωξη ενσωμάτωσης της ελληνικής και της βουλγαρικής Μακεδονίας (Πιρίν).
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ πέρασαν μέσα από πολλές στενωπούς και βέβαια δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση. Η μεγαλύτερη ένταση στις διμερείς σχέσεις προέκυψε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι (2006 – 2016), ο οποίος έχτισε την πολιτική σταδιοδρομία του επάνω στον ακραίο εθνικισμό και στην πόλωση των σχέσεων με την Ελλάδα. Επένδυσε δε, τόσο πολύ στο αφήγημα του Μακεδονισμού, ώστε να κοπεί κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τη χώρα μας. Και αυτή η στρατηγική κόστισε πάρα πολύ στην ΠΓΔΜ, γιατί εκτός από τις οικονομικές συνέπειες, η χώρα δεν μπόρεσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ύστερα από το βέτο που άσκησε η ελληνική κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, το 2008.
Στη συνέχεια, η πτώση της κυβέρνησης Γκρουέφσκι και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Ζόραν Ζάεφ, οδήγησε στη γνωστή Συμφωνία των Πρεσπών με την ελληνική κυβέρνηση, μια συμφωνία που είναι εξαιρετικά επωφελής, αλλά μόνο για την πλευρά των Σκοπίων, τα οποία θα μπορέσουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Για τη χώρα μας η συγκεκριμένη συμφωνία είναι εξαιρετικά προβληματική και αντεθνική, αφού χαρίζει στους γείτονες την εθνικότητα και τη γλώσσα, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.
Βέβαια, το ερώτημα είναι πώς προέκυψε η διαλλακτικότητα του Ζάεφ αναφορικά με ένα τόσο λεπτό ζήτημα και πώς είναι δυνατόν να ληφθούν αποφάσεις αντιδιαμετρικές με εκείνες της κυβέρνησης Γκρουέφσκι;
Η απάντηση είναι πως η πίεση της Δύσης και συγκεκριμένα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα ασφυκτική. Η επιρροή της Ρωσίας στον σλαβικό πληθυσμό ήταν έντονη και, μάλιστα, έβρισκε εκφραστή στο πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού. Η μόνη περίπτωση για την εξάλειψη της ρωσικής επιρροής ήταν η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Και αυτό θα γινόταν μόνο με την όποια επίλυση του ονοματολογικού, ώστε να συναινέσει η Ελλάδα στην ένταξη. Και φυσικά, για την επίτευξη της συμφωνίας οι πιέσεις και προς τις δύο χώρες ήταν ιδιαίτερα ασφυκτικές. Όμως, η εγκληματική αμέλεια της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τεράστια, αφού στην ουσία δεν διαπραγματεύτηκε και αποδέχτηκε τους δυσμενείς όρους που της επιβλήθηκαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση και όφειλε να διαπραγματευτεί, ενώ για την ΠΓΔΜ η μη επίτευξη συμφωνίας θα ήταν καταστροφική. Η χώρα όχι μόνο δεν θα γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά θα αντιμετώπιζε και το φάσμα της διάλυσης. Κάτι που δεν συνέφερε ούτε τη Δύση, αφού θα εδραιωνόταν η ρωσική επιρροή στην περιοχή. Άρα, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε κερδίσει αν διαπραγματευόταν σωστά. Η ανεπάρκεια όμως της παρούσας κυβέρνησης και η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζει κρίσιμα εθνικά ζητήματα προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, υπονομεύουν τα συμφέροντα της χώρας, με απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέλλον.
O Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος