Ο ν.5090 /2024 επέφερε βαθιές τομές στον Ποινικό Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με σκοπό τη, με τη θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων, μείωση της ατιμωρησίας και την επιτάχυνση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Οι διατάξεις του είναι θετικές αλλά με αποτελέσματα, που θα εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Κυρίως τη συνεχή πολιτική βούληση, τη μη αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους και την εύστοχη χρήση τους από τους δικαστές.
Η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφιση του παραπάνω νομοσχεδίου αναλώθηκε κυρίως σε πολιτικές αντιπαραθέσεις με τον Υπουργό Δικαιοσύνης να τονίζει, ότι ο ν. Παρασκευόπουλου άνοιξε την πόρτα των φυλακών σε επικίνδυνους κυρίως αλλοδαπούς εγκληματίες και στην ατιμωρησία, που επέφεραν πρόσφορες προς τούτο διατάξεις του νέου ΠΚ(ν.4619/2019) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως φάνηκε εκ του ότι, με βάση τις επιεικείς διατάξεις του νέου ΠΚ εκδικάστηκε η υπόθεση για την εκατόμβη στο «Μάτι», που η «επιεικής» απόφασή της προκάλεσε δημόσια κατακραυγή.
Αντίθετα, στη Βουλή η αντιπολίτευση υπερασπίστηκε το νέο ΠΚ και κατηγόρησε την κυβέρνηση, ότι πρόκειται για νομοσχέδιο, που αποσκοπεί κυρίως στην προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων παραβλέποντας τα δικαιώματα των κατηγορούμενων και είναι πολύ αυστηρό, αφού προβλέπει για κάποια αδικήματα πολύ αυστηρές ποινές, αλλά και την πραγματική έκτιση μέρους των ποινών με εγκλεισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα.
Φυσικά την αντιεγκληματική και σωφρονιστική πολιτική ασκεί κυριαρχικά η Πολιτεία με γνώμονα το κράτος δικαίου και τη δημόσια ασφάλεια ειδικότερα των πολιτών. Κατά καιρούς η Πολιτεία υποκύπτει σε πιέσεις ή για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας απενοχοποιεί κάποια αδικήματα με την επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, που πολλές φορές προκαλείται τεχνηέντως.
Η καταδίκη του κατηγορούμενου από το δικαστήριο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά πρέπει να επιβάλλεται για την εκπλήρωση των σκοπών της ποινής α) της ειδικής πρόληψης, δηλαδή συμμόρφωση του παραβάτη, ώστε να μην υποπέσει εκ νέου σε αδίκημα και β) της γενικής πρόληψης, δηλαδή δια της δημοσιοποιήσεως της ποινής την αποτροπή των λοιπών πολιτών σε τέλεση αδικημάτων.
Πολλές φορές όμως με την επίκληση αόριστα της επιστήμης και της επιείκειας, κατά όμως παράβλεψη των σκοπών της ποινής, η ποινική διαδικασία έχει καταστεί «κατηγορουμενοκεντρική», δηλαδή τα πάντα για τον κατηγορούμενο και τα δικαιώματα του, παραβλέποντας ότι και τα θύματα έχουν δικαιώματα. Φυσικά, ο κατηγορούμενος έχει τα δικαιώματα που του δίνει το Σύνταγμα, ο νόμος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δικαία δίκη, για την παραβίαση των οποίων η χώρα μας έχει καταδικασθεί από το ΕΔΑΔ σχεδόν 1000 φορές.
Μου κάνουν όμως εντύπωση οι διαμαρτυρίες για αυστηρές ποινές που προβλέπει ο ν.5090/24 για αδικήματα, που δεν έχουν τελεστεί ακόμα, αφού οι θεσπισθείσες αυστηρές διατάξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ και θα ισχύσουν για αδικήματα από πρόθεση που θα τελεστούν μετά την 1-5-2024.
Νομίζω, ότι οι τροπολογίες του ΠΚ, ιδίως για την αύξηση του κατώτατου ορίου της ποινής για τις ανθρωποκτονίες από αμέλεια και στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη, όχι μόνο δεν είναι δρακόντειες, αλλά θα συντελέσουν στη μείωση των θανατηφόρων ατυχημάτων και σε κάθε περίπτωση μαζί με τις τροπολογίες του ΚΠΔ για την επιτάχυνση της δίκης και ιδίως για τον περιορισμό των αναβολών δίκης, θα μειώσουν την αίσθηση ατιμωρησίας που επικρατούσε μέχρι τώρα και καλλιεργείτο τεχνηέντως, αλλά και την ταλαιπωρία των διαδίκων και μαρτύρων από τη διαιώνιση των δικών, αρκεί οι δικαστές να προσπαθούν να δικάσουν όλες τις υποθέσεις του πινακίου και οι δίκες να μην αναβάλλονται λόγω λήξεως του ωραρίου.
Μου έκανε όμως εντύπωση η δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης στη Βουλή, ότι δικηγόρος μέλος νομοπαρασκευαστικής επιτροπής παρεισέφρησε στο ν.4619/2019 διάταξη με την οποία παραγράφηκαν τα αδικήματα των ισχυρών πελατών του και έτσι επαληθεύεται για μια ακόμα φορά ο Ζάλευκος, ότι μόνο τα μικρά ζωύφια πιάνει ο ιστός της αράχνης (μεταφορικά της δικαιοσύνης) και συνιστά πρακτική που επιβαρύνει το τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη, που μόνο με πράξεις και όχι με δηλώσεις ανακτάται.
Οι νέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις ισχύουν από 1-5-24 , δεν έχουν αναδρομική ισχύ και εφαρμόζονται για τα αδικήματα που θα τελεστούν σε χρόνο μετά την 1-5-24, οι δε δικονομικές διατάξεις έχουν άμεση εφαρμογή. Από την ψήφιση των νέων κωδίκων το 2019 μέχρι σήμερα έχουν θεσπισθεί τουλάχιστον τέσσερις τροποποιήσεις των ποινικών κωδίκων και με την παρούσα τροποποίηση πέντε και τα δικαστήρια αναλώνονται να βρουν ποια διάταξη ισχύει.
Ο κατηγορούμενος είναι ο πρωταγωνιστής της ποινικής δίκης και οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, όπως ίσχυε μέχρι το 1996, οπότε επιτράπηκε σε δίκες αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου να εκπροσωπείται από δικηγόρο που στη συνέχεια επιτράπηκε σε όλες τις δίκες ακόμα και στα κακουργήματα (άρθρο 340παρ,3ΚΠΔ), πρακτική που εφαρμόζεται κυρίως από τους επωνύμους, που αποφεύγουν συστηματικά να καθίσουν στο «σκαμνί». Φυσικά, το δικαστήριο μπορεί να διακόψει τη συζήτηση και να καλέσει τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί, δυνατότητα που εφαρμόζεται σπάνια. Επειδή θεωρώ, ότι η παρουσία και η απολογία του κατηγορουμένου στο δικαστήριο είναι απόλυτα απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια, που δεν αναπληρώνεται από το αντ’ αυτής αφήγημα του δικηγόρου, συνεχίζω να ζητώ επίμονα την κατάργηση της παραπάνω διάταξης.
Η εφαρμογή της μετατροπής της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας που είχε θεσπιστεί με το ν,4619/2019 δεν εφαρμόστηκε ελλείψει υποδομών, ήδη όμως βρέθηκαν φορείς μεταξύ των οποίων ΟΤΑ που θα την εφαρμόσουν, αλλά αμφιβάλλω αν το σύστημα θα λειτουργήσει ικανοποιητικά, αν κρίνουμε τηρουμένων των αναλογιών εκ του ότι μόνο οι μισοί (επιεικώς) από τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλουν τα δικαστήρια τηρούνται.
Οι δικηγόροι απέχουν από τα καθήκοντά τους σχεδόν επτά μήνες, με αποτέλεσμα οι ποινικές υποθέσεις, πλην εξαιρέσεων, να αναβάλλονται και έτσι έχει σωρευθεί ένας τεράστιος όγκος εκκρεμών υποθέσεων, που δεν είναι διαχειρίσιμος, εκτός εάν παραταθεί το ωράριο λειτουργίας των ποινικών ακροατηρίων επί δίωρο, για την οποία παράταση οι συνδικαλιστικοί φορείς δικηγόρων και δικαστικών γραμματέων αντιδρούν και έχουν χαράξει κόκκινες γραμμές.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.