Τα τελευταία χρόνια, η τεχνητή νοημοσύνη (AI) έχει γίνει κεντρική δύναμη στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ασφάλειας και άμυνας, μετατοπίζοντας την ισορροπία δυνάμεων, τις στρατηγικές προτεραιότητες και τη φύση του πολέμου.
Καθώς οι τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης εξελίσσονται ραγδαία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην επίτευξη τεχνολογικής υπεροχής και αυτονομίας.
Η πρόσφατη εισαγωγή του κινεζικού μοντέλου AI, DeepSeek, τόνισε την κλιμακούμενη φύση του τεχνολογικού ανταγωνισμού, ειδικά πλέον στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης. Η εξέλιξη αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση διάφορες γεωπολιτικές παραδοχές, σχετικά με το σημερινό τοπίο ανταγωνισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.
Πολύ περισσότερο καθώς η εφαρμογή ενός τέτοιου μέσου σε πολεμικές επιχειρήσεις, εγείρει νέα τρωτά σημεία και ηθικές ανησυχίες.
Ο ανταγωνισμός για την κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης μεταξύ των κορυφαίων παγκόσμιων δυνάμεων, επαναπροσδιορίζει τη διεθνή αντιπαλότητα και επηρεάζει, τόσο την πολιτική ασφάλεια όσο και τις οικονομικές στρατηγικές.
Η τυποποίηση της τεχνητής νοημοσύνης –μια κρίσιμη αλλά συχνά παραβλεπόμενη πτυχή– θα πρέπει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη θέσπιση παγκόσμιων ρυθμιστικών κανόνων για τη χρήση της. Καθώς οι χώρες ανταγωνίζονται για τον έλεγχο της ανάπτυξης και της διαχείρισης της τεχνητής νοημοσύνης, η ψηφιακή κυριαρχία αναδεικνύεται σε σημαντική ανησυχία, ιδίως όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, τον έλεγχο των δεδομένων και τις αμυντικές εφαρμογές. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι οι διασταυρώσεις, της άμυνας, της τεχνολογίας και της διεθνούς πολιτικής, οι οποίες θα προκύψουν, θα δημιουργήσουν μια νέα σύνθετη δυναμική, η οποία θα χαρακτηρίζει τη μελλοντική παγκόσμια τάξη.
Εκθετικοί ρυθμοί
Η ψηφιακή επανάσταση δεν αλλάζει μόνο τη ζωή μας αλλά επιταχύνει και τον ρυθμό της αλλαγής. Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η μεταβολή της τεχνικής του πολέμου, τις τελευταίες τρεις 10ετίες. Το 1991, στον πόλεμο του Ιράκ, τα περισσότερα πυρομαχικά δεν ήταν ακριβείας. Το 1999, στο Κόσσοβο χρησιμοποιήθηκαν δρόνοι για την από αέρος συλλογή πληροφοριών και το 2011 η συλλογή πληροφοριών στη Λιβύη εξακολουθούσε να είναι μια πρόκληση για τις χώρες του ΝΑΤΟ. Τη σημερινή εποχή κατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας χρησιμοποιούνται ευρύτατα.
Οι δρόνοι χρησιμοποιούνται μαζικά για κινητικά πλήγματα και έχουν επιταχύνει την ανάπτυξη πυρομαχικών αυτού του είδους. Όμως η παράλληλη πρόοδος των τεχνικών ανίχνευσης έχει φθάσει σε τέτοιο επίπεδο, οπού πολλοί πλέον προειδοποιούν για ένα σε αυξανόμενο ρυθμό «διαφανές» πεδίο μάχης. Σε αυτό το τοπίο, η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) υπόσχεται να έχει περισσότερο καταλυτικά αποτελέσματα στην τεχνική του πολέμου.
Η ΑΙ περιλαμβάνει ένα ευρύ σύνολο τεχνικών, οι οποίες έχουν ως σκοπό την εφαρμογή ανθρώπινων ενεργειών μέσω μηχανών. Στην τρέχουσα περίοδο κυριαρχεί η τεχνική της «Βαθιάς Γνώσης», η οποία αναπτύχθηκε τις δυο τελευταίες 10ετίες.
Τα βασικά της στοιχεία είναι, οι επεξεργαστές, τα δεδομένα και οι αλγόριθμοι, που χρησιμοποιούνται κατά την αποτελεσματικότερη συνέργεια, έχοντας ως στόχο την πρόβλεψη, την ταξινόμηση και την αναγνώριση ενός προτύπου. Οι αλγόριθμοι έχουν χρησιμοποιηθεί για υποβρυχιακές και αεροπορικές επιχειρήσεις, όπως και για αεράμυνα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Η «Βαθιά Γνώση» αποτελεί μια μείζονα καινοτομία, η οποία έχει αναδιατυπώσει ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους και έχει οδηγήσει στη δημιουργία επιχειρηματικών κολοσσών, όπως πχ οι Google, Apple, Amazon, Microsoft, Facebook, NVIDIA, Tesla. Στο πλαίσιο αυτό είναι ορατή η σχέση ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και πολεμικών επιχειρήσεων.
Για παράδειγμα, δύο ημέρες μετά την εισβολή των Ρώσων, ο αρμόδιος Ουκρανός υπουργός ζήτησε επειγόντως βοήθεια από τον Elon Musk, για πρόσβαση στο Ιnternet, καθώς τα ψηφιακά συστήματα της Ουκρανίας είχαν πληγεί μετά από κυβερνοεπιθέσεις των Ρώσων. Η AWS και η Microsoft είχαν μεταφέρει κρίσιμα κυβερνητικά στοιχεία στους δικούς τους servers για ασφάλεια. Άλλες εταιρείες είχαν προσφέρει μεγάλη βοήθεια στην παρακολούθηση του πεδίου κ.ά.
Κατά το προηγούμενο διάστημα, είχε επανειλημμένα υποστηριχθεί η απαγόρευση αυτόνομων φονικών όπλων, ενόψει της απειλής από την ανάπτυξη των «ρομπότ δολοφόνων». Όμως, η εμπειρία έδειξε στα πεδία της Ουκρανίας, της Συρίας και αλλού, ότι το πυροβολικό ήταν ένα αποτελεσματικότερο και φθηνότερο καταστροφικό μέσο, από μια στρατιά αυτόνομων φονικών όπλων. Κατά τους ειδικούς διαφαίνεται, ότι όσο και αν μειωθεί το κόστος των αυτονόμων συστημάτων, θα παραμένουν ακριβότερα από τις οβίδες του πυροβολικού και η ακρίβειά τους θα έχει μόνο σχετική αξία, ειδικά αν πρόκειται για μαζικές καταστροφές, όπως αυτές των τελευταίων ετών πχ στην Ουκρανία και την Γάζα. Έτσι, η τεχνητή νοημοσύνη είναι πιθανό να έχει ένα πολύ διαφορετικό ρόλο στη μελλοντική τεχνική του πολέμου, από αυτόν τον οποίο μερικοί οραματίζονταν.
Eμπειρίες
Από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το Κίεβο βασίσθηκε στην τεχνητή νοημοσύνη. Γενικά, η Ουκρανία έπρεπε να αντισταθμίσει με κάποιο τρόπο την έλλειψη πληροφόρησης, τις μειωμένες δυνατότητες αναγνώρισης ειδικά στο μέσο και μακροχρόνιο διάστημα, όπως και να αντιμετωπίσει τη σχετική κατωτερότητά της σε στρατιωτικό προσωπικό, οπλισμό και πυρομαχικά.
Διάφορα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης βοηθούν τη χώρα στην πρόβλεψη πιθανών αξόνων προέλασης των ρωσικών δυνάμεων, σε επιχειρησιακό, τακτικό και στρατηγικό επίπεδο, επιτρέποντας τη δυνατότητα αποτελεσματικότερων πληγμάτων, ενώ παράλληλα ελαχιστοποιούν την ανάλωση πυρομαχικών τόσο για τις αεροπορικές, όσο και για τις από εδάφους επιθέσεις των Ρώσων.
Είναι όμως σημαντικό, ότι ενώ σε προηγούμενες εφαρμογές της, η ΑΙ, όπως στο Αφγανιστάν, χρησιμοποιούταν μόνο για προβλέψεις, στην περίπτωση της Ουκρανίας χρησιμοποιείται και για άμεσα πλήγματα, γεγονός το οποίο δημιουργεί ερωτήματα, όχι μόνο επιχειρησιακού και στρατηγικού, αλλά και πολιτικού, ηθικού και νομικού χαρακτήρα. Είναι η περίπτωση στην οποία πρέπει να ασκηθεί κρίση από τον ανθρώπινο παράγοντα (ουκρανική διοίκηση), από το να μην εθισθεί ο αντίπαλος σε ένα δεδομένο τρόπο αντίδρασης και αναπροσαρμόσει τη δική του τακτική (ρωσική διοίκηση), μέχρι το να εκτιμηθούν και οι πολιτικές συνέπειες των πληγμάτων, οι οποίες θα μπορούσαν να προκληθούν πχ απόσυρση συμμαχικής υποστήριξης –πχ η Δύση αποθάρρυνε βαθιά πλήγματα στο ρωσικό έδαφος και τα ενέκρινε μόνο πολύ πρόσφατα.
Μπορεί να λεχθεί, ότι η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης είναι ένα αμφίστομο ξίφος, ειδικά όσον αφορά τις νομικές, πολιτικές και διπλωματικές επιπτώσεις της.
Τα συμπεράσματα δεν είναι απλά. Η ΑΙ δεν είναι φθηνή, ούτε απλή για να υιοθετηθεί. Όλοι οι δυνητικοί χρήστες είναι ανάγκη να αφιερώσουν χρόνο, πόρους, και να έχουν εξοικειωθεί με την ΑΙ, πριν τη χρησιμοποιήσουν. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποδείχθηκε το θαυματουργό μέσο στο τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο.
Οι Ουκρανοί επωφελούνταν από τη χρήση της, αλλά δεν μπορούσαν να αναστρέψουν την αδυναμία τους σε αριθμό προσωπικού, εξοπλισμού και πολεμοφοδίων, χωρίς να παραγνωρίζεται ο παράγοντας του ηθικού του ουκρανικού προσωπικού.
Τελικά, η αξία της τεχνητής νοημοσύνης έγκειται στο ότι διευκολύνει τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά δεν τον υποκαθιστά. Η ανθρώπινη κρίση παραμένει κυρίαρχη, επί του παρόντος.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής