Η άλλη όψη της απολιγνιτοποίησης

Παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, το οικονομικό χάσμα με τους δυτικούς εταίρους είναι υψηλό

 Ο κ. Gwede Mantashe, Υπουργός Ορυκτών  Πόρων της Νότιας Αφρικής, μιλώντας στη Διάσκεψη για το κλίμα στην Αίγυπτο το 2022, τόνισε: «Η ήπειρός μας είναι υπεύθυνη μόνο για το 1%  της ζημίας που έχει γίνει στο κλίμα και πιστεύουμε ότι οι πιο εκβιομηχανισμένες χώρες, που είναι οι πιο αναπτυγμένες, πρέπει να τηρήσουν τη δέσμευση που έχουν αναλάβει». (The New York Times 10.11.22).

Η δέσμευση, στην οποία αναφέρθηκε, αφορά την υπόσχεση, που έδωσαν οι πλούσιες χώρες προς τη Νότια Αφρική, στη Διάσκεψη Κορυφής για το κλίμα στη Σκωτία το 2021, ότι θα βοηθήσουν με 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια τη Νότια Αφρική, για να δεχτεί να εγκαταλείψει τον εγχώριο άνθρακα. Η Νότια Αφρική είναι η πιο εκβιομηχανισμένη και διαφοροποιημένη οικονομία της Αφρικανικής ηπείρου. Το 80% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας παράγεται από άνθρακα. Στην Ελλάδα, το 70% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγονταν από τον εγχώριο λιγνίτη.

Δύο χρόνια αργότερα, το 2024, σε Ευρωπαϊκή χώρα, συμπαθής πολιτικός, με έκδηλη ευχαρίστηση, ανακοίνωνε τη συντόμευση κατά τρία χρόνια της πλήρους εγκατάλειψης του άνθρακα ως καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή. Άλλες αξιολογήσεις, άλλες αντιλήψεις για το τι είναι καλό ή λιγότερο καλό για τους πολίτες της χώρας τους.

Οι εκβιομηχανισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, για την εκβιομηχάνισή τους στηρίχθηκαν στον άνθρακα. 

Το ότι η καύση του άνθρακα δημιουργεί εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ήταν γνωστό και δεν αποτελεί σημερινή ανακάλυψη. Το 1900, περισσότερο από το 90% των εκπομπών παράγονταν στις βιομηχανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Ακόμη και τη δεκαετία του 1950, οι εκβιομηχανισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ ευθύνονταν για περισσότερο από το 85% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων ρύπων.

Όταν, μετά το 1950, μία σειρά από άλλες χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, αρχίζουν να διεκδικούν πιο ενεργό ρόλο στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης  και της οικονομικής ανάπτυξης, ξεκινούν, από τη Δύση κυρίως, οι ανησυχίες για την ατμοσφαιρική ρύπανση, για τις επιπτώσεις στη θερμοκρασία και στο κλίμα κλπ.

Η δεκαετία του 1950 συμπίπτει  με την απόφαση της Ελλάδας, να προχωρήσει στην εκμετάλλευση των σημαντικών λιγνιτικών κοιτασμάτων της, που παρέμεναν ανεκμετάλλευτα, για να γίνει δυνατή η παραγωγή  φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι τότε, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, όπου υπήρχε, ήταν σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα.

Παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, το οικονομικό  χάσμα με τους δυτικούς εταίρους είναι υψηλό. Με βάση τα στοιχεία της World Bank για το 2023, το μέσο ανά κεφαλή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδας είναι στο 36,8% της Ολλανδίας, στο 43,0% του Βελγίου, στο 43,6% της Γερμανίας, στο 51,7%  της Γαλλίας, στο 33,8 της Δανίας.

Με αυτά τα δεδομένα, δε θα ήταν παράλογη μια συμφωνία, για την παραχώρηση στη χώρα μας, που εξακολουθεί να υφίσταται τις συνέπειες της μεγάλης οικονομικής θύελλας της περασμένης δεκαετίας, μιας ικανού μήκους μεταβατικής περιόδου στην εκμετάλλευση του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή, χωρίς τους γνωστούς φόρους που ακυρώνουν το κοστολογικό του πλεονέκτημα.

Αυτό δεν έγινε, και γοητευμένοι ίσως από τις επαγγελίες για επερχόμενο ανταγωνισμό που θα έριχνε τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας,  πιστέψαμε – όσοι πίστεψαν – ότι η εγκατάλειψη του εγχώριου λιγνίτη, δεν θα είχε πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες.

Η αυταπάτη διαλύθηκε, όταν έγινε κατανοητό ότι ο τρόπος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού, μετά την «μεταρρύθμιση», οδηγεί σε τιμές και  λογαριασμούς, που χωρίς κρατικές επιδοτήσεις, δεν μπορούν να πληρωθούν.

Μήπως η προσέγγιση του κ. Mantashe, στη διάσκεψη για το κλίμα το 2022, είναι πιο αξιοπρόσεκτη ;