Όλες οι κυβερνήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά επαίρονται για τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν στη δημόσια εκπαίδευση. Γιατί τότε λοιπόν το ελληνικό σχολείο, κατά γενική ομολογία, χρήζει ακόμη μεγάλων βελτιώσεων;
Μια εξήγηση είναι πως οι όποιες αλλαγές τα τελευταία πενήντα χρόνια προέκυψαν μέσα από εσωστρεφείς διαδικασίες, χωρίς να έχουμε μετρήσει την επίδραση του σχολείου στην κοινωνία και αναλογιστεί τι είδους εκπαίδευση απαιτεί ο σύγχρονος κόσμος. Όταν επιτροπές απαρτιζόμενες από μόνιμους υπαλλήλους του κράτους σχεδιάζουν καινοτόμες μεταρρυθμίσεις, είναι σαν να λέμε πως χαράζει τη στρατηγική για τη διεθνή επέκταση μιας επιχείρησης το διοικητικό προσωπικό του λογιστηρίου.
Συνδυάζοντας λοιπόν την εσωστρέφεια με την έλλειψη αξιολόγησης του αποτελέσματος, οδηγηθήκαμε στην αέναη ανακύκλωση ξεπερασμένων πρακτικών και μεθόδων που σε βάθος χρόνου απαξίωσαν την ελληνική εκπαίδευση. Και το ελληνικό σχολείο κατέληξε να έχει ως μοναδικό στόχο την παραγωγή φοιτητών για τα κρατικά πανεπιστήμια, φοιτητές που (στην πλειοψηφία τους) δεν νοιάζονται για τη μαγεία της γνώσης αλλά για την απόκτηση του «πτυχίου» που θα ανοίξει την πόρτα του διορισμού στο ελληνικό δημόσιο. Ανακυκλώνοντας δηλαδή την εθνική μας εσωστρέφεια, κάνουμε τα πάντα λάθος.
Τι σχολείο λοιπόν χρειάζεται η χώρα; Μα ένα σχολείο που θα εστιάζει στη βιωματική ανακάλυψη του σύγχρονου κόσμου, επιτρέποντας σε κάθε παιδί να βρει τον δικό του δρόμο στη ζωή με αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό.
Και βέβαια δεν μιλάμε για ένα αλλά για τέσσερα διαφορετικά σχολεία, με προσέγγιση και στόχους κατάλληλα προσαρμοσμένους ανά ηλικία.
Το Πρώτο Σχολείο για τις ηλικίες 0-6, αυτό που εξακολουθούμε απαξιωτικά να αποκαλούμε «παιδικό σταθμό», είναι μακράν το σημαντικότερο διότι είναι και το μόνο που επηρεάζει στοιχεία της προσωπικότητας του παιδιού. Αυτονομία, ανεξαρτησία, αυτοπεποίθηση, ενθουσιώδης αφομοίωση της μαθησιακής διαδικασίας μέσα από τον πειραματισμό και τη σύνδεση με την πραγματική ζωή και άλλα πολλά παρόμοια είναι τα σπουδαία και τα σημαντικά που αν δεν τα δουλευτούν έως την ηλικία των 6 ετών, ένα παιδί μπορεί να τα χάσει για πάντα.
Μετά έρχεται το Δημοτικό για τις ηλικίες 6-12, όπου στην ουσία είναι δύο (ή και τρία!) διαφορετικά σχολεία. Στις τρεις πρώτες τάξεις δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει το μαθησιακό αποτέλεσμα και ο ανταγωνισμός, αλλά μόνο πώς θα εμφυσήσουμε στα παιδιά τις μεγάλες αξίες της ζωής. Ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη, αποδοχή του διαφορετικού, αισθητική παιδεία, αγάπη για την ατομική ευθύνη και τον συνάνθρωπο, νοιάξιμο και φροντίδα για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε -όλα τα χαρακτηριστικά του υπεύθυνου και ενεργού πολίτη πρέπει να βιώνονται σε αυτό το στάδιο μέσα από την εμπλοκή των παιδιών σε δράσεις που συνδέουν την τάξη με την κοινωνία.
Και στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είναι η ώρα να πατήσουμε το γκάζι και να φέρουμε τα παιδιά σε επαφή με ολόκληρο το εύρος της σύγχρονης γνώσης και με τρόπο πειραματικό, παιγνιώδη, βασισμένο σε Καλές Ιστορίες Επιτυχίας και Αποτυχίας. Καλλιτέχνες, επιστήμονες, τεχνίτες, αθλητές, πολιτικοί, επιχειρηματίες, άνθρωποι του καθήκοντος – όλοι πρέπει να βρουν τον δρόμο τους για τη σχολική αίθουσα για να εμπνεύσουν τα παιδιά με το παράδειγμα, με το πάθος και με την εμπειρία τους.
Το Γυμνάσιο ιδανικά θα πρέπει να μοιάζει με ένα μικρό χωριό για το οποίο τα παιδιά έχουν την αποκλειστική ευθύνη λειτουργίας. Την ευθύνη να παράξουν τέχνη και αθλητισμό, να λειτουργήσουν τα καταστήματα και τα μέσα παραγωγής, να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν στις επιστήμες, στην καλλιέργεια της γης, στην τεχνολογία. Οι ενήλικες πρέπει να είναι παρόντες για να εμπνέουν, να συντονίζουν και να διευκολύνουν. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία είναι απολύτως ικανά και υπεύθυνα να οργανώσουν τη ζωή τους, να διαχειριστούν την καθημερινότητα τους, να ανακαλύψουν τη γνώση και να την αφομοιώσουν μέσα από την πράξη.
Και τέλος στο Λύκειο, μέσα από έναν τριετή κύκλο μαθημάτων εξειδίκευσης που οδηγεί στο Εθνικό Απολυτήριο (και όχι φυσικά σε πανελλήνιες εξετάσεις), κάθε παιδί θα διαλέγει τον επιστημονικό, κοινωνικό, τεχνολογικό, καλλιτεχνικό ή εμπορικό τομέα που το ενδιαφέρει να δραστηριοποιηθεί. Ώστε να έρθουν μετά τα πανεπιστήμια και να επιλέξουν τους φοιτητές τους με βάση τη συνολική ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση μιας τριετίας και όχι τη στιγμιαία επίδοση τεσσάρων ημερών!
Δύσκολα φαντάζομαι πως κάποιος θα διαφωνήσει επί της αρχής με το παραπάνω ευχολόγιο. Το ζήτημα όμως είναι τι μπορούμε να κάνουμε, ώστε το ευχολόγιο να μετουσιωθεί σε πράξη!
Η σημερινή κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη για σημαντικές τομές στην ελληνική εκπαίδευση. Δεν φτάνει όμως η πρόθεση μιας κυβέρνησης για να εφαρμοστούν αλλαγές και καινοτομίες που το αποτέλεσμά τους θα το δούμε μετά από 15-20 χρόνια. Απαιτείται επειγόντως μια μακροπρόθεσμη Εθνική Στρατηγική για την Παιδεία κατάλληλη για τον κόσμο του 2050, στην οποία θα συναινέσουν όλες οι πολιτικές παρατάξεις με τρόπο δεσμευτικό και αμετάκλητο.
Σαν το ανέκδοτο με τον Τοτό ακούγεται αυτό...
* Ο Γιάννης Γιαννούδης είναι συνιδρυτής σχολείου και διαδικτυακής πλατφόρμας έμπνευσης