Κλείσιμο

Η εισαγγελέας Σπυριδωνίδου και η δικαιοσύνη

Η γενική κατάσταση του ελληνικού δικαστικού συστήματος προβληματική και με χρόνιες παθογένειες, θα ήταν πολύ χειρότερη όμως, αν δεν υπήρχαν οι αφανείς δικαστικοί και εισαγγελείς που σώζουν την παρτίδα.

Για τις προβληματικές πτυχές στη λειτουργία της δικαιοσύνης γράφονται - και γράφω- κατά καιρούς πολλά και δικαίως, αφού άπειρες φορές καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων, λανθασμένες κρίσεις και αποφάσεις που δεν υπηρετούν την ευθυδικία, προσφέρονται για επικρίσεις στο δικαστικό μας σύστημα.

Η δικαιοσύνη στη χώρα μας άλλωστε, με ευθύνη κυρίως της πολιτείας, αλλά και οι δικαστές έχουν το δικό τους μερίδιο, καταγράφει αποδόσεις που μας κατατάσσουν στη ντροπιαστική 146 θέση διεθνώς, στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα σε εμπεριστατωμένο πόρισμα της κατέληξε πρόσφατα, πως στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, απαιτούνται 1711 ημέρες για να εκδοθεί μια δικαστική απόφαση!

Η γενική κατάσταση του ελληνικού δικαστικού συστήματος προβληματική και με χρόνιες παθογένειες, θα ήταν πολύ χειρότερη όμως, αν δεν υπήρχαν οι αφανείς δικαστικοί και εισαγγελείς που σώζουν την παρτίδα.

Εκείνοι, που αθόρυβα επιτελούν έργο τεράστιο, εργαζόμενοι σκληρά για να καλύψουν τα κενά και τις παθογένειες ενός ολόκληρου συστήματος που δυστυχώς, έτσι όπως λειτουργεί, ευνοεί εκείνους που είναι μέτριοι και εκείνους που κινούνται σε άλλους ατραπούς, πλην της σκληρής προσήλωσης στα απαιτητικά δικαστικά καθήκοντα.

Για αυτό η δημόσια αγόρευση μιας άγνωστης, στο ευρύ κοινό εισαγγελέως, της Ευαγγελίας Σπυριδωνίδου, που χειρίστηκε τη δύσκολη και απαιτητική υπόθεση της δολοφονίας του τελευταίου παιδιού της Ρούλας Πισπιρίγκου, προσφέρεται μόνον για έπαινο και δίνει στους πολίτες την ικανοποίηση, ότι δεν είναι λίγοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς, που τιμούν το καθήκον τους και κάνουν σωστά τη δουλειά τους.

Η συγκεκριμένη εισαγγελέας εργάστηκε σκληρά και μεθοδικά, αυτό φάνηκε από την εμπεριστατωμένη αγόρευση της επί 11 ώρες, καθώς δεν άφησε τίποτα χωρίς αξιολόγηση, σε μια δίκη που κράτησε ένα χρόνο, και ήταν κυρίως δίκη ιατρικών προσεγγίσεων και επιστημονικών δεδομένων.

Η αγόρευση της υπήρξε παράδειγμα συστηματικής εργασίας και αντικειμενικής εκτίμησης όλων των παραμέτρων μιας σκοτεινής υπόθεσης, που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη.

Η περίπτωση της συγκεκριμένης εισαγγελέως, ίσως προσφέρεται για προβληματισμό στο πεδίο του ποιοι οφείλουν να αξιοποιούνται και να προάγονται στη δικαιοσύνη, προς όφελος της απόδοσης της και των δικαζόμενων πολιτών.