Η αντί-ευρωπαϊκή άκρα δεξιά κλονίζει τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ στο ευρωκοινοβούλιο φαίνεται ότι το φιλο-ευρωπαϊκό κέντρο θα έχει μια εύθραυστη πλειοψηφία. Αυτά ενώ οι διεθνείς συνθήκες και τα εσωτερικά προβλήματα απαιτούν γρήγορες αποφάσεις από τα ευρωπαϊκά όργανα.
Κίνδυνος πολιτικής ανατροπής σε Γαλλία και Γερμανία
Μετά τα αποτελέσματα της Κυριακής και την επιβλητική νίκη της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο πρόεδρος Μακρόν ζήτησε άμεσες εθνικές εκλογές, ενώ ο καγκελάριος Σολτς θα κληθεί πιθανότατα να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, μετά τη μεγάλη ήττα του κόμματός του και τη μεγάλη άνοδο των ακροδεξιών του AfD.
Επίσης, το ακροδεξιό κόμμα της Ιταλίδας πρωθυπουργού, μετά τη νίκη του στις ευρωεκλογές (28%), θα διαδραματίσει πιθανότατα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ισορροπιών στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Είναι σημαντικό, όμως, ότι το κεντροδεξιό λαϊκό κόμμα παραμένει η μεγαλύτερη ομάδα με ελαφρά αύξηση της δύναμής του, ενώ οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι υπέστησαν βαριές ήττες επηρεαζόμενοι, μεταξύ άλλων, από την αντίδραση των αγροτών κατά των φιλικών προς το περιβάλλον νόμων και το κακό επιχειρηματικό κλίμα.
Οι Γάλλοι καλούνται σε τρεις εβδομάδες να αποφασίσουν για τη νέα κυβέρνησή τους με κυρίαρχο τον αντιμεταναστευτικό λόγο της Λεπέν. Αν οι ακροδεξιοί νικήσουν, ο Μακρόν θα κληθεί να κυβερνά με έναν πρωθυπουργό από αντίπαλο κόμμα, γεγονός το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να τον οδηγήσει και σε παραίτηση πριν τη λήξη της θητείας του (2027).
Με την αιφνιδιαστική προκήρυξη των εκλογών, ο Γάλλος πρόεδρος ανέλαβε ένα μεγάλο κίνδυνο, για τον οποίο μάλλον είχε προετοιμασθεί, καθώς η κοινή γνώμη ήταν καταλυτικά εναντίον του κόμματός του καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο. Μένει να αποδειχθεί αν οι προσδοκίες του για τη δημιουργία ενός αντιδεξιού μετώπου κατά της Λεπέν θα αποδειχθούν σωστές, ή θα περιέλθει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση.
Το τοπίο δεν είναι καλύτερο στη Γερμανία. Οι σοσιαλδημοκράτες υπό τον Σολτς γνώρισαν τη μεγαλύτερη ήττα τους μεταπολεμικά (13,9%), καταλήγοντας τρίτο κόμμα, μετά και τους ακροδεξιούς της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, AfD (16,2%). Αυτό παρά τα σκάνδαλα της ηγεσίας των τελευταίων. Ο κεντροδεξιός συνασπισμός, με κύριο πόλο τους χριστιανοδημοκράτες πήρε το 30% των ψήφων.
Η κριτική για την κυβέρνηση Σολτς, ότι δεν παίρνει αποφάσεις, είναι έντονη και μερίδα του Τύπου εκτιμά, ότι είναι πιθανές εκλογές το προσεχές φθινόπωρο.
Όλα δείχνουν, ότι ο βασικός για την Ένωση γαλλογερμανικός άξονας έχει κλονισθεί ισχυρά από τους ακροδεξιούς αντι-ευρωπαϊστές, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία, βρίσκεται σε κρίσιμη φάση και η οικονομική ανάπτυξη είναι χαμηλή.
Το κέντρο αντέχει στο Ευρωκοινοβούλιο
Όπως φαίνεται το κεντρο-δεξιό λαϊκό κόμμα με 186 έδρες, θα είναι ο μεγαλύτερος σχηματισμός στο κοινοβούλιο, με δεύτερους τους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίο αν και έχασαν κάποιο έδαφος διατηρούν τη θέση τους με 135 έδρες.
Η υποψήφια για την προεδρία της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, μπορεί να στηριχθεί στις δυο αυτές ομάδες και σε συνεργασία με τους φιλελεύθερους να δημιουργήσει μια πλειοψηφία περίπου 407 εδρών, επί συνόλου 720, διευκολύνοντας την εκλογή της, η οποία θα πρέπει να προταθεί από το Συμβούλιο.
Οι προηγούμενες επαφές της με την ακροδεξιά Ιταλίδα πρωθυπουργό για υποστήριξή της από την τελευταία, ίσως περνούν σε δεύτερη μοίρα προς το παρόν, χωρίς τελικά να αποκλείεται κάποια μελλοντική συνεργασία, αν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Το κόμμα της Μελόνι εντάσσεται στους δεξιούς ευρωσκεπτικιστές του ECR, αποτελώντας περίπου το 1/3 του σχηματισμού.
Η παραδοσιακή μεγάλη κεντρώα παράταξη του κοινοβουλίου, κεντροδεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, αν και με απώλειες διατηρούν την πλειοψηφία. Παρά αυτό το γεγονός, όμως, είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η στροφή προς τη δεξιά δεν θα επηρέαζε συντηρητικότερα τις ευρωπαϊκές πολιτικές, για την ασφάλεια, το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γεωργία, την προστασία του περιβάλλοντος, την ψηφιακή μετάβαση κ.ά.
Γενικά, οι εκλογές αυτές είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε ένα περισσότερο περίπλοκο πολιτικό περιβάλλον και να δημιουργήσουν τις συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης βραδύτητας στη λήψη των αποφάσεων, όταν οι τρέχουσες συνθήκες απαιτούν ακριβώς το αντίθετο.
Δεν θα έπρεπε, όμως, κατά μια διαφορετική οπτική, να αποκλείεται το ενδεχόμενο μιας εντονοποίησης των κοινοτικών δραστηριοτήτων και πρακτικών, ώστε οι απαντήσεις στις εξωτερικές προκλήσεις να είναι αμεσότερες, όπως η επιβίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα απαιτούσε. Ίσως στο πλαίσιο αυτό θα ήταν ενδεχόμενο να απωλεσθούν κεκτημένα, ή/και να καταργηθούν δικαιώματα, όπως η απόλυτη πλειοψηφία, η άσκηση αρνησικυρίας κ.ά.
Το μέλλον θα είναι πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό, ειδικά αν αναλογισθούμε ότι η ΕΕ είναι οργανικό μέρος ενός ευρύτερου παγκόσμιου γεωπολιτικού και οικονομικού συστήματος, το οποίο αναδιατυπώνεται.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής