Του Κωνσταντίνου Δαυλού

«Δεν ήταν μαγείρεμα των οικονομικών» η είσοδός μας στο ευρώ μας είπε ο κ. Γιώργος Παγουλάτος στο έκτο επεισόδιο της εξαιρετικής εκπομπής «Καταστροφές και Θρίαμβοι», ενός μοναδικού ντοκιμαντέρ που έχει ξεχωρίσει στο πρόγραμμα του ΣΚΑΪ, λόγω της ιδιαίτερης οπτικής με την οποία έχει προσεγγίσει περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που σπάνια επιλέγονται προς ανάλυση.

Όμως…

Δυστυχώς στο θέμα του ευρώ υπάρχει ένα «όμως».

Θεωρώ ότι η εισαγωγή μας στο ευρώ υπεραπλουστεύτηκε και εξωραΐστηκε, καθώς έχουν περάσει μεν 20 χρόνια από την ημέρα που πιάσαμε το ευρώ στα χέρια μας, είναι όμως λίγος χρόνος για να έχουμε ξεχάσει την «Δημιουργική Λογιστική» και τα «Greek Statistics» που για χρόνια στιγμάτιζαν την Ελλάδα σε όλη την Ευρώπη.

Η είσοδός μας στο ευρώ ήταν η μοναδική λύση που είχε μπροστά του ο Κώστας Σημίτης για να μην αναγκαστεί να προχωρήσει σε μία μορφή χρεοκοπίας, κάτι που έγινε ουσιαστικά μερικά χρόνια αργότερα. Ο οικονομολόγος Πρωθυπουργός έβλεπε τότε ότι η ελληνική οικονομία είχε στα θεμέλιά της μία ωρολογιακή βόμβα: Το ασφαλιστικό.

Ήταν σαφές από όλα τα στοιχεία που είχε στα χέρια του, ότι το κατακερματισμένο σύστημα με τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και την σχέση εργαζομένων/ασφαλισμένων να χειροτερεύει, ήταν μία φούσκα που δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και σύντομα θα έσκαγε.

Η μόνη διαθέσιμη λύση ήταν να βάλει την Ελλάδα στο ευρώ με κάθε κόστος προκειμένου να εξασφαλίσει την αυτόματη αξιολόγηση ΑΑΑ που λάμβαναν όλες οι χώρες του νέου νομίσματος, και άρα να συνεχίσει η χώρα να δανείζεται φτηνά από τις αγορές. Δύο ήταν οι στόχοι που έπρεπε να πετύχει: Πληθωρισμός κάτω από 3% και Χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Ο Πρωθυπουργός γνώριζε ότι και οι δύο στόχοι ήταν σχεδόν αδύνατον να επιτευχθούν στο χρονικό διάστημα που απαιτείτο και ως τεχνοκράτης που ήταν ξεκίνησε να ψάχνει λύσεις σε περίπτωση που δεν τα καταφέρει. Και παρόλο που κανένας από τους δύο στόχους δεν επετεύχθη ποτέ πλήρως, ο Σημίτης κατάφερε να ωραιοποιήσει τα ελληνικά στοιχεία για όσο καιρό χρειαζόταν ώστε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι και οι δύο δείκτες «βαίνουν μειούμενοι» και άρα θα επιτευχθούν.

Για τον πληθωρισμό ο τότε Πρωθυπουργός αποφάσισε να εκμεταλλευτεί ένα εξαιρετικό εργαλείο που είχαν «ανακαλύψει» οι Έλληνες: Το Χρηματιστήριο. Ήταν 1999 όταν ο Γενικός Δείκτης είχε φτάσει στις 6.188 μονάδες και όλοι διάβαζαν τις «σομόν» σελίδες των εφημερίδων. Και μπορεί από εκείνη τη στιγμή μέχρι τις εκλογές του 2000 να υπήρχε πτώση, αυτό όμως δεν είχε εμποδίσει το ΠΑΣΟΚ να φτιάξει ακόμη και προεκλογική αφίσα που έλεγε ότι το Χρηματιστήριο είναι ο καθρέφτης της οικονομίας και τον Γιάννο Παπαντωνίου (τότε Υπουργό Οικονομικών) να διαλαλεί ότι η πτώση έχει ως ημερομηνία λήξεως τις εκλογές. Η αγορά τότε στην ουσία ήταν ανοχύρωτη, με μία ανίσχυρη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που σήμερα δεν θα επέτρεπε σε καμία περίπτωση τέτοιου είδους δηλώσεις.

Τότε λοιπόν η κυβέρνηση σχεδόν είχε κλείσει το μάτι στους επιχειρηματίες, επιτρέποντάς τους να αντλούν εκατομμύρια (ή μάλλον δισ. μιας και ακόμη μιλούμε για δραχμές) από την αγορά για επενδύσεις, έχοντας ζητήσει από αυτούς μία «εξυπηρέτηση»: Το πάγωμα των τιμών. Υπήρχαν τότε επιχειρήσεις -όπως για παράδειγμα τα γνωστά «Κλωνάρια» του μακαρίτη Λαναρά- που έβγαζαν πολύ λίγα από την επιχειρηματική τους δράση, αλλά τεράστια ποσά από την διαχείριση των μετοχών τους. Κάπως έτσι λοιπόν από τον Ιανουάριο του 1997 ξεκινάει η ξέφρενη πορεία του Χρηματιστηρίου από τις 945 μονάδες και όσο εκείνο ανέβαινε, τόσο έπεφτε ο πληθωρισμός. Το 1996 ήταν στο 7,3%, όμως το 1997 έχει χάσει σχεδόν το ένα τρίτο στο 4,7%. Την επόμενη χρονιά πέφτει στο 3,9% και το 1999 σημειώνει 2,7%. Τα επόμενα τρία χρόνια ανέβηκε και διατηρήθηκε πάνω από το 3%.
Κάπως έτσι λοιπόν ο Σημίτης πέτυχε την μείωση του πληθωρισμού, κάνοντας στην ουσία την μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, όχι όμως από τους λίγους και πλούσιους στους πολλούς, αλλά από τους πολλούς μικροεπενδυτές που άνοιξαν τα στρώματα και τα σοβατεπιά, έβγαλαν από μέσα τις οικονομίες τους και τις έδωσαν στους λίγους και πλούσιους επιχειρηματίες. Αυτό στην ουσία ήταν και το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου το οποίο πέθανε προσπαθώντας να το αποδείξει δικαστικά ο Μιλτιάδης Έβερτ.

Την ίδια στιγμή όμως το χρέος παρέμενε σε πολύ υψηλά επίπεδα και ήταν άγνωστο αν οι Ευρωπαίοι θα το προσπερνούσαν. Στην αρχή της θητείας του Σημίτη ήταν στο 101,3% του ΑΕΠ, πολύ μακριά από το 60%. Το ευρώ είχε αρχίσει να απομακρύνεται ως επιλογή, γεγονός που έφερνε πιο κοντά την ανάγκη να υπάρχουν βαθιές τομές στο Ασφαλιστικό. Ο πρωθυπουργός άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε από μέσα μία μελέτη για το Ασφαλιστικό που είχε εκπονήσει από το 1997 ο καθηγητής Γιάννης Σπράος. Την έστειλε στον φίλο του και Υπουργό Εργασίας Τάσο Γιαννίτση ζητώντας του να προχωρήσει στον σχεδιασμό των επώδυνων, αλλά απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Το αποτέλεσμα ήταν οι εντυπωσιακές κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, οι οποίες διήρκησαν μήνες και κορυφώθηκαν μέσα στους πρώτο τρίμηνο του 2001.

Κάπου εκεί όμως, καθώς ο Πρωθυπουργός φαινόταν να χάνει την στήριξη της ίδιας της κυβέρνησής του, την στήριξη το κόμματος, ακόμη και της ίδιας της ΠΑΣΚΕ, ήρθε ως από μηχανής Θεός ο Γιάννος Παπαντωνίου κρατώντας ως μάννα εξ ουρανού το swap της Goldman Sachs. Ένα μπερδεμένο οικονομικό προϊόν που θα έκρυβε μέρος του χρέους, μέσω μίας πολύπλοκης ανταλλαγής με γιεν, το οποίο τελικά έφτασε να αποφέρει στην Ελλάδα 5,3 δισ. ευρώ και στην Goldman Sachs περί τα 600 εκατομμύρια. «Το τίμημα είναι χαμηλό» ίσως να εξήγησε τότε ο Γιάννος στον Κώστα, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό το ποσό θα μας εξασφάλιζε την είσοδο στο ευρώ και την διατήρηση της αξιολόγησης ΑΑΑ. «Μην ανησυχείς Κώστα -συνέχισε ο Υπουργός- με την οικονομία να πηγαίνει όρθια μέσα στο ευρώ, σε μερικά χρόνια ο ΟΔΔΗΧ θα αποπληρώσει το swap και δεν θα πάρει χαμπάρι κανένας».

Έτσι, στις 26 Απριλίου του 2001 ο Κώστας Σημίτης τηλεφώνησε στο Τάσο Γιαννίτση και του είπε ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση στην ουσία σταματά και θα προχωρήσουν μόνο όσες μεταρρυθμίσεις ήταν εφικτές πολιτικά καθώς είχαν βρεθεί οι λύσεις και για το χρέος.

Οκτώ μήνες μετά, την 1η Ιανουαρίου 2002 ο Πρωθυπουργός έκανε την γνωστή ανάληψη χαρτονομισμάτων ευρώ, τουλάχιστον τρία με πέντε χρόνια νωρίτερα απ’ ότι άντεχε η ελληνική οικονομία να λειτουργεί μέσα σε ένα τόσο ισχυρό νόμισμα. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν οι στρογγυλοποιήσεις και η επέλαση ενός πρωτοφανούς κύματος ακρίβειας τα πρώτα χρόνια του ευρώ και φυσικά η οικονομική κρίση που δεν απεφεύχθη την επόμενη δεκαετία. Εννοείται ότι το ερώτημα αν θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει την κρίση αφήνοντας τον Γιαννίτση να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό μας τότε και όχι με το μαχαίρι του ΔΝΤ στο λαιμό μας, είναι θεωρητικό και κανένας δεν μπορεί να δώσει μία σίγουρη απάντηση.