Ο ρόλος της εκκλησίας είναι σημαντικός. Η προσφορά της αδιαμφισβήτητη και κυρίως η συμμετοχή της στην κοινωνία. Σε όλες τις περιόδους κρίσεων, ήταν και είναι παρούσα. Ως θεσμός με βάση τη θρησκεία μας.
Αυτό, όμως δεν σημαίνει πως οι ιεράρχες μας δύνανται να ξεπερνούν το ρόλο τους και να ασκούν πολιτική. Το έργο τους αρχίζει και ολοκληρώνεται εντός των πλαισίων της αρωγής και της ηθικής. Η πολιτεία και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις έχουν τον αποκλειστικό ρόλο και ευθύνη της νομοθέτησης και της εφαρμογής. Η συμμετοχή της εκκλησίας στα κοινά δεν έχει σχέση με τις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες, ούτε με τη λειτουργία αυτής καθεαυτής της πολιτικής. Αλλιώς μετατρέπεται σε πολιτικό θεσμό. Υπό τη στενή και ευρύτερη έννοια.
Η αγάπη της εκκλησίας δεν έχει σχέση με τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών. Ο θεολόγος και πνευματικός Πατέρας δεν ορίζει την προσφορά του, ανάλογα με το αν ο πολίτης είναι ψηφοφόρος του οποιουδήποτε κόμματος. Ούτε αν είναι δεξιός, αριστερός ή οτιδήποτε άλλο. Αν συμβεί, τότε γίνεται υποχειριο της πολιτικής και των συμφερόντων της. Η επιλογή του θρησκεύματος αλλά και ο τρόπος πίστης είναι ελεύθερη επιλογή του πολίτη. Όπως και η μετοχή του στις δράσεις της εκκλησίας. Δεν είναι κάποιος λιγότερο ή περισσότερο χριστιανός αν επισκέπτεται καθημερινώς τη λειτουργία της εκκλησίας.
Η υπόθεση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων προκάλεσε μεγάλες και έντονες συζητήσεις. Και φυσικά έχει άποψη η εκκλησία. Αλλά άποψη που μένει στη γνώμη. Οχι στην επιβολή της ή σε απειλές. Δεν μπορεί ο σύγχρονος χριστιανός ορθόδοξος θεολόγος να αρνείται, για παράδειγμα τη βάφτιση αν οι γονείς έχουν διαφορετική σεξουαλική επιλογή. Ούτε να απειλεί τους εκπροσώπους των κομμάτων, αν τελικώς υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν το σχετικό νομοσχέδιο. Αν κάποιος έχει πρόβλημα με τη στάση των βουλευτών αυτός είναι ο πρόεδρος του κάθε κόμματος και όχι ο τοπικός ιεράρχης.
Η συνεργασία των θεσμών του κράτους έχει κάνει θαύματα. Η σύγκρουση έχει δημιουργήσει πληγές και φανατισμούς. Και αυτό οφείλουν να το έχουν όλοι υπόψη τους. Κράτος και εκκλησία.