Κλείσιμο

Ευρωπαϊκές ευκαιρίες και προκλήσεις για την ελληνική δημόσια διοίκηση

Η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα μέσα αυτά για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εκτεταμένης διαφθοράς, της ψηφιακής μετάβασης (ιδίως,δε, της ασφάλειας των ψηφιακών συστημάτων της) και της ανάπτυξης διοικητικής ηγεσίας.

Κι ενώ στην άκρη της Νoτιoανατολικής Ευρώπης, η κυβέρνηση ασχολείται με το πως θα μεθοδεύσει «κατι–σαν-μεταρρύθμιση», προκειμένου να διαφυλάξει το άβατο των πελατειακών σχέσεων, καμωνόμενη ότι μεταρρυθμίζει, στην άλλη άκρη της γηραιάς ηπείρου, στις Βρυξέλλες, παρουσιάστηκε η νέα πρωτοβουλία (ComPAact) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αποτελεί ίσως την πιο ολοκληρωμένη πρότασή της για την οριοθέτηση και υποστήριξη του «ευρωπαϊκού διοικητικού χώρου» και, γι’ αυτό αξίζει να την προσέξουμε λίγο περισσότερο. 


Από την Συνθήκη της Λισσαβώνας στην οποία, για πρώτη φορά, τέθηκε ως προϋπόθεση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Ευρώπης –κι όχι μόνον της μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων- η ενιαιοποίηση των ρυθμιστικών πλαισίων και διαδικασιών, πέρασε ικανός χρόνος. Και μπορεί, μεν, το ιδεώδες του «εξευρωπαϊσμού» να μην γοήτευσε τους ευρωπαίους πολίτες που συνέχισαν να προτάσουν την εθνική αντί της κοινοτικής τους ταυτότητας, αλλά δημιουργήθηκε, αργά και σταθερά, η βάση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για την δημόσια διοίκηση. 


Τονίζω το «ευρωπαϊκής» διότι παρ’ όλον ότι μέσα σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες πολλά και φοβερά συνέβησαν, η Ευρώπη εξακολουθεί να προασπίζεται τις αρχές της συμπεριληπτικότητας, την ηγεσίας που στοχεύει στην διατηρήσιμη εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών, την παροχή υψηλής ποιότητας ανθρωποκεντρικών υπηρεσιών, την  ακεραιότητα στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και τη μέγιστη ανοιχτότητα και διαφάνεια στη δράση όλων των επιπέδων διοίκησης (κεντρικό,περιφερειακό,τοπικό).


Η προσπάθεια, όμως, δεν σταματάει στη διατύπωση και τη βερμπαλιστική υπεράσπιση των ευρωπαϊκών πυρηνικών αξιών αλλά αναζητάται ο βέλτιστος τρόπος που θα τους επιτρέψει να ενσωματωθούν στις κοινοτικές δημόσιες πολιτικές. Το ερώτημα για τους σχεδιαστές πολιτικής των Βρυξελλών είναι πως αυτές οι στρατηγικές αρχές θα μετασχηματιστούν σε συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές δράσεις. Εδώ καταλυτικός είναι ο ρόλος της διοικητικής κουλτούρας και των ιδιαιτεροτήτων κάθε κράτους μέλους.


Μια πρόσθετη δυσκολία προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινοτική πολιτική διοικητικών μεταρρυθμίσεων και ο μετασχηματισμός των διαφορετικών εθνικών διοικήσεων μπορεί να πάρει μόνο τη μορφή συγκλινουσών πρακτικών. Σήμερα μπορούμε περισσότερο κι ευκολώτερα απ’ ότι πριν από δύο δεκαετίες, όχι μόνο να μιλάμε για συνεργασία των ευρωπαϊκών δημοσίων διοικήσεων αλλά να συγκρίνουμε παρόμοια αποτελέσματα των κρατών μελών. Πολλά έγιναν για να φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο με κυριότερο τη σταθερή βελτίωση της κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην δημιουργία συναντίληψης των ευρωπαίων δημοσίων λειτουργών για τα μείζονα προβλήματα και τις λύσεις τους. Χάρις στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και των μεταφορών, η  άρση των εμποδίων στην απασχόληση των εργαζόμενων στο Δημόσιο οιουδήποτε κράτους μέλους γίνεται πράξη. 


Πιο σημαντικό όμως κι απ’ αυτό, είναι η κοινή πεποίθηση ότι το περιβάλλον εντός του οποίου οι ευρωπαϊκές διοικήσεις καλούνται να δράσουν έχει χαρακτηριστικά μονιμοκρίσης και πολυκρίσης. Η ανάπτυξη σχεδίων και δράσεων ανάσχεσης των πολλαπλών και πολυειδών κινδύνων και απειλών αποτελεί, πλέον, όρο επιβίωσης για τους πολίτες της Ευρώπης. 


Για να πετύχουν αυτό τον μείζονα στόχο οι ευρωπαίοι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να αναπτύξουν τις πνευματικές, ψυχικές και τεχνικές δεξιότητες τους. Μόνον εάν πετύχουν ένα κοινό modus operandi  μέσω της ανάπτυξης των δεξιοτήτων τους θα μπορέσουν να σχεδιάσουν, να παρακολουθήσουν την εφαρμογή και να αξιολογήσουν επενδύσεις και σχέδια ανάπτυξης που θα επιτρέψουν στην ΕΕ την ασφαλή μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.


Στο ComPAact συντονίζονται χρηματοδοτικά μέσα, ταμεία, πρωτοβουλίες και δράσεις που μέχρι τώρα αναπτύσσονταν στο πλαίσιο διαφορετικών δημόσιων πολιτικών και ταμείων και τίθενται συγκεκριμένοι στόχοι μείωσης των διοικητικών βαρών στους πολίτες και τις επιχειρήσεις (πχ. εξοικονόμηση 64.2 δις ευρώ ετησίως από την βελτίωση της απόδοσης των δημοσίων υπηρεσιών). 
Κάθε κράτος μέλος μπορεί να έχει ένα αξιόλογο σύνολο βοηθειών τόσο σε τεχνογνωσία όσο και σε χρηματοδοτικά μέσα (εκτιμώμενος προϋπολογισμός 1,8 δις ευρώ) εάν αποφασίσει να συγκλίνει με τους καλύτερους. 


Η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα μέσα αυτά για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εκτεταμένης διαφθοράς, της ψηφιακής μετάβασης (ιδίως,δε, της ασφάλειας των ψηφιακών συστημάτων της) και της ανάπτυξης διοικητικής ηγεσίας. Οι Έλληνες δημόσιοι λειτουργοί έχουν δείξει ότι ανταποκρίνονται θετικά στις καινοτομίες, εάν υπάρχει μια πολιτική και διοικητική ηγεσία που σχεδιάζει ένα βιώσιμο πρόγραμμα που υλοποιείται μέσα από από μια παραγωγική όσμωση των δράσεών του μαζί τους.


Μένει η απάντηση στο κεντρικό για την ελληνική δημόσια διοίκηση πρόβλημα: Θα μπορέσει μια κυβέρνηση που μέχρι τώρα δεν χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστικό οίστρο να δρομολογήσει τις μεταρρυθμιστικές αλλαγές, εκμεταλλευόμενη την εξαιρετικά θετική ευρωπαϊκή συγκυρία;