Πειθαρχικός έλεγχος δικαστών

Δύο πρόσφατα γεγονότα έφεραν στο προσκήνιο της δημοσιότητας τη Δικαιοσύνη και τις δυσλειτουργίες της

Δύο πρόσφατα γεγονότα έφεραν στο προσκήνιο της δημοσιότητας τη Δικαιοσύνη και τις δυσλειτουργίες της:

Α) Ο βιασμός και η ειδεχθής δολοφονία της 11χρονης από τον θείο της στον Πύργο της Ηλείας, που με απόφαση του ΜΟΕ είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση 9 ετών για βιασμό και κυκλοφορούσε ελεύθερος. Β) Η βιοπραγία κατά της συζύγου του από επώνυμο δικηγόρο και κυρίως η με συμφωνία ανακριτή και εισαγγελέα μη προσωρινή κράτηση του, που προκάλεσε δυσμενέστατα σχόλια κατά της δικαιοσύνης για την επιλεκτική μεταχείριση των επωνύμων, τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών από την ηγεσία ΑΠ για εσφαλμένη δικανική κρίση και δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για τη θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων για τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας.   

Ο παραπάνω βιαστής και δολοφόνος, το 2020, είχε καταδικαστεί πρωτόδικα από το ΜΟΕ για βιασμό σε κάθειρξη 9 ετών και με απόφαση μόνο των τακτικών δικαστών δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση που άσκησε και αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους κατόπιν των αναβολών της δίκης μέχρι την ημέρα της δολοφονίας.

Όταν το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι για τη δολοφονία ευθύνεται και το συγκεκριμένο δικαστήριο, που τον άφησε ελεύθερο με την άσκηση της έφεσης. Την άποψη αυτή ενίσχυσε και η ανακοίνωση του ΑΠ για τον πειθαρχικό έλεγχο σε βάρος των δικαστών που διέταξε η Πρόεδρος ΑΠ, γιατί η απόφασή τους δεν είχε ιδιαίτερη αιτιολογία, που σημαίνει έμμεσο έλεγχο της δικανικής κρίσης τους, που ολοκληρώνεται εφόσον ασκηθεί πειθαρχική αγωγή με την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης. Δεν γνωρίζω, ποιο πειθαρχικό αδίκημα αποδίδεται στους δικαστές, γιατί το άρθρο 109  του ν.4938/2022 κωδ,5108/2024 δεν προβλέπει σχετικό πειθαρχικό αδίκημα, ούτε από πού προκύπτει η αρμοδιότητα της Προέδρου ΑΠ να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο σε αντίθεση με τον Εισαγγελέα ΑΠ που προβλέπεται ρητά για τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Παρατηρώ όμως, ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) με ανακοίνωσή της ζήτησε μόνο την παρέμβαση του ΕΣΡ και της Πολιτείας για να σταματήσει να αποτελεί «η τηλεόραση αρένα και η Δικαιοσύνη θέαμα».

Εξάλλου η μη κράτηση του δικηγόρου προκάλεσε εκτός από τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών και  δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για θέσπιση συγκεκριμένων πολύ αυστηρών διατάξεων στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Οι διατάξεις είναι δρακόντειες, ιδίως η υποχρεωτική προσωρινή κράτηση του δράστη και μη χορήγηση ανασταλτικής δύναμης στα ένδικα μέσα, που σημαίνει παραμονή στις φυλακές του δράστη μέχρι τη δευτεροβάθμια δίκη. Αμφιβάλλω όμως αν κατόπιν  αντιδράσεως των δικηγόρων τελικά οι διατάξεις ψηφιστούν ως έχουν. 

Στα Ποινικά Δικαστήρια των 80% των δικαστών είναι γυναίκες, γεγονός που, λόγω  γυναικείας αλληλεγγύης, μπορεί να επηρεάσει τη δικανική τους κρίση τόσο αν τελέστηκε η άδικη πράξη, όσο και για το ύψος της ποινής, όταν δικάζεται άντρας για ενδοοικογενειακή βία. Για την πρόληψη λοιπόν ενδεχόμενης μεροληπτικής δικαστικής κρίσης ή ακόμη τη δημιουργία υποψίας, ότι υπάρχει, πρέπει οι προτεινόμενες από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διατάξεις να συμπληρωθούν ως εξής: Α) Στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δικάζει υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας να μετέχει υποχρεωτικά ένας άνδρας δικαστής. Β) Όταν η καταδικαστική απόφαση εκδίδεται κατά πλειοψηφία, τότε η άσκηση της έφεσης να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Σαφώς και οι δικαστές κρίνονται τόσο από την κοινή γνώμη, όσο και από τα αρμόδια όργανα επιθεώρησης  και αξιολογούνται κατά τη νομική κατάρτιση και την εκτίμηση των αποδείξεων δυσμενώς με τις εκθέσεις επιθεωρήσεως,  όταν  η δικανική τους κρίση υπερβαίνει τα ακραία όρια αυτής,  βάσει όμως των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και όχι με βάση μελλοντικών γεγονότων σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΔΕ. Αν επικρατήσει η συλλογιστική αυτή τότε στην πράξη καταργείται το άρθρο 471 ΚΠΔ, ότι η άσκηση ενδίκου μέσου έχει ανασταλτική δύναμη, εκτός αν αποφασίσει άλλως το δικαστήριο, γιατί οι δικαστές από τον φόβο της δυσμενούς αξιολόγησης δεν θα χορηγούν ανασταλτική ισχύ στα ένδικα μέσα.

Στο ποινικό μας σύστημα έχει επικρατήσει η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας ή συνάφειας (causa adequata) σύμφωνα με την οποία από τις πολλές αιτίες που συνέβαλαν στην επέλευση ενός ζημιογόνου αποτελέσματος ξεχωρίζουμε εκείνη, που θεωρούμε ως κρίσιμη ή πρόσφορη σε αντίθεση με τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (condition sine qua non), που καταλογίζει ευθύνη σε κάθε παράγοντα που συντέλεσε στην επέλευση του αποτελέσματος. Θεωρία   που δεν επικράτησε, γιατί οδηγεί σε adsurdum. Επομένως, για τη δολοφονία της 11χρονης ευθύνεται μόνο ο δράστης και όχι το δικαστήριο, που έδωσε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, όπως έμμεσα τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη υπαινίσσονται. Σε αντίθετη περίπτωση εισάγουμε στο ποινικό μας σύστημα από την πίσω πόρτα τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, που οδηγεί σε κυνήγι μαγισσών.     

Σε κάθε περίπτωση οι δικαστές πρέπει να αξιολογούνται δυσμενώς σύμφωνα με το άρθρο 177 Κ.Ποιν.Δ. όταν η δικανική τους κρίση, που βασίζεται στην εκτίμηση των  αποδείξεων, υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας και είναι ενάντια στη λογική με πολλά παραδείγματα αποφάσεων, που τα συμπεράσματά τους είναι τελείως αυθαίρετα, χωρίς αυτό να σημειώνεται στις εκθέσεις επιθεώρησης, ώστε να λαμβάνεται υπόψη κατά τις προαγωγές των δικαστών ή την άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Σαφώς ο δικαστής, του οποίου η δικανική κρίση είναι κατά κανόνα αυθαίρετη, είναι ακατάλληλος να ασκεί το λειτούργημα. Ο μέχρι  τώρα μη έλεγχος των δικαστών για εσφαλμένη δικανική κρίση, που συντελεί στην έκδοση μη ορθών αποφάσεων που είχαν σοβαρές έννομες συνέπειες, μαζί με τις άλλες δυσλειτουργίες της απονομής της Δικαιοσύνης, όπως η βραδύτητα απονομής και η αναποτελεσματικότητα των αποφάσεων, είχαν ως  αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτή, που σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση έχει περιοριστεί  στο 15%

* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζης είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.