Και με τη βούλα (καθώς πήραν πλέον ΦΕΚ) ισχύουν οι νέες αυξημένες ταρίφες των ταξί. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μία λογική εξέλιξη, αν σκεφτεί ότι η μέση τιμή ντίζελ αυτές στις μέρες βρίσκεται στα 2,12 ευρώ, όταν στην αρχή του χρόνου ήταν στο 1,48 €. (στοιχεία του Υπ. Ανάπτυξης) Η αύξηση δηλαδή είναι 43% και με τα 15 σεντς της επιδότησης μέσα.
Και το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Όταν τελειώσει ο πόλεμος (που το ευχόμαστε όλοι) και εξομαλυνθούν πάλι οι αγορές ενέργειας και το πετρέλαιο επανέλθει στα 80 δολάρια το βαρέλι που ήταν το 2021, τότε θα ξαναπέσουν οι ταρίφες;
Προφανώς η απάντηση είναι ένα μεγάλο ΟΧΙ. Και δεν θα έλεγα ότι είναι παράλογο, καθώς το ταξί στην Ελλάδα είναι μάλλον φτηνό.
Πάμε λοιπόν στο δεύτερο ερώτημα; Γιατί δεν απελευθερώνονται οι τιμές των ταξί, ώστε να αποτυπώνονται τυχών τέτοιου είδους αυξομειώσεις στο κόστος λειτουργίας τους; Ποιος είναι ο λόγος που το ταξί παραμένει σε κρατική διατίμηση;
Θα απαντούσε κάποιος, ότι ο πελάτης δεν έχει την ευχέρεια να ελέγχει τις τιμές όταν ψάχνει απεγνωσμένα ένα ταξί για να πάει κάπου που επείγεται. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια σε γενικές γραμμές, ή θα έλεγα ότι ήταν αλήθεια πριν από μερικά χρόνια. Απ’ την άλλη θα πει κάποιος «μεγάλε αν επείγεσαι θα το πληρώσεις».
Να σας θυμίσω πάντως ότι πριν από μία ντουζίνα χρόνια, το ταξί επιτελούσε σχεδόν συγκοινωνιακό έργο μαζικής μεταφοράς, εξυπηρετώντας διπλές ή και τριπλές κάποιες φορές κούρσες. Αυτά τα φαινόμενα όμως εξαλείφθηκαν όταν ήρθαν τα μνημόνια και είτε οι πελάτες δεν ανέχονταν να μπει άλλος στο ταξί που πλήρωναν, είτε οι οδηγοί δείχνοντας αλληλοσεβασμό δεν «έκλεβαν» κούρσες από τους άδειους συναδέλφους.
Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν να υπάρχουν και πάλι πιάτσες και τα ταξί για να εξοικονομήσουν καύσιμα δεν κινούνταν αέναα στις μεγάλες πόλης αναζητώντας πελάτες, αλλά τους περίμεναν να έρθουν σε αυτά.
Από τη στιγμή λοιπόν που έχει αλλάξει η κουλτούρα μας στο ταξί, γιατί δεν αλλάζει και η τιμολογιακή πολιτική της χώρας; Νομίζω ότι είναι καιρός το Υπουργείο Μεταφορών να προχωρήσει στην απελευθέρωση των τιμών. Προφανώς και δεν εννοώ να υπάρξει ασυδοσία ώστε να μην ξέρει κανείς τί χρεώνεται και για ποια υπηρεσία, αλλά προφανώς θα πρέπει να υπάρξουν έλεγχοι και κανόνες.
Για παράδειγμα:
Θα μπορούσε να απαιτεί ο νόμος ο τιμοκατάλογος του κάθε αυτοκινήτου να είναι κολλημένος στην πόρτα του συνοδηγού και άρα να μπορεί ο πελάτης να επιλέξει σε μία πιάτσα ποιο αυτοκίνητο θα πάρει και όχι να παίρνει απαραιτήτως το πρώτο. Θέλει Μερσεντες; Παίρνει Μερσεντές, αλλά την πληρώνει παραπάνω. Θέλει Σκόντα; Παίρνει Σκόντα και κάνει οικονομία.
Επίσης θα μπορούσε ο νόμος να δίνει φορολογικά κίνητρα ώστε να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί αυτοκινήτων, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι είτε στο site τους είτε στο τηλεφωνικό τους κέντρο να πληροφορούν τον πελάτη για τις διάφορες χρεώσεις τους και κάπως έτσι να επιλέγει κάποιος ποιο ταξί θα καλέσει και για ποια χρήση.
Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κάποιος να παίρνει μία εταιρία που έχει φτηνότερη μετάβαση στο αεροδρόμιο, ή φτηνότερη χρέωση για τις βαλίτσες, ή να επιλέγει την εταιρία με την χαμηλότερη ελάχιστη διαδρομή όταν θέλει να πεταχτεί κάπου κοντά στο κέντρο. Θα μπορούσε επίσης κάποιος να επιλέγει εταιρία με φτηνό ραντεβού, όταν θέλει να τον παραλάβει το ταξί έξω από ένα Θέατρο, ή ένα κέντρο διασκέδασης καθώς δεν θα θέλει να οδηγήσει μετά την κατανάλωση αλκοόλ. Ή απλά θα παίρνει το φτηνότερο χιλιόμετρο για μία μεγάλη διαδρομή.
Όλα αυτά τα «μαγικά» δεν τα σκέφτηκα μόνος μου. Ισχύουν στην Ευρώπη χρόνια τώρα. Απλά στη χώρα μας έχουμε πάντα την απάντηση «Αυτά στην Ελλάδα δεν γίνονται». Κι όμως, γίνονται, αρκεί να το δοκιμάσουμε.