Προς μια νέα εποχή
Αν και τυπικά ο Αμερικανός πρόεδρος ανέλαβε καθήκοντα πολύ πρόσφατα, η επιστροφή του ήταν ήδη απειλητική σε πολλές από τις συζητήσεις, που ήταν σε εξέλιξη αυτές τις μέρες στο Νταβός της Ελβετίας.
Είναι ένας απελευθερωμένος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μίλησε εικονικά στο Παγκόσμιο Φόρουμ της Ελβετίας, όπου κάθε χρόνο συγκεντρώνεται η ελίτ της παγκόσμιας οικονομίας και χρηματοδότησης.
Ο μεγιστάνας είπε, ότι θα ζητήσει από τη Σαουδική Αραβία και τον ΟΠΕΚ να μειώσουν τις τιμές του πετρελαίου, υποστηρίζοντας ότι, εάν η τιμή του πετρελαίου μειωνόταν, ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα «τελείωνε αμέσως», διότι μια δραστική μείωση των ρωσικών εσόδων δεν θα επέτρεπε τη συνέχιση της ρωσικής επιθετικότητας, τουλάχιστον στην τρέχουσα κλίμακα.
Σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα των δασμών, ο Τραμπ παρέμεινε μάλλον ασαφής, τονίζοντας ότι με το μέτρο αυτό θα αυξηθούν έντονα τα δημόσια έσοδα, τα οποία θα επιτρέψουν μείωση του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ. Παράλληλα, σε συνδυασμό με τη μείωση των φόρων θα υπάρξει ισχυρό κίνητρο για ξένες εταιρείες να επενδύσουν στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα νέες θέσεις εργασίας.
«Για όλους τους άλλους θα υπάρχει ένας «δασμός» για πληρωμή, τόνισε ο μεγιστάνας.
Μπορεί να σημειωθεί, ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος υπόγραψε, εκτελεστικά διατάγματα, μεταξύ άλλων, κατά των περιβαλλοντικών κανονισμών που εισήγαγε ο Μπάιντεν, για την απόσυρση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, για την απόλυση πολλών γενικών επιθεωρητών της δημόσιας διοίκησης, ενώ ανακοίνωσε την επιβολή δασμών 25% σε αγαθά από τον Καναδά και το Μεξικό, μέχρι το τέλος του μήνα.
Οι παγκόσμιες ελίτ που συγκεντρώθηκαν στο Νταβός γνωρίζουν καλά ότι το οικονομικό κλίμα αλλάζει στη διεθνή σκηνή: «Η συνεργατική παγκόσμια τάξη που φανταζόμασταν πριν από 25 χρόνια δεν έχει μετατραπεί σε πραγματικότητα», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της στην ολομέλεια του φόρουμ, παραδεχόμενη ότι «αντ 'αυτού, έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή σκληρού γεωστρατηγικού ανταγωνισμού».
Σε αντίθεση με τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, η φον ντερ Λάιεν υπερασπίστηκε την κεντρική θέση της συμφωνίας του Παρισιού στην πολιτική της ΕΕ για το κλίμα, και υπογράμμισε τις πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ένωση με το Μεξικό και τη Mercosur ανοίγοντας την αγορά της Ν. Αμερικής.
Και, για να στείλει ένα ακόμη μήνυμα, έτεινε το χέρι της στην Κίνα: «Το 2025 σηματοδοτεί 50 χρόνια διπλωματικών σχέσεων της Ένωσής μας με την Κίνα. Το βλέπω ως ευκαιρία να συνεργαστούμε και να εμβαθύνουμε τη σχέση μας, όπου είναι δυνατόν. Επίσης να επεκτείνουμε τους εμπορικούς και επενδυτικούς δεσμούς μας».
Η Ευρώπη μεταξύ πραγματισμού και φόβων
Εσωτερικά, ωστόσο, η Ένωση είναι διχασμένη σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του «ζητήματος Τραμπ». Ενώ ορισμένοι ηγέτες επικρίνουν ανοιχτά τον μεγιστάνα και τις ρηξικέλευθες τάσεις του, άλλοι φαίνονται περισσότερο διατεθειμένοι να μετριάσουν τον τόνο στο όνομα μιας realpolitik, η οποία θα υπαγόρευε να αποφευχθεί μια αντιπαράθεση με την κύρια παγκόσμια υπερδύναμη.
Έτσι, ενώ ο Ντόναλντ Τουσκ, πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και νυν πρωθυπουργός της Πολωνίας, κάλεσε την Ευρώπη να «σηκώσει το κεφάλι», ο Όλαφ Σολτς, ο παραιτηθείς Γερμανός καγκελάριος ο οποίος συμμετέχει σε μια δύσκολη προεκλογική εκστρατεία, πριν από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, διευκρίνισε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο στενότερος σύμμαχός μας εκτός Ευρώπης και θα κάνω ό, τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσω, ότι θα παραμείνει έτσι».
Μεταξύ άλλων, ωστόσο, ήταν ο Ισπανός πρωθυπουργός, ο οποίος είπε τα πιο σκληρά λόγια εναντίον του Τραμπ και του Ίλον Μασκ, υποκινώντας το μπλοκ των 27 να «υπερασπιστεί τη δημοκρατία» από την «τεχνοκρατία της Silicon Valley», η οποία «προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της στα κοινωνικά δίκτυα, προκειμένου να ελέγξει τη δημόσια συζήτηση και, κατά συνέπεια, την κυβερνητική δράση».
Αυτό που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, δεν είναι τίποτα λιγότερο από «μια υπαρξιακή πρόκληση» ακόμη και για την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Ο Επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ, Βάλντις Ντομπρόβσκις, ακολούθησε επίσης την ίδια γραμμή: «Οι ΗΠΑ είναι ένας σημαντικός στρατηγικός εταίρος – είπε – αλλά είναι σαφές, ότι είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τις αξίες και τα συμφέροντά μας εάν χρειαστεί».
Κίνδυνος για τις ΗΠΑ και την ΕΕ
Επιστρέφοντας στις εμπορικές σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, ήταν η φον ντερ Λάιεν - αλλά δεν είναι η μόνη - που τόνισε πόσα έχουν να χάσουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση μιας σύγκρουσης: «Καμία άλλη οικονομία στον κόσμο δεν είναι τόσο ολοκληρωμένη όσο η δική μας. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες απασχολούν 3,5 εκατομμύρια Αμερικανούς. Και άλλο ένα εκατομμύριο αμερικανικές θέσεις εργασίας εξαρτώνται άμεσα από το εμπόριο με την Ευρώπη. Από όλες τις αμερικανικές δραστηριότητες στο εξωτερικό, τα δύο τρίτα βρίσκονται στην Ευρώπη. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες προμηθεύουν περισσότερο από το 50% του υγροποιημένου αερίου μας. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ μας είναι 1,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Και μαζί, η ΕΕ και οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 30% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών. Διακυβεύονται πολλά και για τις δύο πλευρές».
Μια διαφαινόμενη δυναμική
Ο Τραμπ υπόσχεται να επιβάλει μάλλον υψηλούς δασμούς σε «φίλους» (Καναδάς 25%, Μεξικό 25%, Ευρωπαϊκή Ένωση (?)- αν και ήδη φορολογούνται οι εξαγωγές χάλυβα με 25 % και αλουμινίου 10% - και «εχθρούς» (Κίνα 10% ). Για την τελευταία το θέμα ίσως επανεξετάζεται, μετά την συνομιλία του Τραμπ με τον Σι.
Κατά πάσα πιθανότητα, όσες χώρες πληγούν από τους αμερικανικούς δασμούς, θα απαντήσουν με δασμούς επί των εισαγομένων αμερικανικών προϊόντων και η πρακτική αυτή θα γενικευθεί. Όπως διάφορες μελέτες και εμπειρικά δεδομένα έχουν δείξει, ένας πόλεμος δασμών οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού, μείωση της ανάπτυξης και ύφεση, με αποτέλεσμα την οικονομική κρίση και άνοδο στην εξουσία αυταρχικών καθεστώτων. Μια τέτοια κατάσταση προηγήθηκε του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Η ομάδα Τραμπ επιθυμεί να διασφαλίσει την ισχύ των ΗΠΑ, διαβλέποντας μια αντιπαράθεση με την Κίνα, σε βάθος χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην αμερικανική ήπειρο, ελέγχοντας το Μεξικό και τον Καναδά αρχικά. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο κόλπος του Μεξικού μετονομάσθηκε ήδη σε κόλπο της Αμερικής.
Στο ίδιο γεωπολιτικό πλαίσιο εντάσσονται οι προθέσεις ελέγχου της διώρυγας του Παναμά και η προσάρτηση της Γροιλανδίας, όχι μόνο για αμυντικούς λόγους απέναντι στη Ρωσία, στην περίπτωση της δεύτερης, αλλά και προς εξασφάλιση ελέγχου της πλοήγησης μέσω αρκτικών διαύλων. Ήδη, η Ρωσία λειτουργεί στόλο 16 παγοθραυστικών τάνκερς μετασκευασμένων για τη μεταφορά LNG. Είναι ενδιαφέρον, ότι η συντήρησή τους γίνεται σε λιμάνια της Δανίας και στη Βρέστη.
Ας σημειωθεί, ότι ο Τραμπ, μεταξύ άλλων δήλωσε, ότι είναι αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί τα αποθέματα υδρογονανθράκων της χώρας του και να την καταστήσει κυρίαρχη στο πεδίο της ενέργειας, υπογραμμίζοντας το γεωπολιτικό βάρος των ΗΠΑ.
Η ρύθμιση του ουκρανικού, εμπίπτει επίσης ως προαπαιτούμενο στον σχεδιασμό μιας δυνητικής αντιπαράθεσης με την Κίνα, όπως και η δημιουργία ευρωπαϊκής αμυντικής αυτάρκειας έναντι της Ρωσίας, με αύξηση των αντίστοιχων δαπανών των κρατών μελών σε 5% επί του ΑΕΠ. Παράλληλο βέβαια θα είναι και το οικονομικό όφελος των ΗΠΑ, από τις εξαγωγές οπλισμού στις χώρες της Ένωσης. Επιπλέον όμως, μια ισχυρή αμυντικά Ευρώπη θα διασφάλιζε γεωπολιτικά και τις ΗΠΑ, δημιουργώντας ένα αντίβαρο κατά των βλέψεων της Μόσχας, σε μια ζωτική για την διατλαντική Δύση περιοχή.
Η Ρωσία αντιμετωπίζει θετικά τις πρωτοβουλίες Τραμπ για μια εκεχειρία, και τον προσκαλεί στη Μόσχα (Απρίλιο), με την ευκαιρία του εορτασμού της νίκης στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνάντηση με τους ηγέτες Κίνας και Ινδίας, υπαινισσόμενη τη δυνατότητα μιας νέας Γιάλτας. Είναι ενδιαφέρον, ότι πρόσφατα, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Ρούμπιο, πάγωσε τη βοήθεια των ΗΠΑ προς το εξωτερικό προς επανεξέταση, εκτός των περιπτώσεων του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Δεν έχει αναφερθεί η Ουκρανία.
Ο υπαρξιακός κίνδυνος για την ΕΕ είναι μεγάλος, όπως εκτίμησε η Λαγκάρντ, καθώς ΗΠΑ και Ρωσία την προσπερνούν ως θεσμό, προκειμένου του Ουκρανικού θέματος, ενώ προσπαθούν να αποκομίσουν οικονομικά ή γεωγραφικά οφέλη αντίστοιχα.
Εκ παραλλήλου, υποστηρίζουν ευρωσκεπτικιστικές τάσεις, ενισχύοντας αντίστοιχες κυβερνήσεις και κόμματα, που υποθάλπουν τον κατακερματισμό των κοινοτικών πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτών των κινδύνων, η φον ντερ Λάιεν ζήτησε εμβάθυνση των σχέσεων με την Κίνα, όπως προαναφέραμε.
Ως προς τη Μ. Ανατολή, είναι ισχυρό το ενδεχόμενο ο Τραμπ, κατά το προηγούμενο των συμφωνιών του Αβραάμ (2020), να επιδιώξει ειρηνευτικές λύσεις, με μεγάλο ερωτηματικό όμως, την θέση των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν, δεδομένων των ανησυχιών του Ισραήλ.
Τα συντηρητικά αραβικά καθεστώτα θα επιθυμούσαν την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, λύση του Παλαιστινιακού - αν ομονοούσαν Φατάχ και Χαμάς - και βελτίωση των σχέσεων τους με το Ισραήλ. Η Σ. Αραβία, σε μια χειρονομία προσέγγισης του Τραμπ, ήδη ανάγγειλε πρόγραμμα επενδύσεων στις ΗΠΑ της τάξης των $600 δισ.
«Τα τελευταία 25 χρόνια, η Ευρώπη βασίστηκε στην αυξανόμενη παλίρροια του παγκόσμιου εμπορίου, για να επιτύχει την ανάπτυξή της Βασιζόταν στη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και έχει πολύ συχνά αναθέσει τη δική της ασφάλεια εκτός των κρατών μελών της. Αλλά αυτές οι μέρες έχουν τελειώσει», προειδοποίησε η φον ντερ Λάιεν.
«Οι κανόνες εμπλοκής μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων αλλάζουν. Δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτα δεδομένο» τόνισε η πρόεδρος της Επιτροπής, προδιαγράφοντας μια νέα εποχή.