Διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο των διεθνών κανόνων, συμβάσεων ή συνθηκών, που διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών και διεθνών νομικών οντοτήτων σε πολλούς τομείς, όπως της εδαφικής κυριαρχίας, του δικαίου της θάλασσας, του περιβάλλοντος, χερσαίων και εναερίων μεταφορών, των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών, του δικαίου του πολέμου, αμάχων, προσφύγων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λ.π. Επίσης τον τρόπο, τη διαδικασία και τα όργανα, που επιλύουν τις διαφορές, ελέγχουν η τήρηση των συνθηκών και επιβάλλουν κυρώσεις, όπου αυτό προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες με την προϋπόθεση ότι η υπόλογος χώρα έχει προσχωρήσει σε αυτές.
Αναφορές σε συνθήκες μεταξύ κρατών διασώζονται ακόμα από τη μυθολογική εποχή, αλλά η συστημική τους κατάρτιση ανάγεται στους κανόνες που έθεσε το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης και έκτοτε καταρτίστηκαν και επικυρώθηκαν χιλιάδες διεθνείς συμβάσεις βάσει των οποίων ιδρύθηκαν αξιόπιστοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Κοινωνία των Εθνών, που τη διαδέχθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ. Υπό την αιγίδα αυτών ιδρύθηκαν και λειτουργούν ειδικοί οργανισμοί που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, όπως ο Ερυθρός Σταυρός, ο ΠΟΥ, η UNESCO, η UNICEF, αλλά και δικαστήρια, όπως το Διεθνές Δικαστήριο και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που εδρεύουν στη Χάγη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ειδικά δικαστήρια που συνιστώνται ad hoc, όπως το δικαστήριο της Νυρεμβέργης για τους Ναζί για τα εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας.
Ολόκληρο το παραπάνω πλέγμα των διεθνών συνθηκών και διεθνών οργανισμών έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην παγκόσμια συναδέλφωση των λαών και στην κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και την παγκοσμιοποίηση, στην παγκόσμια οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη, στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και στην προστασία του περιβάλλοντος και έχει προσφέρει υπηρεσίες σε περιόδους κρίσεων και φυσικών καταστροφών.
Εξ αιτίας όμως ιδεολογικών και θρησκευτικών διαφορών και ιδεολογικών καταλοίπων του Ψυχρού Πολέμου, εθνικιστικών διεκδικήσεων και μεγαλοϊδεατισμών για την ανασύσταση αυτοκρατοριών, κυρίως όμως της μη δημοκρατικής λειτουργίας πολιτευμάτων, αναπόφευκτα συμβαίνουν παρατράγουδα, που προκαλούν οι ένοπλες επεμβάσεις ισχυρών κρατών σε άλλα κράτη με διαφορετική αιτιολογία κάθε φορά και με ειρηνευτικές ονομασίες, οι τοπικοί πόλεμοι και επαναστάσεις, οι οικονομικοί πόλεμοι και οικονομικές κρίσεις, οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί, οι γενοκτονίες, που επηρεάζουν ολόκληρη την πορεία των χωρών και της ανθρωπότητας με αποτέλεσμα πολλές φορές οι επιταγές του διεθνούς δικαίου να μην εφαρμόζονται χωρίς σοβαρές συνέπειες, όταν προσκρούουν σε ισχυρότερα συμφέροντα.
Οι ποικίλες και με διάφορες μορφές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, συνήθως από ισχυρότερα κράτη, δεν αναιρούν ούτε την αξία ούτε τη χρησιμότητα του παραπάνω συστήματος διακρατικών και όχι μόνο σχέσεων και ενδεχομένως υπό την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, που συγκινείται και ενδιαφέρεται για ανθρωπιστικά θέματα, ταλαιπωρίες αμάχων και προσφύγων, γεννιούνταν ευκαιρίες για τη βελτίωση του όλου συστήματος αλλά ακόμη και για πολιτικές αλλαγές, όταν ο ισχυρός χάσει το επικοινωνιακό παιχνίδι.
Με τον πρόλογο του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών οι λαοί που τον υπογράφουν δηλώνουν, ότι "είμαστε αποφασισμένοι να σώσουμε τις επόμενες γενεές από τη μάστιγα του πολέμου, να διακηρύξομε τη πίστη μας σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην αξιοπρέπεια και αξία του ανθρώπου και τα ίσα δικαιώματα μικρών και μεγάλων εθνών και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και σεβασμός προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις συνθήκες και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου". Η μέχρι τώρα πρακτική απόδειξε, ότι η διακήρυξη αυτή αποτελεί απλό ευχολόγιο γιατί πολλές φορές οι μεγάλες δυνάμεις, που είναι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείς του ΟΗΕ, εμποδίζουν με το veto τους την έκδοση εκτελεστών αποφάσεων επί κρίσιμων θεμάτων, ενώ η από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ καταδίκη μιας χώρας για τη μη νόμιμη επέμβαση σε άλλη χώρα, όπως συνέβη για τις εισβολές σε Κύπρο και Ουκρανία, όπως και η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, που διέταξε τη Ρωσία να σταματήσει την εισβολή, έχουν προς το παρόν θεωρητική μόνο αξία με τον χαρακτηρισμό της εισβολής ως επιθετικής πράξης, με την αλλαγή όμως συσχετισμών δυνάμεων μπορεί να οδηγήσουν σε καταδίκες για εγκλήματα πολέμου.
Συχνά στις διεθνείς σχέσεις, κυρίως στη σύναψη διμερών συμβάσεων, επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, που επιβάλλει πολλές φορές με την ευθεία ή την κεκαλυμμένη απειλή και χρήση βίας τους όρους που τον συμφέρουν, όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν με κλασσικό παράδειγμα στην αρχαία Ρώμη με το επιφώνημα "vaie victis-ουαί τοις ηττημένοις" ή η απειλή με το casus belli της Τουρκίας για τη μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων ή τους επαχθείς όρους που θέτει ο Πούτιν για να σταματήσει την εισβολή στην Ουκρανία.
Κάθε φορά, όμως, που ο ισχυρότερος παραβιάζει το διεθνές δίκαιο με την ψευδεπίγραφη υπέρ αυτού επίκλησή του δημιουργείται, με την αποδοχή της άποψης του, ένα διεθνές προηγούμενο για τη νομιμοποίηση των πράξεων των ισχυρών, που το χρησιμοποιούν όσοι έχουν ή νομίζουν ότι έχουν την ισχύ να το καταπατούν για να επιτύχουν πολιτικά ή εδαφικά κέρδη και χρησιμοποιούν διαφόρους όρους όπως ζωτικός χώρος, ζώνη ασφαλείας ή ουδετεροποίηση μικρότερου κράτους. Υπό τους όρους, όμως, αυτούς υποκρύπτεται επεκτατική επέμβαση, που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά με την απειλή της ισχύος τους και την αβουλία των πολιτικών κυβερνήσεων, που ενδιαφέρονται μόνο για τη νομή της εξουσίας, η διεκδίκηση μετατρέπεται σε διένεξη, που επιλύεται σε βάρος του αδύνατου κατόπιν διαπραγματεύσεων και παρέμβαση τρίτων δυνάμεων, που ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους συμφέρον.
Φυσικά οποιαδήποτε συνθήκη, που καταρτίστηκε υπό απειλή ή κατόπιν πολεμικής ήττας μακροχρόνια δεν γίνεται αποδεκτή και ο λαός που πιστεύει, ότι αδικήθηκε, θα προσπαθήσει στην πρώτη ευκαιρία να την ανατρέψει, όπως συνέβη με την σε βάρος της Γερμανίας συνθήκη των Βερσαλλιών, που η προεκλογική υπόσχεση ανατροπής της έφερε στην εξουσία τον Χίτλερ και το ίδιο πρόκειται να συμβεί στην περίπτωση της Ουκρανίας, αν συνθηκολογήσει και εκχωρήσει εδάφη.
Στο παρελθόν η τήρηση των συνθηκών εξασφαλιζόταν με διαφόρους τρόπους, όπως με επιγαμίες, παροχή ομήρων, εγγύηση ηγεμόνων ή ισχυρών φεουδαρχών ή εκκλησιαστικών αρχόντων και πρόσφατα με την παρεμβολή εγγυήτριας δύναμης και μάλιστα της Τουρκίας για την προστασία της τουρκικής μειονότητας, που ακρίτως δεχθήκαμε με τη συνθήκη της Ζυρίχης για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου και έτσι νομιμοποιήθηκε η Τουρκία για την επέμβασή της. Φοβάμαι, ότι το ίδιο παιχνίδι θα παιχθεί, αν για την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος παρεμβληθεί η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη.
Με τις παρούσες συνθήκες και υπό τον φόβο του πυρηνικού πολέμου το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αδυναμία της Διεθνούς Κοινότητας να επιβάλλει στον ισχυρό αδικούντα να συμμορφωθεί στις επιταγές του διεθνούς δικαίου και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, που ανέλαβε με διεθνείς συνθήκες, γιατί δεν υπάρχει μόνιμος μηχανισμός βίας για να τον εξαναγκάσει προς συμμόρφωση, αλλά μόνο άμεσες ή έμμεσες πιέσεις και κυρώσεις με λήψη κυρίως οικονομικών μέτρων, που λαμβάνονται όχι οριζόντια, αλλά κατά περίπτωση και με εξαιρέσεις, χωρίς να μπορεί κανείς να προδικάσει ούτε την αποτελεσματικότητα τους ούτε τη διάρκεια τους ούτε την καθολική λήψη από όλα τα κράτη ούτε τη μη καταστρατήγηση τους. Ήδη η Δύση κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους και υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης λαμβάνει πολύ αυστηρά οικονομικά μέτρα και κυρώσεις κατά της Ρωσίας και των Ρώσων ηγετών και ολιγαρχών για την εισβολή στην Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση τα μέτρα αυτά ενέχουν κινδύνους περαιτέρω επεκτάσεων με δημιουργία ντόμινο συνεπειών και ακόμα πολεμικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Επειδή τα μέτρα αυτά συνιστούν έναν πόλεμο αμοιβαίας φθοράς, αλλά σε διάφορο βαθμό επώδυνα και διαχειρίσιμα για τις δύο πλευρές δεν πρόκειται να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ,καθόσον υπό την πίεση των αγορών σταδιακά θα ατονούν και στο τέλος θα αρθούν, γιατί υπέρτατος νόμος είναι το business as usual. Εξάλλου πάντοτε βρίσκονται τρόποι να παρακάμπτονται οι οποιουδήποτε είδους απαγορεύσεις με κλασσικό παράδειγμα την Τουρκία που παραβίασε ατιμωρητί το embargo πετρελαίου του Ιράν.
Σαφώς κάθε πόλεμος οποιασδήποτε μορφής, ανεξάρτητα πώς ψευδεπίγραφα αποκαλείται ιδία ως ειρηνευτική ή ειδική επιχείρηση, είναι ηθικά απαράδεκτος και καταδικαστέος, γιατί οι διεθνείς διαφορές πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα χωρίς τη χρήση βίας και στρατιωτικής ισχύος. Γενικά οι πόλεμοι διακρίνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σε άδικους, που είναι οι επιθετικοί και δίκαιους, που είναι οι αμυντικοί, οι οποίοι μπορεί να διεξάγονται σε διάφορες φάσεις, ακόμα και για την ανάκτηση κατόπιν προηγούμενου πολέμου απολεσθέντων εδαφών. Φυσικά οι ένοπλες επεμβάσεις σε άλλη χώρα χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου δεν μπορεί να χαρακτηριστούν νομικά ως πόλεμοι και να εφαρμοσθεί για αυτές το δίκαιο και η ηθική του πολέμου. Οι επιθετικοί πόλεμοι χαρακτηρίζονται από τη διεθνή και εσωτερική νομοθεσία πολλών χωρών ως έγκλημα πολέμου και βάση αυτής ο πρόεδρος Biden αποκάλεσε τον Β. Πούτιν εγκληματία πολέμου.
Κατά τη διεξαγωγή του πολέμου επιτρέπεται βάσει των διεθνών συνθηκών να αποτελούν στόχο μόνο οι στρατιωτικοί στόχοι και όχι ο άμαχος πληθυσμός άμεσα και εκ προθέσεως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Επίσης, δεν επιτρέπεται να αποτελούν στόχο οι κατοικίες, οι χώροι θρησκευτικής λατρείας, τα σχολεία και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, όπου πολλές φορές καταφεύγουν και άμαχοι για προστασία.
Για να ενεργοποιηθούν οι διεθνείς διαρκείς δικαστικοί μηχανισμοί έρευνας και δίωξης εγκλημάτων πολέμου για να μπορέσει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να επιληφθεί συγκεκριμένης υπόθεσης πρέπει η υπόλογος χώρα να έχει υπογράψει τη σχετική διεθνή σύμβαση. Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν έχουν υπογράψει τη σύμβαση αυτή και έτσι λόγω της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης δεν είναι δυνατόν ούτε να ασκηθεί κατά της Ρωσίας, του Πούτιν και άλλων υπευθύνων διεθνής ποινική δίωξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πολέμου και γενοκτονίας, που έχουν διαπραχθεί στο παρελθόν σε άλλες χώρες και διαπράττονται τώρα στην Ουκρανία ούτε κατά των Ουκρανών μετά από σχετική καταγγελία της Ρωσίας.
Η επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου κατά την οποία διεξάγονται κανονικές στρατιωτικές επιχειρήσεις όχι μόνο κατά στρατιωτικών στόχων αλλά κατά αμάχων και με βομβαρδισμούς πόλεων και απαγορευμένων στόχων και τη δημιουργία στρατιών προσφύγων μεταξύ των οποίων και ομογενών, που πολλοί καταφεύγουν στη χώρα μας, αποτελεί έγκλημα πολέμου.
Ο ισχυρισμός, όμως, κάποιων σε όλο τον δυτικό κόσμο και παρ’ ημίν που έγινε δημόσια και σε ποσοστό περίπου 30% των ερωτηθέντων, ότι εφόσον η Δύση εισέβαλε σε ανεξάρτητες τρίτες χώρες με πρόφαση την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν δικαιούται ηθικά να αντιτίθεται στην παρούσα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την οποία οι ίδιοι θεωρούν δικαιολογημένη για λόγους ασφαλείας για να αποτραπεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανενός είδους ηθικής νομιμοποίησης στη παγκόσμια κοινή γνώμη για την παρούσα εισβολή.
Οι κατά τα παραπάνω προς σύγκριση περιπτώσεις είναι διαφορετικές, γιατί οι επεμβάσεις της Δύσης, τις οποίες και κυρίως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας σχεδόν όλοι καταδικάσαμε και συμπαρασταθήκαμε, έγιναν σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις κατά δικτατορικών κυβερνήσεων για λόγους ανθρωπιστικούς και στη συνέχεια τα στρατεύματα αποχώρησαν, ενώ η επέμβαση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και παλαιότερα κατά της Γεωργίας, της Οσετίας, της Τσετσενίας και της Κριμαίας έγιναν με δεδηλωμένη πρόθεση προσαρτήσεως εδαφών, δηλαδή με σκοπό κατακτητικό. Κάθε παραβίαση του διεθνούς δικαίου αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, που κρίνεται αυτοτελώς. Σε κάθε περίπτωση στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και μάλιστα μεταξύ διαφορετικών κρατών και περιπτώσεων δεν χωρεί ούτε πραγματικός ούτε ηθικός συμψηφισμός.
Σαφώς η προσπάθεια της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. δεν παρέχει στη Ρωσία την παραμικρή δικαιολογία για την επέμβασή της στην Ουκρανία για τους λόγους της προληπτικής αυτοάμυνας με σκοπό τη μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ, γιατί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ κανένα κράτος δεν μπορεί να απαιτήσει με την απειλή πολέμου τον μη εξοπλισμό και την ουδετεροποίηση με μη συμμετοχή σε συμμαχίες γειτονικών κρατών, όπως ενάντια στο διεθνές δίκαιο ζητά η Ρωσία από την Ουκρανία και σε δεύτερο χρόνο θα ζητήσει από την Φιλανδία, Σουηδία και Βαλτικά κράτη.
Ανεξάρτητα του εάν η Ουκρανία κατόπιν ήττας αποδεχθεί τη μη νόμιμη ρωσική απαίτηση, η αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα της απαιτήσεως αυτής της Ρωσίας, έστω κατά οικονομία προς αποφυγή παγκόσμιου πολέμου, θα δημιουργούσε διεθνή πρακτική, που θα επέτρεπε σε ισχυρά κράτη να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους σε ασθενέστερα και ειδικότερα θα επέτρεπε στην Τουρκία να προβάλλει με βάσιμα επιχειρήματα την απαράδεκτη αξίωση της για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Εξάλλου η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ομοιάζει με την απρόκλητη και ψευδεπίγραφη με πρόσχημα την προστασία της τουρκικής μειονότητας, ενώ είχε σκοπό κατακτητικό, επέμβαση της Τουρκίας στη Κύπρο, τακτική που εφάρμοσε για την κατάληψη εδαφών από όμορα κράτη.
Πιστεύω, ότι με κάθε τρόπο η Διεθνής Κοινότητα πρέπει να σταματήσει έγκαιρα τέτοιες πρακτικές πριν ανοίξει για καλά η πόρτα του φρενοκομείου και η ανθρωπότητα ζήσει αποκαλυπτικές στιγμές. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται η συνεχής εγρήγορση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για την με την βοήθεια των ΜΜΕ άσκηση πίεσης στις δημοκρατικές κυβερνήσεις ιδιαίτερα των μεγάλων δυνάμεων.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.