Όταν ο Γκαμπριέλ Λάντο προσήλθε στο γραφείο του διευθυντή του, τον Απρίλιο του 2021, και αντίκρισε το βλέμμα του, μάλλον θα προτιμούσε να κάνει μεταβολή και να αποχωρήσει. Ο Λάντο εργαζόταν ως νέος ερευνητής στο φημισμένο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ Πολύπλοκων Φυσικών Συστημάτων στη Δρέσδη. Ο ίδιος θυμάται ότι εκείνο το βράδυ ο διευθυντής του, ο φυσικός Γιαν Μίχαελ Ροστ, είχε προφανώς μία πολύ κακή μέρα. Η κατάσταση πήρε άσχημη τροπή.
Ο Λάντο ήθελε να μιλήσει για μία δημοσίευση που ετοίμαζε, αλλά δέχθηκε ένα «ακατάσχετο» υβρεολόγιο. Αν και ο Ροστ είχε ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι το άρθρο του βρίσκεται σε καλό δρόμο, ξαφνικά εξαπέλυσε σφοδρή κριτική στον μεταδιδακτορικό συνεργάτη του, χαρακτηρίζοντάς τον «αυτιστικό» και «f****ng useless». Αυτά θυμάται σήμερα ο Λάντο, ο οποίος έχει αποχωρήσει προ πολλού από το Ινστιτούτο. Λέει ότι ο Ροστ ήταν «μαινόμενος», ότι «χτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι και κραύγαζε τόσο πολύ, που έβλεπα το σάλιο του…».
Σε κάθε συνομιλία ο διευθυντής μπορούσε να εκραγεί, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο Λάντο λέει ότι κάθε τόσο δεχόταν φωνές και ταπεινώσεις. Άλλοι πρώην συνεργάτες του Ινστιτούτου περιγράφουν επίσης παρόμοια ξεσπάσματα του διευθυντή.
Απαντώντας σε ερώτημα για τα λεγόμενα του Λάντο, η Εταιρεία Μαξ Πλανκ αναφέρει ότι «ο κύριος Ροστ δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι έχει προβεί στους ισχυρισμούς (…) που διαδίδονται».
Φόβος και σιωπή
Επί μήνες η ομάδα της Deutsche Welle και του ειδησεογραφικού περιοδικού Der Spiegel πραγματοποίησε έρευνα για τυχόν λανθασμένες συμπεριφορές, κατάχρηση εξουσίας και mobbing σε διάφορα Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ στη Γερμανία. Οι έρευνές μας δείχνουν ότι το Ινστιτούτο της Δρέσδης δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Περισσότεροι από 30 ερευνητές και ερευνήτριες, που εργάζονταν κατά καιρούς σε διαφορετικά Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ, μας μίλησαν για την εμπειρία τους. Με εξαίρεση τον Γκάμπριελ Λάντο, επιθυμούν να παραμείνουν ανώνυμοι, καθώς φοβούνται για τυχόν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία τους. Περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων προέρχεται από τη Γερμανία, ενώ οι υπόλοιποι από χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, της Βόρειας και της Λατινικής Αμερικής.
Με σχεδόν 25.000 εργαζόμενους, η Εταιρεία Μαξ Πλανκ (MPG) θεωρείται κορυφαίος εργοδότης για ερευνητές από όλον τον κόσμο. Όποιος καταφέρει να προσληφθεί σε ένα από τα 84 Ινστιτούτα, θεωρείται ότι ανήκει στην παγκόσμια ελίτ. Η MPG έχει αναδείξει 31 ερευνητές που τιμήθηκαν με βραβεία Νομπέλ. Από το γερμανικό κράτος χρηματοδοτείται με περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Καλή φήμη, παράδοση, αυστηρή ιεραρχία
Τα Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ έχουν οργανωθεί με βάση αυστηρές ιεραρχικές δομές. Οι επικεφαλής διαθέτουν εξέχουσα επιστημονική συγκρότηση, έχουν πολλές ελευθερίες και μεγάλη εξουσία. Μπορούν να οργανώσουν το εκάστοτε Ινστιτούτο σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Αυτό συμβαίνει, ώστε οι επιστήμονες να μπορούν να επιδοθούν στην έρευνα με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και ανεξαρτησία.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο μοντέλο θεωρείται πλέον μφισβητούμενο. Έκθεση του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 2024 με αποδέκτη το υπουργείο Παιδείας και Έρευνας στηλιτεύει την έλλειψη εποπτείας στην Εταιρεία Μαξ Πλανκ. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «ουσιαστικά ο πρόεδρος εποπτεύει ο ίδιος τη δραστηριότητά του».
Την «κουλτούρα παντοδυναμίας» στην MPG επικρίνει και ο Τόμας Ζάτελμπεργκερ, πρώην βουλευτής και υφυπουργός Έρευνας. Ο ίδιος θεωρεί ότι θα έπρεπε ήδη να έχουν υλοποιηθεί μεταρρυθμίσεις στην Εταιρεία Μαξ Πλανκ, η οποία, όπως λέει, «χρειάζεται ένα δημόσιο σώμα εποπτείας, που θα αναλαμβάνει και την ευθύνη για τυχόν παρεκτροπές».
Οι συνομιλητές μας κάνουν λόγο για έναν επιθετικό τρόπο επικοινωνίας, για εκφοβισμούς, προσβολές και απειλές σε τουλάχιστον πέντε Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ. Ιδιαίτερα οι γυναίκες αισθάνονται να υφίστανται διακρίσεις απέναντι σε άνδρες συναδέλφους.
Η ΄Ομπρει (δεν είναι αυτό το πραγματικό της όνομα) αναφέρει, για παράδειγμα, ότι σε ένα Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στην ανατολική Γερμανία βρέθηκε υπό την εποπτεία ανδρών συναδέλφων, οι οποίοι μάλιστα μερικές φορές παρουσίασαν τα αποτελέσματα της έρευνάς της ως δικά τους. Η ίδια είχε αποκλειστεί από συζητήσεις που αφορούσαν το δικό της project. «Υπήρχαν συζητήσεις για projects, στις οποίες δεν προσκαλούνταν γυναίκες», λέει η πρώην διδακτορική ερευνήτρια. «Τόσο συχνά συνέβαινε αυτό, που είχε γίνει φυσιολογικό για εμάς». Και άλλες γυναίκες αφηγούνται παρόμοιες εμπειρίες και λένε πως είχαν την αίσθηση ότι παραγκωνίζονται, απομονώνονται και απαξιώνονται.
Το Ινστιτούτο, στο οποίο εργαζόταν η ΄Ομπρει, αναφέρει ότι ελλείψει λεπτομερών στοιχείων δεν μπορεί να σχολιάσει μεμονωμένα περιστατικά. Αναφέρει επίσης ότι τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχει περιέλθει εις γνώσιν του καμία καταγγελία για σεξιστική συμπεριφορά σε επίπεδο διευθυντή ή τμηματάρχη.
«Το χειρότερο είναι η ελπίδα»
Ο Γκαμπριέλ Λάντο ήταν 20 χρονών όταν ήρθε στη Δρέσδη, το καλοκαίρι του 2020. Είχε κάνει διδακτορικό στην πατρίδα του, τη Βραζιλία, και χαιρόταν που έγινε δεκτός σε ένα τόσο φημισμένο Ινστιτούτο για να εργαστεί υπό τις οδηγίες ενός επιστήμονα με διεθνή εμβέλεια, όπως ο Ροστ. Αλλά ήδη κατά την πρώτη τους συνάντηση, ο Ροστ ύψωσε τη φωνή του. Ο Λάντο λέει ότι αυτό ήταν το «πρελούδιο» για όσα ακολούθησαν τους επόμενους μήνες.
Ενίοτε συνέβαινε να επαινεί τις ιδέες του ο Ροστ σε μία «καλή μέρα», για να τις κάνει χίλια κομμάτια στην επόμενη συνάντησή τους. Κάθε τόσο του έδιναν κίνητρο τα ελάχιστα ενθαρρυντικά λόγια του, αλλά η πτώση που ακολουθούσε ήταν πολύ μεγαλύτερη. «Κάθε φορά που κάποιος άρχιζε να ελπίζει, εκείνος τον συνέτριβε», λέει.
Η DW και το Der Spiegel μίλησαν με 20 άτομα που εργάστηκαν, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ Πολύπλοκων Φυσικών Συστημάτων στη Δρέσδη. Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι είτε είχαν βιώσει οι ίδιοι παρόμοιες εμπειρίες με τον Ροστ είτε έγιναν μάρτυρες παρόμοιων συμπεριφορών. Ένας πρώην διδακτορικός φοιτητής, για παράδειγμα, περιγράφει «φρικτές συναντήσεις», στις οποίες έβλεπε τον εαυτό του «να χάνει την αίσθηση της αυτοεκτίμησης». Μεγαλύτερη ακόμη εξουσία είχε ο Ροστ απέναντι σε διδακτορικούς και μετα-διδακτορικούς ερευνητές από χώρες εκτός ΕΕ, διηγείται ένας άλλος. Η άδεια παραμονής τους ήταν συνδεδεμένη με το συμβόλαιό τους και εκείνος «έκανε κατάχρηση αυτής της εξουσίας και τους απειλούσε ότι δεν πρόκειται να ανανεώσει το συμβόλαιό τους».
Όλοι μας ανέφεραν ότι ο Ροστ ύψωνε τη φωνή μόνο σε κατ' ιδίαν συναντήσεις στο γραφείο του. Όμως συχνά φώναζε τόσο δυνατά, ώστε τον άκουγαν κάποιοι μάρτυρες στον διάδρομο. Μόλις όμως εμφανιζόταν στο γραφείο του ένα τρίτο πρόσωπο, άλλαζε συμπεριφορά και γινόταν εξαιρετικά γοητευτικός.
Η Εταιρεία Μαξ Πλανκ δεν θέλησε να σχολιάσει αυτές τις ανώνυμες κατηγορίες και δεν παρείχε περαιτέρω πληροφορίες για την υπόθεση Ροστ. Πολλοί από τους ερωτηθέντες ανέφεραν ότι στη διάρκεια της παραμονής τους στο Ινστιτούτο εμφάνισαν συμπτώματα κατάθλιψης και αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς.
Παθών ο 1 στους 5
Πάντως, το πρόβλημα του mobbing δεν είναι άγνωστο στην MPG. To 2019 είχε γίνει εσωτερική έρευνα στα ερευνητικά κέντρα της, με τον 1 στους 5 να υποστηρίζει ότι έχει βιώσει την εμπειρία του mobbing.
Επισήμως η MPG ακολουθεί μία στρατηγική «μηδενικής ανεκτικότητας» απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. «Συμπεριφερόμαστε με σεβασμό ο ένας στον άλλον» αναφέρεται στον Κώδικα Δεοντολογίας για τους συνεργάτες, ο οποίος έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο.
H MPG παραπέμπει σε μία σειρά από αρμόδια όργανα που συστάθηκαν τα τελευταία χρόνια, ώστε να αποφεύγονται λανθασμένες συμπεριφορές: Κάθε Ινστιτούτο έχει, μεταξύ άλλων, τη δική του διεύθυνση προσωπικού, εντεταλμένο πρόσωπο για θέματα ισότητας, καθώς και έναν Συνήγορο του εργαζόμενου. Για τα στελέχη γίνονται μετεκπαιδεύσεις και σεμινάρια, τα οποία εν μέρει είναι υποχρεωτικά. Προβλέπεται και προσωπικό coaching. Επίσης, η MPG διαθέτει δύο κεντρικά γραφεία για την υποβολή αναφορών και καταγγελιών: ένα δικηγορικό γραφείο εκτός οργανισμού και την αποκαλούμενη «Επιτελική Υπηρεσία Εσωτερικών Ερευνών», η οποία θεσπίστηκε μετά τις αιτιάσεις για mobbing.
Πολλοί συνεργάτες μάς ανέφεραν ωστόσο ότι αποθαρρύνθηκαν στην προσπάθειά τους να διαμαρτυρηθούν. Η MPG απορρίπτει αυτή την κατηγορία. Ωστόσο, οι έρευνές μας υποδεικνύουν μία συστημική αποτυχία των μηχανισμών compliance. Εννέα από τους πρώην διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς φοιτητές με τους οποίους μιλήσαμε ανέφεραν ότι επιχείρησαν να αναζητήσουν βοήθεια σε μία από τις άνωθεν αναφερθείσες υπηρεσίες, χωρίς αποτέλεσμα.
Αναφορές χωρίς αποτέλεσμα
Η DW και το Der Spiegel είχαν πρόσβαση σε διάφορα e-mails, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι παθόντες αποθαρρύνθηκαν ή εκδιώχθηκαν τόσο από τους αρμόδιους σε διάφορα Ινστιτούτα, όσο και από τα κεντρικά γραφεία αναφορών και καταγγελιών. Ο Γκαμπριέλ Λάντο είχε αποταθεί στο δικηγορικό γραφείο που όρισε η MPG. Ήθελε να αναφέρει τη συμπεριφορά του διευθυντή του και τους παρακάλεσε ρητώς να διατηρήσει την ανωνυμία του. Όμως οι δικηγόροι τού απάντησαν: «Για να είμαστε ειλικρινείς, κάποια στιγμή θα πρέπει να αναφερθούν τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διένεξη, ώστε να μπορεί να ξεκινήσει η έρευνα». Ο ίδιος δεν ήθελε ούτε να συζητήσει κάτι τέτοιο.
Παρόμοια εμπειρία είχε και ο Φέλιξ Χορν, πρώην διδακτορικός ερευνητής σε ένα Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στη Βαυαρία («Φέλιξ Χορν» δεν είναι το πραγματικό του όνομα, και αυτός επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος). Σε μία έκθεση 40 σελίδων περιγράφει αναλυτικά το συστηματικό mobbing που είχε υποστεί από την αρμόδια υπάλληλο. Το έγγραφο έχει περιέλθει εις γνώσιν της DW και του Spiegel. Περιέχει ακριβή περιγραφή καταστάσεων mobbing, screenshots, e-mails, καθώς και ευαίσθητες πληροφορίες για μάρτυρες και ενδεχομένως και άλλα θύματα.
Ο Χορν δεν κατάφερε να προχωρήσει με το δικηγορικό γραφείο και το καλοκαίρι του 2022 έστειλε την έκθεσή του στην «Επιτελική Υπηρεσία Εσωτερικών Ερευνών». Εκείνη του απάντησε ότι θα πρέπει να αποστείλει την έκθεση στο Ινστιτούτο του. Του πρότεινε μεν να επεξεργαστεί και η ίδια την έκθεση, όμως ο Χορν λέει ότι δεν είναι σε θέση να περιγράψει τις αιτιάσεις του χωρίς να αποκαλύψει ευαίσθητες πληροφορίες για θύματα ή για μάρτυρες.
Όταν ο Χορν ζήτησε από την «Επιτελική Υπηρεσία Εσωτερικών Ερευνών» να μην διαβιβάσει περαιτέρω τον φάκελο, εκείνη έκλεισε την υπόθεση. «Με σοκάρει ότι καταφεύγουν σε τέτοια κόλπα, αισθάνομαι ότι με παραπλανούν» λέει ο Χορν, ο οποίος δεν εργάζεται πλέον στον επιστημονικό τομέα. Η Εταιρεία Μαξ Πλανκ μας επισημαίνει επ' αυτού ότι οι όποιες αιτιάσεις πρέπει να διερευνώνται σε τοπικό επίπεδο, στο αρμόδιο Ινστιτούτο και ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση να διαβιβαστεί περαιτέρω μία καταγγελία χωρίς γνώση και συναίνεση του καταγγέλλοντος.
Εξάλλου, η MPG διαψεύδει ότι επιχειρεί να αποθαρρύνει τους επιστήμονες από την υποβολή παραπόνων και προσθέτει: «Η ανωνυμία δεν αποκλείει έναν έλεγχο, προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα της καταγγελίας. Και στη συνέχεια της διαδικασίας η ταυτότητα των καταγγελλομένων αντιμετωπίζεται με εμπιστευτικότητα και δίνουμε ιδιαίτερο βάρος σε αυτό».
Απώλειες για την επιστήμη
Δύο στους τρεις από τους ερευνητές και τις ερευνήτριες που ρωτήσαμε, έχουν «γυρίσει την πλάτη τους» στην επιστήμη. Όχι όμως ο Γκαμπριέλ Λάντο, ο οποίος σήμερα εργάζεται σε ένα Ινστιτούτο στη Νότια Κορέα. Ο ίδιος λέει ότι στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έχει συνεργαστεί με «επιθετικούς» ερευνητές, κάτι το οποίο εκτιμά. «Ένα περιβάλλον, στο οποίο οι άνθρωποι αγωνίζονται για τις ιδέες τους, μπορεί να γίνει πολύ παραγωγικό», αναφέρει. «Όμως ο Ροστ δεν αγωνιζόταν για τις ιδέες του, αγωνιζόταν εναντίον συγκεκριμένων ατόμων. Με ταπείνωσε».
Έναν χρόνο άντεξε στη Δρέσδη ο Λάντο. Στη συνέχεια εγκατέλειψε το Ινστιτούτο. Τη στιγμή εκείνη, λέει, αισθανόταν «σαν ένα αδέσποτο που τρέμει…».
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου

Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.