Γερμανικές εκλογές, οι δυνάμεις στο πεδίο

Οι γερμανικές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου πλησιάζουν. Ένας κρίσιμος συσχετισμός για την εσωτερική πολιτική ισορροπία της χώρας προβάλει, με την άνοδο των ακραίων κομμάτων

Οι γερμανικές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου πλησιάζουν.

Ένας κρίσιμος συσχετισμός για την εσωτερική πολιτική ισορροπία της χώρας προβάλει, με την άνοδο των ακραίων κομμάτων. Ειδικά το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, θα μπορούσε να καθορίσει τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Αλλά και η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα, υπό το βάρος της βιομηχανικής κρίσης.

Οι διεθνείς βεβαιότητες στις οποίες βασίστηκαν τα δεκαέξι χρόνια καγκελαρίας της Μέρκελ, η φθηνή ενέργεια από τη Μόσχα και οι ανεμπόδιστες εξαγωγές προς το Πεκίνο, έχουν παρέλθει. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία, η Κίνα και η νέα διοίκηση Trump θέλουν να αλλάξουν το status quo της παγκόσμιας τάξης.

Η Γερμανία δεν μπορεί να αντέξει την αδράνεια, ούτε για τον εαυτό της, ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Η σημερινή εικόνα

Η πλειοψηφία η οποία θα προκύψει από τις κάλπες στις 23 Φεβρουαρίου, θα έχει το επαχθές καθήκον να επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά, τόσο οικονομική όσο και πολιτική. Όμως, περισσότερο από κάθε τι άλλο, θα έχει ίσως την τελευταία ευκαιρία, να αντιμετωπίσει την άνοδο στην εξουσία ενός κόμματος, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, το οποίο έχει τις ρίζες του στη μισαλλοδοξία.

Οι ενδείξεις είναι, ότι σε αυτές τις εκλογές, το κίνημα υπό την προεδρία της Alice Weidel έχει την ευκαιρία να εισέλθει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Χριστιανοδημοκράτες του CDU/CSU στο 29%, το AfD στο 22%. Ακολουθούν οι Πράσινοι με 12%, οι Φιλελεύθεροι του FDP με 4%, το Die Linke και το νέο κίνημα της ριζοσπαστικής αριστεράς (BSW) με επικεφαλής τη Sahra Wagenknecht και τα δύο στο 6%. Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει, ότι είναι αντίθετος σε οποιαδήποτε επίσημη συμμαχία με το AfD. Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως, στα τέλη Ιανουαρίου να προσπαθήσει να πείσει την Bundestag να εγκρίνει τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών με τις ψήφους της ακροδεξιάς.

Μέχρι σήμερα, κατά πάσα πιθανότητα, οι συνασπισμοί θα εξαρτηθούν από τα τέσσερα κεντρώα κόμματα - CDU/CSU, SPD, FDP και Πράσινοι.

Σύμφωνα με αναλυτές, τα προεκλογικά προγράμματα υπογραμμίζουν την απόσταση η οποία υπάρχει μεταξύ των κομμάτων και τη δυσκολία την οποία θα είχαν να κυβερνήσουν συνασπιζόμενα, ανεξάρτητα από τη σχετική πλειοψηφία, η οποία θα προκύψει μετά την ψηφοφορία.  

Εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας

Κατ’ αρχάς, όλα τα μέρη έχουν επίγνωση της ανάγκης να ενισχύσει η Γερμανία την Ομοσπονδιακή Άμυνα (Bundeswehr) και να αναλάβει το καθήκον της εγγύησης της ασφάλειας της χώρας. Στο παρασκήνιο, φυσικά, κυριαρχεί ο πόλεμος στην Ουκρανία (το Κίεβο απέχει λιγότερο από 1.500 χιλιόμετρα από το Βερολίνο).

Περισσότερο φιλοευρωπαίοι εμφανίζονται οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι. Και τα δυο κόμματα πιστεύουν στην ανάγκη πολλαπλασιασμού των σχεδίων συνεργασίας σε επίπεδο ΕΕ. 

Αν και τα περισσότερα κόμματα επιθυμούν την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, η σχέση με το ΝΑΤΟ θεωρείται προνομιακή, παρά τον φόβο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την ήπειρο. Το CDU/CSU θέλει να επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία· οι Πράσινοι επιμένουν στη μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης· οι σοσιαλδημοκράτες θα ήθελαν να ενσωματώσουν τις εθνικές στρατιωτικές μονάδες σε πολυμερείς δομές (κατά το πρότυπο της γαλλογερμανικής ταξιαρχίας, η οποία σταθμεύει στο Müllheim της Βάδης-Βυρτεμβέργης από το 1989).

Η σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει σημαντική για τα τέσσερα κεντρώα κόμματα, αλλά υπάρχουν μικρές διαφορές στον προσανατολισμό. Για τους Χριστιανοδημοκράτες, η Ουάσιγκτον είναι «βασικός εταίρος» της Γερμανίας. Για τους Σοσιαλδημοκράτες, η χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι «ο στενότερος εταίρος εξωτερικής πολιτικής», ενώ, για τους οικολόγους, «είναι ένας αξιόπιστος εταίρος». Οι Φιλελεύθεροι εμφανίζονται περισσότερο επιφυλακτικοί και υποστηρίζουν, ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν σε μια εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά παροτρύνουν τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη στον τομέα της ασφάλειας.

Στο ουκρανικό μέτωπο, από την άλλη πλευρά, οι διαφορές αναδεικνύονται σαφώς.

Ενώ το CDU/CSU, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι δηλώνουν, ότι θέλουν να υποστηρίξουν το Κίεβο με κάθε κόστος, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι πολύ πιο προσεκτικοί. Στο πρόγραμμά του, το SPD υπόσχεται να υποστηρίξει τη χώρα με όπλα και άλλη βοήθεια «με αναλογικό και συνετό τρόπο». Επαναλαμβάνει, ότι δεν θέλει να μεταφέρει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς Taurus στην Ουκρανία.

Τα άλλα κεντρώα κόμματα, από την άλλη πλευρά, συμφωνούν να παρέχουν αυτό το είδος όπλων. Ενώ οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι είναι υπέρ της εισόδου της Ουκρανίας τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ, το CDU/CSU συμφωνεί η Ουκρανία να ενταχθεί στην δομή της κοινότητας, αλλά δεν σχολιάζει μια ενδεχόμενη είσοδο της στο ΝΑΤΟ ή τον στρατιωτικό οργανισμό της ευρωπαϊκής άμυνας.

Όσον αφορά την πολιτική ασφάλειας, και τα τέσσερα κεντρώα κόμματα, τα οποία κατέρχονται στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, πιστεύουν στην ανάγκη διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να συμπεριλάβει τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Στόχος είναι η ενσωμάτωση τους και η ενίσχυση της ευρύτερης γειτονίας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η επιρροή της Κίνας, της Ρωσίας και της Τουρκίας.

Τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο και οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι επιθυμούν οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής στις Βρυξέλλες να λαμβάνονται πλέον όχι ομόφωνα, αλλά με ειδική πλειοψηφία, γεγονός το οποίο θα ενίσχυε μια δυνητική επικράτηση των γερμανικών θέσεων, δεδομένης της αυξημένης πειθούς του Βερολίνου μεταξύ των εταίρων. Οι Χριστιανοδημοκράτες δεν εκφράζονται επ' αυτού.

Από την άλλη πλευρά, όλοι συμφωνούν για μεγαλύτερη βιομηχανική συνεργασία στον τομέα της άμυνας.

Και η οικονομία;

Η Γερμανία έκλεισε το 2024 σε ύφεση, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Οι λόγοι για τις δυσκολίες της Γερμανίας είναι γνωστοί. Η βιομηχανία έχει χάσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ρωσικού φυσικού αερίου και έχει να αντιμετωπίσει μια πολύ πιο επιθετική κινεζική επιχειρηματικότητα, παράλληλα με την αβέβαιη διεθνή κατάσταση, η οποία εμποδίζει τις επενδύσεις και επιβαρύνει τη ζήτηση.

Υπάρχουν διαφορές στα προγράμματα των τεσσάρων κεντρώων κομμάτων, αλλά κανένα από τα τέσσερα δεν αντιμετωπίζει με σαφήνεια τα ζητήματα τα οποία βρίσκονται υπό συζήτηση.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα αφορά την τιμή της ενέργειας και την εξωτερική εξάρτηση για την προμήθειά της. 

Το CDU/CSU και το FDP θέλουν να αναβιώσουν το πυρηνικό πρόγραμμα, το οποίο διακόπηκε από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ στον απόηχο της καταστροφής της  Φουκουσίμα το 2011. Οι Πράσινοι και οι Σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη πλευρά, υπόσχονται να μειώσουν το κόστος κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, προτείνοντας την εφαρμογή δημόσιων επιδοτήσεων.

Ως προς τη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και τα τέσσερα κόμματα υποστηρίζουν τη μείωση των φόρων εισοδήματος. Όμως, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι υπόσχονται να μειώσουν τους φόρους στις επιχειρήσεις, τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας, προτείνοντας νέες ειδικές επιδοτήσεις.

Επιπλέον, τα τέσσερα κόμματα διαβεβαιώνουν, ότι θέλουν να μειώσουν την υπερβολική γραφειοκρατία και να τονώσουν την καινοτομία. Και για τις δύο προτάσεις ωστόσο, χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες και διευκρινίσεις.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου επιχειρηματικότητας, που δημοσιεύθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου, το κόστος των προτάσεων θα μπορούσε να κυμανθεί μεταξύ 30 δισεκατομμυρίων σύμφωνα ως προς το SPD και 138 δισεκατομμυρίων ως προς το FDΡ. Η διαφορά αντιλήψεων είναι προφανής.

Ακόμη είναι ανασταλτικός για την ανάπτυξη, ο κανόνας για τον περιορισμό του δημοσίου δανεισμού – και του έμμεσου, μέσω αυτού, περιορισμού της χρηματοδότησης νέων επενδύσεων - το περίφημο «φρένο». Αυτός ο συνταγματικός κανόνας  υποχρεώνει την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση να περιορίζει τον νέο δανεισμό στο 0,35% του ΑΕΠ, ετησίως.

Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Merz δεν απέκλεισε την αλλαγή του κανόνα αυτού, πράγμα το οποίο απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων των βουλευτών, κάτι το οποίο δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί κάτω από τις σημερινές πολιτικές συνθήκες. 

Θα μπορούσε να προστεθεί, ότι και η κεντρική τράπεζα υποστηρίζει την αλλαγή στον περιοριστικό για το δημόσιο χρέος όρο του συντάγματος.

Είναι ενδιαφέρον, ότι σε μια έκθεση στο Ιστορικό Μουσείο στο Βερολίνο, τον Δεκέμβριο,  αφιερωμένη στις ρίζες του Διαφωτισμού, μια έρευνα των επισκεπτών έδειξε, ότι η σαφής πλειοψηφία από τους επισκέπτες ζητούσαν περισσότερες επενδύσεις.

Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, η συνισταμένη των απόψεων εστιάζεται στην ανάγκη επενδύσεων με χρήση του αξιόχρεού της χώρας για δανεισμό προς χρηματοδότησή τους, σε μια χαλαρότερη δημοσιονομικής πολιτική, στην εξασφάλιση πηγών ενέργειας και στην ανάπτυξη της καινοτομίας.

Παράλληλα είναι διακριτή η επιθυμία ισχυροποίησης της γερμανικής θέσης στη λήψη αποφάσεων για τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης,  μέσω της καθιέρωσης της σχετικής πλειοψηφίας, και η ανάγκη μιας αυτάρκους εθνικής και κοινοτικής άμυνας, ενώ η σχέση με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα σημαντική. Επίσης, ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην ανάσχεση των ρωσικών φιλοδοξιών ( εισδοχή της Ουκρανίας σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως επέκταση στα δυτικά Βαλκάνια.)

Τα περισσότερα από τα παραπάνω, είναι τα  προβλήματα και της πλειονότητας των άλλων χωρών της Ένωσης, τα οποία όμως δημιουργούν ένα κοινό παρονομαστή αναφοράς για χάραξη κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών, το συντομότερο. 

Η σκιά των άκρων

Τελικά, δεν είναι εύκολο κάποιος να μην είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς το άμεσο μέλλον της Γερμανίας, κρίνοντας από την ασάφεια και το εύρος των διαφορών των εκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων, τα οποία είναι πιθανότερο να κυβερνήσουν τη χώρα κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.

Τα κόμματα αυτά προσπαθούν να προσελκύσουν ψηφοφόρους, αποφεύγοντας ρηξικέλευθες ή μη δημοφιλείς προτάσεις, καθώς το CDU/CSU στα δεξιά και το SPD στα αριστερά, διακατέχονται από τον εύλογο φόβο, να μην χάσουν ψήφους προς το AfD και το BSW αντίστοιχα.

Έχει ενδιαφέρον μια σύντομη αναφορά στα προγράμματα αυτών των δύο κομμάτων, τα οποία, ας αναφερθεί, έχουν χαρισματικές ηγέτιδες.

Το AfD αντιτίθεται στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, δεν επιθυμεί η Γερμανία να φιλοξενήσει αμερικανικούς πυραύλους, πιστεύει ότι η Ουκρανία πρέπει να είναι ουδέτερη χώρα, και υποστηρίζει τη συμμετοχή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας στην κινεζική πρωτοβουλία «Μια ζώνη ένας δρόμος».

Από την πλευρά του, το BSW τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης των εξαγωγών όπλων, αντιτίθεται στο ΝΑΤΟ και στην ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων, προωθεί την ιδέα μιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας η οποία περιλαμβάνει τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τη Ρωσία και αντιτίθεται στη διεύρυνση της ΕΕ.

Στο πλαίσιο το οποίο προδιαγράφουν τα παραπάνω, οι προσεχείς εκλογές στην Γερμανία αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς δεν διακυβεύεται μόνο το μέλλον της χώρας, αλλά και της Ένωσης γενικότερα, με δεδομένη την γαλλική πολιτική αστάθεια και την νέα δυναμική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

 * Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής