Κλείσιμο

Le Figaro κατά Ερντογάν: Ο «νεοσουλτάνος» αναζητά διαρκώς νέους εχθρούς - Μόνη η Τουρκία

Ανικανοποίητος με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ο νεοσουλτάνος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει τώρα να εκδικηθεί τη ναυμαχία της Ναυπάκτου; διερωτάται ο Philippe Gélie, σε σχετικό αφιέρωμα της γαλλικής εφημερίδας Le Figaro. 

Επιπλέον, όπως αναφέρει: «Το ναυτικό του παρελαύνει στην ανατολική Μεσόγειο κανονιοβολώντας, σε μια εποχή που οι εντάσεις με την Ελλάδα βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Οι δύο γειτονικές χώρες, ιστορικοί αντίπαλοι, αγωνίζονται για την εκμετάλλευση πλούσιων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, αναζωπυρώνοντας μια αρχαία διαμάχη, για την έκταση των αντίστοιχων ηπειρωτικών εδαφών τους.  Στα ανοιχτά της Κύπρου, οικονομικά οφέλη και θέματα κυριαρχίας δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. “Η παραμικρή σπίθα θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια καταστροφή”, προειδοποιεί ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών  Heiko Maas».

«Πρόκειται να γίνουμε μάρτυρες του πρώτου πολέμου, δύσκολα νοητό, μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ;», είναι το δεύτερο ερώτημα που θέτει ο αρθρογράφος, προσθέτοντας ότι o Ερντογάν «προκαλεί στους Ευρωπαίους να είναι έτοιμοι να "θυσιάσουν" όσους "μάρτυρες" και αυτός».

Σύμφωνα με τον Gélie, o εθνικιστικός λαϊκισμός ισλαμιστικού τύπου του Τούρκου προέδρου «τον ωθεί συνεχώς να κάνει νέους εχθρούς, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες και Γάλλοι "άπληστοι και ανίκανοι ηγέτες" εμφανίζονται τώρα σε εξέχουσα θέση».

Στη συνέχεια, τονίζει πως ο κατάλογος των κακών του κινήσεων του Ερντογάν αυξάνεται. Σε αυτόν ανήκουν:

- ο μεταναστευτικός εκβιασμός εναντίον της Ευρώπης,
- η κατοχή της βόρειας Συρίας εναντίον των Κούρδων,
- η ένοπλη παρέμβαση στη Λιβύη
- η αγορά ενός ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος, «κάτω από τη μύτη» των Αμερικανών και
- η εσωτερική καταστολή, η οποία οδήγησε χιλιάδες Τούρκους στη φυλακή και κόστισε τη ζωή της  δικηγόρου, Ebru Timtik, μετά από απεργία πείνας 238 ημερών.

Για τη Γαλλία, δεν μπορεί να υπάρξει ισοδυναμία μεταξύ των τουρκικών αδικημάτων και των θαλασσίων αξιώσεων, ενίοτε υπερβολικών, της Ελλάδας, συνεχίζει ο Gélie, προσθέτοντας ότι  ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν «θέλει το ΝΑΤΟ να έχει το θάρρος να μιλήσει στον αυτοκράτορα της Άγκυρας και η ΕΕ να επιδείξει αρκετή αυστηρότητα για να τον συμμορφώσει».

Επιπλέον, εξηγεί πως «στο ντουέτο του με την Καγκελάριο, ο Γάλλος παίζει το χαρτί ενός επιδεικτικού μιλιταρισμού, ενώ η Angela Merkel υποστηρίζει ένα νηφάλιο διάλογο», υπογραμμίζοντας, παράλληλα, ότι «το σχέδιό τους για έξοδο από μία επικίνδυνη κλιμάκωση είναι τερματισμός χωρίς καθυστέρηση των στρατιωτικών προκλήσεων και θέσπιση ενός μορατόριουμ για την εξερεύνηση σε αμφισβητούμενα ύδατα. Κανείς δεν τα έχει πει καλύτερα μέχρι τώρα».

Στο ίδιο αφιέρωμα, ο αρθρογράφος Nicolas Barotte αναφέρει, επικαλούμενος πληροφορίες από διπλωμάτη, ότι το γαλλικό πολεμικό πλοίο Tonnerre, κατευθυνόμενο προς το Λίβανο, για να μεταφέρει γαλλική βοήθεια στη Βηρυτό, έφτασε στον προορισμό του, αφού, μετά από μία κοινή ναυσιπλοΐα με το  Ελληνικό Ναυτικό, η γαλλική φρεγάτα «συνοδεύτηκε ευέλικτα από ένα τουρκικό πλοίο».

«Το επεισόδιο απεικονίζει ακόμη πιο πολύ τις σχέσεις δυσπιστίας που έχουν αναπτυχθεί στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας», τονίζει στη συνέχεια ο δημοσιογράφος, σημειώνοντας, ότι εδώ και μήνες, «οι πεζοναύτες κοιτάζουν και παρατηρούν ο ένας τον άλλον, καθώς η Άγκυρα επιχειρεί την πολιτική τετελεσμένων, διεκδικώντας δικαιώματα επί των πόρων φυσικού αερίου στη νότια Κύπρο και κυκλοφορώντας  πλοία, που παραβιάζουν το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, με αποκορύφωμα των εντάσεων τους τελευταίους μήνες το περιστατικό με τη φρεγάτα Le Courbet». 

Υπενθυμίζει, επίσης, την εν μέρει αποχώρηση της Γαλλίας, μετά από αυτήν την επιθετική κίνηση της Τουρκίας και την διαμαρτυρία της υπουργού Άμυνας Florence Parly στο ΝΑΤΟ ενάντια στη συμπεριφορά αυτού του συγκεκριμένου «συμμάχου», σημειώνοντας ταυτόχρονα, ότι μόνο οκτώ άλλες χώρες της Συμμαχίας ακολούθησαν τη Γαλλίδα υπουργό στην κίνησή της αυτή.

Τον Αύγουστο, το Tonnerre εκμεταλλεύτηκε το πέρασμα του, για να παρατηρήσει τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε το Ορούτς Ρέις, του οποίου η αμφισβητούμενη δραστηριότητα έχει αναζωπυρώσει τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα, «η απόσταση μεταξύ του Ορούτς Ρέις και των πολεμικών πλοίων ενδέχεται να μην επιτρέπει τεχνικά επιχειρήσεις γεωτρήσεων» και σε κάθε περίπτωση, η αξιοποίηση αυτών των πόρων θα πάρει χρόνια ακόμη. Επομένως, η τουρκική επίδειξη δύναμης στη θάλασσα είναι πρωτίστως πολιτική και η Γαλλία, στο όνομα της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου, αντιτίθεται και παίρνει θέση υπέρ της Ελλάδας.

Ωστόσο, καθώς η αποστολή του Ορούτς Ρέις έχει παραταθεί, το τουρκικό ναυτικό αποφάσισε να πραγματοποιήσει αυτή την εβδομάδα ασκήσεις με πραγματικά πυρά, ειδοποιώντας να αποφεύγουν την περιοχή τα ξένα πλοία. «Αυτός ο τύπος στρατιωτικής άσκησης δεν είναι ασυνήθιστος a priori. Αλλά στο πλαίσιο αυτό, εκπέμπει ένα πολιτικό σήμα», εξηγεί ο Hugo Decis, ερευνητής και ειδικός στην Ανατολική Μεσόγειο του IISS.  Η πολεμική προειδοποίηση είναι ξεκάθαρη, αλλά υπάρχει μια διαφορά με την Ελλάδα, η οποία πραγματοποίησε επίσης μια άσκηση στη θάλασσα την περασμένη εβδομάδα. Η Τουρκία είναι μόνη, ενώ η Αθήνα μπόρεσε να εμπλέξει τη Γαλλία, την Ιταλία και την Κύπρο», σημειώνει ο ερευνητής.

Σύμφωνα με το άρθρο, η Ελλάδα εντείνει επίσης τις στρατιωτικές ασκήσεις για να εντυπωσιάσει τον Τούρκο αντίπαλό της και ο κίνδυνος ενός συμβάντος δεν πρέπει να υποτιμάται.

«Στα ανοιχτά των ακτών της Αιγύπτου και του Ισραήλ, με την παρουσία ρωσικών και αμερικανικών πλοίων, η ανατολική Μεσόγειος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη, εξ ου και η σύνεση ορισμένων. Εάν οι Βρετανοί έχουν βάσεις στην Κύπρο, μένουν μακριά από τις εντάσεις, για να προφυλάξουν τους υπηκόους τους στο βόρειο τμήμα του νησιού, που ελέγχεται από την Τουρκία από το 1974. Η Ιταλία, πριν συμμετάσχει στην «Ευνομία», πραγματοποίησε από την πλευρά της μία κοινή άσκηση με την Τουρκία στη θάλασσα… η Ρώμη θέλει να σώσει την αίγα και το λάχανο. Ακριβώς όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες πραγματοποίησαν ασκήσεις με τα τουρκικά πλοία την περασμένη εβδομάδα», καταλήγει ο δημοσιογράφος.