Το ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization) ή Βορειοατλαντική Συμμαχία στα ελληνικά, είναι μια αμυντική συμμαχία των χωρών της Δύσης με σκοπό την προώθηση των γεωπολιτικών τους συμφερόντων και την αποτροπή ένοπλης επίθεσης από τρίτο κράτος. Η Συνθήκη υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο του 1949, από 12 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και στόχευε σε αποτροπή πιθανής απειλής από την ΕΣΣΔ. Μάλιστα, στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον αναφέρεται ξεκάθαρα ότι στην περίπτωση που κράτος – μέλος δεχθεί επίθεση από μη κράτος – μέλος της Συμμαχίας, τότε τα λοιπά κράτη – μέλη θα συνασπιστούν και θα ανταποδώσουν το χτύπημα.
Το ανώτατο όργανο του ΝΑΤΟ είναι το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλήρη ομοφωνία. Το 1952, στο πλαίσιο της ευχερέστερης αντιμετώπισης μιας σοβιετικής απειλής, η Συμμαχία αποδέχεται τις προτάσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας για ένταξή τους. Πράγματι, η γεωγραφική θέση των δύο χωρών παρείχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τη Συμμαχία, ώστε να αποτρέψει ενδεχόμενη σοβιετική επίθεση. Η Ελλάδα είχε κοινά σύνορα με τη Βουλγαρία, τον πιστότερο σύμμαχο της ΕΣΣΔ, ενώ η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο καθιστούσε ελεγχόμενη την κίνηση των σοβιετικών πολεμικών στόλων. Επιπλέον, η γεωγραφική θέση της χώρας μας απαγόρευε την έξοδο των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Μεσόγειο.
Η ένταξη της Τουρκίας είχε επίσης τεράστια σημασία για τη Συμμαχία. Η χώρα είχε 600 χλμ κοινά σύνορα με την ΕΣΣΔ, ενώ ήταν το μόνο νατοϊκό κράτος που είχε ακτές στη Μαύρη Θάλασσα αλλά έλεγχε και τα στενά του Βοσπόρου-Δαρδανελίων, καθιστώντας προβληματική την έξοδο των σοβιετικών πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο. Επιπλέον, ήταν μια χώρα με τεράστια έκταση και μεγάλο στρατηγικό βάθος, επάνω στην οποία μπορούσαν να αναπτυχθούν συμβατικές δυνάμεις μεγάλου μεγέθους, προσανατολισμένες στη σοβιετική απειλή. Τέλος, το ΝΑΤΟ λόγω της Τουρκίας θα μπορούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο και της Μέσης Ανατολής.
Η ένταξη των δύο χωρών, των οποίων οι σχέσεις διέπονταν από αμοιβαία καχυποψία, θα μπορούσε θεωρητικά να διασφαλίσει την ειρήνη μεταξύ τους. Βέβαια, κατά καιρούς έλαβαν χώρα τα παρακάτω γεγονότα: Τα Σεπτεμβριανά, δηλαδή οι διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955, οι διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο το 1963-‘64 και το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971. Τα συγκεκριμένα επεισόδια, αν και οδήγησαν σε επιδείνωση των διμερών σχέσεων δεν εξώθησαν τις δύο χώρες σε πόλεμο. Επιπλέον, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο το δίλημμα ασφάλειας για τις δύο χώρες ήταν ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Έτσι, οι στρατιωτικές τους δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες στο εσωτερικό ή προς τα βόρεια και όχι στα κοινά τους σύνορα.
Η μεγάλη πρόκληση στις διμερείς σχέσεις υπήρξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και η κατάληψη του βόρειου τμήματος του νησιού. Η ελληνική κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη από το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε να εμποδίσει την τουρκική εισβολή. Γι’ αυτό η οικουμενική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε, αμέσως μετά τη δεύτερη εισβολή, στις 14 Αυγούστου 1974 την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Βέβαια, η απόφαση Καραμανλή δεν αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός, αφού το 1966 ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκολ είχε προβεί σε αντίστοιχη ενέργεια, για άλλους φυσικά λόγους.
Η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος άφησε ένα επιχειρησιακό κενό στον χώρο του Αιγαίου, ενώ δημιουργήθηκαν ερωτήματα σχετικά με τη σταθερότητα στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ και την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης, δεδομένου ότι σε περίοδο ελληνοτουρκικού πολέμου θα έπρεπε να βρεθεί άλλη θαλάσσια οδός για την κίνηση των πετρελαιοφόρων πλοίων. Άλλωστε, οι εφιαλτικές μνήμες της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 ήταν ακόμα νωπές. Παρ’ όλα αυτά, η Συμμαχία δεν θορυβήθηκε από την αποχώρηση όσο περίμενε η Αθήνα, και από τα γεγονότα που επακολούθησαν, η δεύτερη βρέθηκε σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση. Η Άγκυρα όχι μόνο δεν περιορίστηκε στην εισβολή, αλλά πλέον αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα στο Αιγαίο σχετικά με τη διανομή της υφαλοκρηπίδας, τα οποία κορυφώθηκαν στην κρίση του «ΧΟΡΑ» το 1976.
Η Ελλάδα, βλέποντας ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δεν τη συνέφερε, ξεκίνησε ήδη από τον Οκτώβριο του 1975 τις προσπάθειες επανένταξης, οι οποίες κατέληξαν στις 19 Οκτωβρίου 1980 στην υπογραφή του Σχεδίου Ρότζερς και στην επιστροφή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας.
Η επιστροφή πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση της Τουρκίας, καθώς ο Αμερικανός στρατηγός Μπέρναρντ Ρότζερς, διοικητής των χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη είχε ασκήσει τρομερή πίεση στον στρατηγό Κενάν Εβρέν, αρχηγό του πραξικοπηματικού κινήματος που είχε καταλάβει την εξουσία στην Τουρκία. Όμως, ενώ προ της αποχώρησης η Ελλάδα είχε τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου, η Συμφωνία Ρότζερς δεν καθόριζε τα όρια του επιχειρησιακού ελέγχου που θα ασκούσε το υπό ελληνική διοίκηση στρατηγείο της Λάρισας. Αυτό σήμαινε ότι δεν κατοχυρωνόταν ούτε ο επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου από την ελληνική αεροπορία, ούτε ο Έλληνας διοικητής των νατοϊκών ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο είχε τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής. Οι αρμοδιότητες λοιπόν του στρατηγείου της Λάρισας είχαν μεταφερθεί στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Νάπολη, το οποίο μπορούσε -ύστερα από συνεννόηση με τον Έλληνα διοικητή- να αναθέσει στον Τούρκο διοικητή να φέρει εις πέρας συγκεκριμένη αποστολή.
Το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, αρχίζει μια εμπρηστική ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου κατά της ελληνικής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Βέβαια, ο Παπανδρέου αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο μιας νέας εξόδου της Ελλάδας, η οποία πλέον δεν θα είχε επιστροφή, γι’ αυτό, ουσιαστικά, επιθυμούσε την παραμονή της χώρας. Προέβη όμως σε αυτή την πρακτική προκειμένου να εκμεταλλευθεί εκλογικά το ισχυρό ρεύμα αντιαμερικανισμού που υπήρχε στην Ελλάδα, ενώ η προσέγγισή του στις Βρυξέλλες ήταν εντελώς διαφορετική. Όμως, αυτή η διγλωσσία, ενοχλούσε τους εταίρους και κατάφερε να καταστήσει την Ελλάδα αναξιόπιστη στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Μετά την πτώση του κομμουνισμού, είδαν το φως πολλές θεωρίες σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης του ΝΑΤΟ ως αμυντικού οργανισμού. Βέβαια, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ξεκίνησαν μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών, κυρίως από κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ πραγματοποιήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, η ενσωμάτωση νατοϊκών δογμάτων και πρακτικών στις αντίστοιχες ένοπλες δυνάμεις.
Την ίδια εποχή αρχίζει και η συμμετοχή των δύο χωρών στις νατοϊκές επιχειρήσεις υποστήριξης της ειρήνης, με την ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή της Τουρκίας. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφερθεί η επιχείρηση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου Ελλάδα και Τουρκία συμμετείχαν στο πλαίσιο τόσο της IFOR όσο και της SFOR.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το ΝΑΤΟ ξεκινά έναν αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία. Με αφορμή την πάταξη της τρομοκρατίας ξεκινούν οι επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν στο πλαίσιο της ISAF (International Assistance Force), ενώ και οι δύο χώρες διαθέτουν στρατεύματα στην περιοχή. Πέρα όμως από τη συμμετοχή στις νατοϊκές επιχειρήσεις, διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία έχει ένα ειδικό βάρος για το ΝΑΤΟ. Πέρα από το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας, η εγγύτητά της με τη Ρωσία και η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού βάσεων (στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών), διευκολύνει την ανάληψη συμβατικών επιχειρήσεων στην περίπτωση κλιμάκωσης των σχέσεων NΑΤΟ-Ρωσίας. Επιπλέον, ο έλεγχος των Στενών από την Τουρκία δίνει στη Συμμαχία ένα στρατηγικό πλεονέκτημα.Τέλος, η Τουρκία αποτελεί και μια τεράστια βάση για τον έλεγχο της Συρίας, του Ιράκ, ακόμη και του Ιράν, ενώ είναι και ο προμαχώνας της Δύσης για την ενεργειακή ασφάλεια.
Απ’ όσα είδαμε λοιπόν παραπάνω, διαπιστώνουμε πως ο ρόλος της Τουρκίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία είναι ιδιαίτερα κρίσιμος. Ποιος όμως είναι ο ρόλος της χώρας μας; Κάποιοι, κρίνοντας από όσα ελέχθησαν, θα μπορούσαν να πουν ότι η θέση της χώρας μας στο ΝΑΤΟ είναι αρκετά υποβαθμισμένη σε σχέση με εκείνη της Τουρκίας. Άλλωστε ακούγεται συχνά στις συζητήσεις ότι το ΝΑΤΟ πάντοτε παίρνει το μέρος της Τουρκίας παραβλέποντας τα δίκαια της χώρας μας στο Αιγαίο. Και όλα αυτά μας δημιουργούν ένα αίσθημα ηττοπάθειας. Όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ελέγχει τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών προς τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή και το Σουέζ, καθιστώντας τη χώρα μας κεφαλαιώδους σημασίας για το ΝΑΤΟ. Η Κρήτη, ακόμα και με τις υφιστάμενες υποδομές, μπορεί να υποστηρίξει συμμαχικές αεροναυτικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι πολύ ισχυρές και αξιόμαχες, σε σχέση με πολλές άλλες χώρες του ΝΑΤΟ και οι νατοϊκοί επιτελείς προσβλέπουν σε αυτές σε περίπτωση επιχειρήσεων. Τέλος, η Ελλάδα είναι μια όαση σταθερότητας μέσα σε μια λίμνη αστάθειας που ορίζεται γεωγραφικά από την Τουρκία και τα Βαλκάνια. Και είναι πολύ σημαντικό για το ΝΑΤΟ να έχει έναν σταθερό και αξιόπιστο σύμμαχο στην περιοχή.
Κλείνοντας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όλα τα παραπάνω είναι γνωστά σε συμμαχικό επίπεδο. Πολύ περισσότερο δε, όταν η Τουρκία, λόγω της σύσφιξης των σχέσεων με τη Ρωσία φαίνεται αναξιόπιστη ως σύμμαχος, η θέση της Ελλάδας θα αναβαθμιστεί. Αυτό όμως που θα πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να αναδείξουμε τα μοναδικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελέσουν τα εχέγγυα για την ασφάλειά της.