Δασμοί αντί δασμών και ύφεσις αντί υφέσεως 

Τα ευρωπαϊκά αντίμετρα στη στροφή του Τραμπ προς τον προστατευτισμό, βασίζονται, σύμφωνα με αναλυτές, σε τρεις πυλώνες: ενότητα, διαφοροποίηση και εναρμόνιση

Ο Τραμπ ανακοίνωσε μεταξύ άλλων οριζόντιους δασμούς 20% προς τα ευρωπαϊκά προϊόντα οι οποίοι προστίθενται σε εκείνους για τον χάλυβα και το αλουμίνιο και τον ήδη ανακοινωθέντα δασμό 25% στα αυτοκίνητα, ο οποίος προγραμματίστηκε να τεθεί σε ισχύ από 3 Απριλίου.

Η πρόθεση του Αμερικανού προέδρου είναι σαφής. Ο Τραμπ πιστεύει ότι αυτά τα μέτρα θα βοηθήσουν στη διόρθωση των εμπορικών ανισορροπιών των οποίων, κατά τη γνώμη του, οι ΗΠΑ είναι «θύμα» και ότι, ταυτόχρονα, δημιουργούν νέα έσοδα με τα οποία θα αντισταθμισθούν οι φορολογικές περικοπές και θα καλυφθεί το ομοσπονδιακό έλλειμμα.

Η εντύπωση είναι επίσης, ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θεωρεί τους δασμούς μόνο μέτρο εμπορικής πολιτικής, αλλά σκοπεύει επίσης να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης στην εξωτερική πολιτική.

Ο προφανής κίνδυνος είναι, ότι οι πληγείσες χώρες θα απαντήσουν με αντίστοιχα αντίμετρα, προκαλώντας έναν πραγματικό εμπορικό πόλεμο με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

«Αυτή η σύγκρουση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός και δεν είμαστε εμείς αυτοί που την ξεκίνησαν, επανέλαβε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε, αλλά έχουμε ένα ισχυρό σχέδιο για να πάρουμε εκδίκηση αν χρειαστεί».

Αυτοσυγκράτηση

Η πρώτη ευρωπαϊκή αντίδραση στις απειλές του Τραμπ, στην πραγματικότητα ήταν διαλλακτική. Η φον ντερ Λάιεν πρότεινε την αύξηση της αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία έχει ήδη τριπλασιαστεί στα τρία χρόνια του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, και παράτεινε την αναστολή των αντιποίνων για αμερικανικά προϊόντα μέχρι τις 14 Απριλίου, με την ελπίδα να εκτονωθεί η κλιμάκωση. Εξάλλου, στην πρώτη θητεία του Τραμπ, η Ένωση είχε αποθερμάνει τις “εμπορικές εχθροπραξίες” με την υπόσχεση να αγοράσει περισσότερη σόγια και περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ.

Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα φαίνεται να είναι διαφορετικά. Το άνοιγμα των Βρυξελλών στις αγορές φυσικού αερίου – που επικρίθηκε από τους υποστηρικτές της Πράσινης Συμφωνίας, οι οποίοι διαμαρτύρονται για τις επιπτώσεις της αύξησης των εισαγωγών υδρογονανθράκων στην κλιματική αλλαγή – αντιμετωπίστηκε με ένα μείγμα αδιαφορίας και ψυχρότητας από την αμερικανική πλευρά. Η πρόσφατη επίσκεψη του Επιτρόπου Εμπορίου της ΕΕ, Maros Sefcovic στην Ουάσιγκτον δεν απέφερε καρπούς.

«Το μάθημα που πρέπει να πάρουμε», γράφει το Politico, «είναι ότι η προσπάθεια ευθυγράμμισης με τις επιθυμίες του Τραμπ για αποφυγή μέτρων, απλά δεν λειτουργεί». Είναι πολλοί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι οποίοι πιστεύουν, ότι η στρατηγική του Αμερικανού προέδρου είναι πάνω απ' όλα διαπραγματευτική, δηλαδή επιμένει να ανακοινώνει δρακόντεια μέτρα και στη συνέχεια διαπραγματεύεται από θέση ισχύος.

Η στρατηγική της αντιμετώπισης

Τα ευρωπαϊκά αντίμετρα στη στροφή του Τραμπ προς τον προστατευτισμό, βασίζονται, σύμφωνα με αναλυτές, σε τρεις πυλώνες: ενότητα, διαφοροποίηση και εναρμόνιση.

Πρώτον, οι 27 πρέπει να παραμείνουν συμπαγείς, χωρίς να ενδώσουν στις προσπάθειες του μεγιστάνα, ο οποίος επιδιώκει να τους διαιρέσει. Η κοινή τοποθέτησή τους θα δοκιμασθεί από το διαφορετικό μείγμα εξαγωγών, τις οποίες πραγματοποιούν προς την αμερικανική αγορά. Πχ ορισμένοι εταίροι θα ενδιαφέρονταν να διαπραγματευτούν κατά προτεραιότητα τους δασμούς επί των εξαγομένων αυτοκινήτων τους, σε σχέση με άλλους οι οποίοι θα προτιμούσαν μια περισσότερη ισόρροπη διαπραγμάτευση δεδομένων και σημαντικών εξαγωγών γεωργικών προϊόντων τους.

Η αρχή είναι, ότι στην περίπτωση μιας διαπραγμάτευσης, καμία από τις 27 χώρες δεν θα είχε περισσότερο διαπραγματευτικό βάρος από ό,τι όλες μαζί.

Ο δεύτερος πυλώνας έγκειται στη διαφοροποίηση των οικονομικών εταίρων.

Τους τελευταίους μήνες, οι Βρυξέλλες έχουν υπογράψει συμφωνίες με τη Mercosur, το Μεξικό και την Ελβετία και σκοπεύουν να διαπραγματευτούν νέες συμφωνίες και με την Ινδία. Περισσότερες αγορές, στην πραγματικότητα, σημαίνουν λιγότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ για απορρόφηση των εξαγώγιμων, και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς.

Τρίτον, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η Επιτροπή της ΕΕ θέλει, η Ένωση -όπως συνιστάται στις εκθέσεις Draghi και Letta - να εξαλείψει τα εσωτερικά εμπόδια στην ενιαία αγορά, τα οποία επιβαρύνουν τη βιομηχανία τόσο πολύ, αν όχι περισσότερο, από τους δασμούς.

«Τα εμπόδια της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ισοδυναμούν με δασμό 45% για τη μεταποιητική παραγωγή και 110% για τις υπηρεσίες», τόνισε η φον ντερ Λάιεν, επικαλούμενη ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Υπηρεσίες, η αχίλλειος πτέρνα των ΗΠΑ

Μέχρι στιγμής, οι Βρυξέλλες έχουν κινηθεί σύμφωνα με το κλασικό σενάριο εμπορικού πολέμου, απαντώντας στους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο που αποφάσισε ο Τραμπ με ισοδύναμους φόρους σε εμβληματικά προϊόντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, όπως τα τζιν, τα μπέρμπον και η Harley-Davidson.

Αλλά καθώς η Ουάσιγκτον απειλεί να χτυπήσει περαιτέρω την ΕΕ, οι Βρυξέλλες είναι ενδεχόμενο να αποφασίσουν να ανεβάσουν τον πήχη, απαντώντας εκεί όπου η Αμερική κερδίζει πραγματικά χρήματα, στον τομέα των υπηρεσιών, καθιστώντας αυστηρότερους τους κανόνες, οι οποίοι διέπουν τις Big Tech και φορολογώντας τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, ή επιβραδύνοντας την έκδοση αδειών λειτουργίας στην ΕΕ. Οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να αποφασίσουν να στοχεύσουν εταιρείες όπως πχ η Meta, η Google, η Amazon ή η X, καθώς και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του διαμετρήματος πχ της JP Morgan ή της Bank of America και ακόμη, εάν αναγκαστούν, να καταφύγουν στο μέσο κατά του εξαναγκασμού (ACI, Anti-Coercion Instrument, Ε.Κοινοβούλιο 3-10-2023). Το ACI είναι ένα νομικό μέσο επιβολής προστίμων, ως έσχατη λύση, για την καταπολέμηση των οικονομικών απειλών και των αθέμιτων εμπορικών περιορισμών από χώρες εκτός ΕΕ.

«Υπάρχουν βέλη για το τόξο μας» όπως υπενθύμισε η Πρόεδρος της Επιτροπής.

Στοιχεία οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης

Αυτό όμως το οποίο είναι ανησυχητικό, είναι το τίμημα ενός διασταυρούμενου δασμολογικού πολέμου μεταξύ δύο βαθιά ολοκληρωμένων οικονομιών, οι οποίες, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, θα υποστούν και οι δύο επιπτώσεις. Oι δασμοί 20% είναι ένα πλήγμα για όλες τις χώρες συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ΕΕ, ωστόσο, σύμφωνα με πρώτες αδρές εκτιμήσεις, θα υποστεί μείωση του ΑΕΠ δύο φορές περισσότερο (-0,4%) από τις ΗΠΑ (-0,2%) μέχρι το τέλος του 2025. Εντός της Ευρώπης, η Γερμανία είναι η πλέον εκτεθειμένη οικονομία (-0,5% του ΑΕΠ).

Σε περίπτωση ευρωπαϊκών αντιποίνων -αναμένονται στις 14 Απριλίου- η επίπτωση στην ανάπτυξη της ίδιας της Ευρώπης θα είναι ακόμη ισχυρότερη. Ειδικά για τα αυτοκίνητα, τα οποία πλήττονται από πρόσθετο δασμό 25%, η Ευρώπη κινδυνεύει πολύ, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ έχουν υπερτριπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια, από 15 δισ. ευρώ σε 51 δισ. ευρώ. Ένα επίπεδο, τώρα διπλάσιο από αυτό των εξαγωγών προς την Κίνα.

Σε περίπτωση εφαρμογής αντιδασμών, το αποτέλεσμα για την ΕΕ θα ήταν ακόμη εντονότερο και θα μπορούσε να ισοδυναμεί με συρρίκνωση της οικονομίας κατά 0,5% του ΑΕΠ. Μια δραματική προοπτική, μπροστά στην οποία θα δοκιμαζόταν η συμπαγής στάση των Ευρωπαίων εταίρων. Εκτός από την προσπάθεια «επαναπατρισμού» της παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ομάδα Τραμπ έχει την αντίληψη, ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να  δημιουργήσουν αρκετά έσοδα για να καλύψουν το ομοσπονδιακό έλλειμμα. Ενδεχομένως πρόκειται περί πλάνης.

Όσον αφορά τις ελληνικές εξαγωγές προς ΗΠΑ,  έφθασαν τα 2,4 δισ. ευρώ το 2024, ήταν ελαφρά πλεονασματικές και κυρίως αφορούσαν τρόφιμα και ποτά -ελαιόλαδο, ελιές, φέτα, κρασί, κ.ά.- Η επίπτωση του δασμού του 20% θα είναι ιδιαίτερα αισθητή για τους παραγωγούς.

Για άλλη μια φορά, ο Τραμπ βάζει την Ευρώπη σε σταυροδρόμι

Τα αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς θα ήταν σίγουρα ένα περαιτέρω «πλήγμα» για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα έπλητταν ακόμη περισσότερο την Ευρώπη, η οποία εξαρτάται περισσότερο από τις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά το αντίστροφο.

Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ φαίνεται να αντιδρά μόνο στη γλώσσα της δύναμης, και αυτό δείχνει την ανάγκη για μια ισχυρή και άμεση απάντηση και μάλλον θα είναι έτσι.

Πιθανώς, η ελπίδα στις Βρυξέλλες είναι, ότι η ευρωπαϊκή αντίδραση αν είναι αρκετά ισχυρή θα παρακινούσε τον Trump να διαπραγματευτεί. Οψόμεθα.

* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής