Του Νικόλα Κατσαούνη
Την τελευταία εικοσαετία, η Κίνα έχει αυξήσει το ΑΕΠ της από 1.45 τρισ. σε 14.5 τρισ. δολάρια. Η αύξηση αυτή δεν σημείωσε πτώση ούτε με την οικονομική κρίση του '08, την οποία οι Κινέζοι βίωσαν ως δυτική και όχι ως παγκόσμια κρίση.
Αυτή τη στιγμή η Κίνα δαπανά σε έρευνα στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης τέσσερις φορές περισσότερο από τις ΗΠΑ, ενώ το καλοκαίρι που μας πέρασε δοκίμασε ένα βλήμα το οποίο μπορεί να πλήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες περνώντας από τον Νότιο Πόλο και όχι από τον Βόρειο. Αυτό είναι βαρύνουσας σημασίας για την Ουάσιγκτον, καθώς τα συστήματα άμυνας της χώρας είναι στραμμένα προς τον Βόρειο και όχι τον Νότιο Πόλο, καθώς δομήθηκαν στην λογική των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων του Ψυχρού Πολέμου οι οποίοι θα έρχονταν από τα βόρεια. Παράλληλα, ο στόλος της Κίνας, αν και κατώτερος τεχνολογικά, είναι πλέον ισάριθμος με των ΗΠΑ, ενώ το κινέζικο αμυντικό δόγμα επικεντρώνεται σε ναυτικό πόλεμο, δηλαδή στο θέατρο του Ειρηνικού και της Ταϊβάν.
Σε πολιτικούς και εθνικιστικούς όρους, η παιδεία του κινεζικού πληθυσμού αλλά και η εκπαίδευση του στρατιωτικού και διπλωματικού γίνεται με έμφαση στην εκατονταετή ταπείνωση της χώρας, και της ανόδου της Κίνας και της παρακμής της Δύσης. Τα Κινεζάκια, άλλωστε, μαθαίνουν στο σχολείο για τους πολέμους του οπίου του 19ου αι, αλλά δεν μαθαίνουν για τις διαδηλώσεις στην Τιενανμέν.
Η Αμερική είναι μπροστά από την Κίνα και σε υπεροπλία και τεχνολογικά. Δεδομένης όμως αυτής της δυναμικής, και επειδή οι προθέσεις αλλάζουν εν μία νυκτί, ενώ οι δυνατότητες θέλουν δεκαετίες, οι Αμερικάνοι σωστά έχουν στραφεί προς την Κίνα, αντιμετωπίζοντάς την ως τον κύριο αντίπαλο. Πολλοί εκφράζουν την άποψη ότι η πορεία της Κίνας μπορεί να ανακοπεί. Πράγματι, η υπακοή των Κινέζων στο ΚΚΚ στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την ολοένα και διευρυνόμενη μεσαία τάξη που διασφαλίζει η οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στο σκληρό σύστημα επιτήρησης, παρακολούθησης και κοινωνικού ελέγχου που εφαρμόζει το ΚΚΚ. Μια αναστροφή του οικονομικού κλίματος μπορεί να οδηγήσει σε λαϊκή δυσαρέσκεια ή σε γενικευμένη αναστάτωση. Από την σκοπιά της χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, όμως, πρέπει κανείς να προετοιμάζεται για το χειρότερο και να ελπίζει στο καλύτερο, και το πρόσφατο παρελθόν έχει δείξει ότι η Κίνα μάλλον θα συνεχίσει την ανάπτυξή της.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει θέση στο ψηφιδωτό των σχέσεων των δύο χωρών. Η στρατηγική του Πεκίνου φιλτράρεται μέσα από την δυναμική της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Έτσι, το ΚΚΚ παρά τις δημόσιες δηλώσεις του, υποστηρίζει τον Πούτιν, ελπίζοντας σε μία ήττα του ΝΑΤΟ και συνεπώς της Δύσης. Το Πεκίνο είναι, δηλαδή, διατεθειμένο να δώσει χρόνο στην Ρωσία προκειμένου να πετύχει τους στόχους της. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο, αλλά εξίσου σημαντικό κίνητρο. Η σύγκρουση στην Ουκρανία διασφαλίζει, έστω και προσωρινά, την φιλία αλλά και εξάρτηση της Ρωσίας σε μία σχέση η οποία υπό κανονικές συνθήκες είναι ανταγωνιστική. Έτσι, η Κίνα, λόγω της ρωσικής απομόνωσης μπορεί να εισπράξει οφέλη σε εμπόριο ενέργειας αλλά πιθανόν και στρατιωτικής τεχνογνωσίας.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ προσπαθούν να στηρίξουν την Ουκρανία και να εμποδίσουν την πιθανή σύμπραξη Ρωσίας–Κίνας, καθώς παράλληλα προσπαθούν να στραφούν προς τα ανατολικά –κάτι στο οποίο ούτως ή άλλως θα τους αναγκάσει η ανάπτυξη της Κίνας. Βραχυπρόθεσμα, πάντως, και δεδομένης της οικονομικής αλληλεξάρτησης ΗΠΑ–Κίνας, της ενεργητικότητας της τελευταίας στο διεθνές στερέωμα, αλλά και όσο μαίνεται η σύγκρουση στην Ουκρανία, είναι αμφίβολο αν οι ΗΠΑ θα τα καταφέρουν να αποτρέψουν μια τέτοια σύμπραξη.
Η συσπείρωση Ρωσίας–Κίνας δεν συμφέρει ούτε τις ΗΠΑ ούτε την Ε.Ε. Η ανάπτυξη και των δύο όμως, δίνει στην Κίνα την δυνατότητα να παίξει παγκόσμιο ρόλο σε βάθος εικοσαετίας, ενώ στην Ρωσία παρέχει την δυνατότητα να παίξει ισχυρότερο περιφερειακό ρόλο. Ο κόσμος δεν είναι πλέον μονοπολικός, έχει τουλάχιστον τέσσερις πόλους για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης: τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ε.Ε. (έστω και ως οικονομική δύναμη) και την Ρωσία σε μειωμένης εμβέλειας δύναμη ανάμεσα στις δύο.
Όταν οι ισορροπίες αλλάζουν λόγω της ανάδυσης νέων δυνάμεων στο διεθνές στερέωμα, οι δυνάμεις αυτές "δοκιμάζουν" η μία την άλλη μέχρι να αποκρυσταλλωθεί μία νέα ισορροπία. Σε αυτό το περιβάλλον, η Κίνα θα αποπειραθεί να ελέγξει πρώτα την Θάλασσα της Νότιας Κίνας αλλά και την Ταϊβάν, ενώ μακροπρόθεσμα θα προσπαθήσει να προβάλει την ισχύ της πιο μακριά –π.χ. πιο κοντά στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ θα αντισταθούν σε αυτή την δυναμική, με κίνδυνο ακόμα και την πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο.
Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, τα σημεία σύγκλισης της Δύσης επανακαθορίζονται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, π.χ., έχει εμπορικά συμφέροντα με τις χώρες της Ασίας, και πρέπει να διαφυλάξει τον κυβερνοχώρο της και την τεχνολογική της υποδομή από πάσης φύσεως εισβολές από τα ανατολικά. Έχει επίσης συμφέρον να διαφυλάξει τα ανατολικά της σύνορα με πολιτική ανάσχεσης αλλά και διαλόγου με την Ρωσία. Από την άλλη, ωστόσο, δεν έχει κανένα συμφέρον να εμπλακεί σε εκτεταμένες συγκρούσεις με την Κίνα.
Οι ίδιες οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν, σε βάθος χρόνου, να μετρήσουν τις δυνάμεις τους και να δουν πού είναι διατεθειμένες να επέμβουν, γιατί πλέον οι επιλογές τους θα έχουν κόστος ευκαιρίας: οτιδήποτε τις αποσπά από την Κίνα, κοστίζει σε στρατιωτικούς όρους σε σχέση με αυτήν.