Ανέκαθεν, ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της Ευρώπης ήταν η εδραίωση της επιρροής της στα Βαλκάνια. Και αυτή η τάση δεν είχε μόνο οικονομική διάσταση, αλλά κυρίως σχετιζόταν με την περιφερειακή ασφάλεια. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον χαρακτηρισμό της Βαλκανικής ως πυριτιδαποθήκης της Ευρώπης, ούτε το γεγονός ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε από το Σεράγεβο.
Σήμερα, αν και για διαφορετικούς λόγους, η ενσωμάτωση των Βαλκανίων αποτελεί μια από τις στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ. Και αναφερόμαστε αποκλειστικά στα Δυτικά Βαλκάνια, δεδομένου ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ενταχθεί από το 2007. Όμως, ποιοι είναι οι λόγοι που υποχρεώνουν την ΕΕ ή έστω μια ομάδα ισχυρών χωρών της να επιδιώκει την ένταξη των φτωχών και προβληματικών Δυτικών Βαλκανίων;
Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι η επιρροή της Ρωσίας. Ιδιαίτερα στις ορθόδοξες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, η ρωσική επιρροή είναι πολύ ισχυρή και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, όπως προπαγάνδα μέσω ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και εντύπων, στήριξη φιλικών προς τη Μόσχα κυβερνήσεων και οικονομικών παροχών. Σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας (Rebuplika Srpska) και ο σλαβικός πληθυσμός των Σκοπίων.
Ένας άλλος εξίσου σημαντικός λόγος είναι η ανάσχεση της οικονομικής επιρροής της Κίνας. Έχει τεθεί άλλωστε το ερώτημα: Ποιος θα φτάσει συντομότερα στο Βελιγράδι, η Κίνα ή η ΕΕ; Είναι γνωστό ότι τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν τμήμα του “Νέου Δρόμου του Μεταξιού”, του κινεζικού δηλαδή μεγαλεπήβολου σχεδίου “Belt and Road Initiative”, που αποσκοπεί στην ταχεία μεταφορά φθηνών κινεζικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, το Πεκίνο προβαίνει στην εξαγορά ή κατασκευή έργων υποδομής (λιμάνια, σιδηροδρομικά – οδικά δίκτυα κ.λπ.), με απώτερο σκοπό την προώθηση του κινεζικού εμπορίου. Η ένταξη αυτών, λοιπόν, των χωρών στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα δυσχεράνει την κινεζική επέκταση.
Ο περιορισμός της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής επιρροής. Η Τουρκία, στο πλαίσιο της υλοποίησης των νεο-οθωμανικών οραμάτων του Ταγίπ Ερντογάν, έχει προβεί στην πραγματοποίηση επενδύσεων σε μεγάλο αριθμό χωρών, με έμφαση σε εκείνες που υπερτερεί το μουσουλμανικό στοιχείο (Αλβανία, Κόσοβο, Βοσνία – Ερζεγοβίνη). Όμως, ακόμα και σε χώρες όπως η Σερβία, είναι ορατή η τουρκική επιρροή επί των μουσουλμανικών μειονοτήτων (περιοχή Σαντζάκ). Ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών, αφού ένα μεγάλο μέρος τους διέρχεται μέσω των Βαλκανίων. Ο περιορισμός της τρομοκρατίας. Είναι διαπιστωμένο ότι η τουρκική και αραβική επιρροή στα Βαλκάνια είναι μια από τις βασικές παραμέτρους της ριζοσπαστικοποίησης νεαρών μουσουλμάνων, οι οποίοι ενισχύουν τα δίκτυα τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Η ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην ΕΕ, θα αποδυναμώσει αυτή την πρακτική.
Τέλος, η προσαρμογή των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στο κράτος δικαίου, θα μειώσει τη διακίνηση ναρκωτικών, ανθρώπινων οργάνων και το trafficking προς την Ευρώπη.
Το ερώτημα όμως που δημιουργείται είναι κατά πόσον η ΕΕ είναι έτοιμη να δεχτεί στους κόλπους της τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων; Πράγματι, η Ευρώπη είναι διχασμένη απέναντι σε μια τέτοια προοπτική. Ιδιαίτερα σήμερα, που η ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα του Brexit, αλλά και σε μια εποχή που υπάρχει έντονος ευρωσκεπτικισμός μεταξύ πολλών κρατών – μελών.
Η πρόφαση για τη μη διεύρυνση είναι το γεγονός ότι πολλές από τις χώρες που εισήλθαν τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ, δεν έχουν δημιουργήσει ένα κράτος δικαίου σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο, ούτε έχουν προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις των κρατικών δομών. Όμως, οι αιτίες είναι πάρα πολλές. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων που ανάγονται στη δεκαετία του '90. Τα μίση, οι εφιαλτικές μνήμες, η αναβίωση των εθνικισμών και των μεγαλοϊδεατισμών, οι εκκρεμείς διαφορές, αλλά και η μη οριοθέτηση των συνόρων αποτελούν μερικές από τις βασικές αιτίες για την απροθυμία των Ευρωπαίων να δεχτούν αυτές τις χώρες. Γιατί κανένας Ευρωπαίος δεν επιθυμεί τα τοπικά προβλήματα να γίνουν και δικά του προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες αυτές παρουσιάζουν σημαντική οικονομική υστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι διατεθειμένες να προβούν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, λόγω πολιτικού κόστους. Και τέλος, υπάρχει και το μεγάλο πρόβλημα της διαφθοράς σε πολλές από αυτές τις χώρες, το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκριζωθεί με τη θέσπιση διαταγμάτων. Η εκτεταμένη διαφθορά στις κυβερνήσεις και τις κρατικές δομές και το πελατειακό κράτος αποτελούν τα μεγαλύτερα προβλήματα στην προοπτική της πλήρους ενσωμάτωσης. Και φυσικά δεν αναφερόμαστε σε κάποιες από τις χώρες όπου ανθεί το εμπόριο ναρκωτικών, ανθρωπίνων οργάνων και το trafficking.
Υπάρχει, λοιπόν, προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ; Φυσικά και υπάρχει, όμως ο δρόμος για αυτές τις χώρες είναι ιδιαίτερα μακρύς και κοπιαστικός. Κάποιες από αυτές δε, όπως η Αλβανία, δεν πρέπει να συγχέουν την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ με την ευρωπαϊκή τους προοπτική, αφού οι δύο οργανισμοί έχουν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Έτσι, πρέπει να εργαστούν σκληρά, ώστε αφενός να αποκτήσουν ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό προφίλ, αφετέρου να βελτιώσουν την οικονομία τους. Η δε χώρα μας θα μπορούσε να βοηθήσει αυτές τις χώρες ώστε να επιτύχουν τα προαπαιτούμενα, αυξάνοντας την επιρροή της στην περιοχή.
Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος και υποψήφιος Βουλευτής στον Βόρειο Τομέα της Β' Αθηνών (Β1)