Λίγες ώρες πριν ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου, πραγματοποιήθηκε η ιστορική επίσκεψη του Ιταλού προξένου Εμμανουέλε Γκράτσι στο σπίτι του Ιωάννη Μεταξά, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό του ακόλουθο και τον διερμηνέα του. Ο Έλληνας πρωθυπουργός διαισθάνθηκε την εξέλιξη αυτής της συνάντησης πριν καν ξεκινήσει ο διάλογος. Τόσο η ψυχολογία του σώματος όπως την αποτύπωσε αργότερα στις προσωπικές του σημειώσεις ο ίδιος ο Γκράτσι όσο και τα λόγια του Μεταξά μετέφραζαν, πρόδιδαν το αναπόφευκτο επακόλουθο, που δεν ήταν άλλο από την εμπλοκή της Ελλάδος στον πόλεμο.
«Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος», περιγράφει χαρακτηριστικά ο Γκράτσι. «Alors, c' est la guerre!» Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος! Φόβος και αμηχανία υπερίσχυαν ενώ οι διπλωματικοί ελιγμοί και οι επιλογές για ουδετερότητα έμοιαζαν πλέον να έχουν στερέψει. Σε σχετικό παράρτημα του Ημερολογίου του Μεταξά αποτυπώνεται ξεκάθαρα πως δεν υπήρχε χρόνος για καμία διαφορετική απόφαση. «Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις» (ανέκδοτες «Αναμνήσεις», παράρτημα του Ημερολόγιου Μεταξά εκδόσεις Γκοβόστης, τόμος Δ’).
Ο Γκράτσι όπως άλλωστε παραδέχτηκε κι ο ίδιος έψαχνε τρόπο να πείσει τον Μεταξά ώστε να μην γίνει τελικά αυτή η πολεμική σύγκρουση. Ζήτησε λοιπόν, να επιτραπεί στα ιταλικά στρατεύματα να καταλλάβουν στρατηγικές θέσεις στα ελληνικά εδάφη. Ο Μεταξάς σε αυτή την πρόταση απάντησε: «Vous voyez bien que c’ est impossibile» (βλέπετε λοιπόν πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο). Στη συνέχεια, υπενθύμισε στον Γκράτσι πως η Ελλάδα ήθελε να κρατήσει ουδέτερη στάση κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας όμως αποφασισμένη πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει την εθνική της κυριαρχία και την ανεξαρτησία της.
«Vous etes les plus forts…» (είσαστε οι πιο δυνατοί). Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Μεταξά όταν συνόδευε στο κατώφλι της εξόδου από το σπίτι του, τον Ιταλό πρόξενο. Η φωνή του ήταν βαθιά αλλοιωμένη ενώ έδειχνε πως ήταν φανερά λυπημένος. Γνώριζε καλά πως η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να αναμετρηθεί απέναντι στον πανίσχυρο τότε Ιταλικό στρατό. Μάλιστα, ο ίδιος στρατάρχης Παπάγος, φαίνεται εκείνη την περίοδο να δηλώνει χαρακτηριστικά: «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων» ενώ κι ο ίδιος ο Μεταξάς σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά».