Το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε σε απόσταση λίγων μέτρων από το Α/Τ των Αγίων Αναργύρων, όπου κακοποιό στοιχείο δολοφόνησε με πέντε μαχαιριές την 28χρονη πρώην φίλη του -επειδή τον είχε απορρίψει-, προκάλεσε σε όλο το Πανελλήνιο αποτροπιασμό και φρίκη, που επιτάθηκαν από τη μετάδοση από τα ΜΜΕ video με τις σκηνές της δολοφονίας της, αλλά κυρίως προκάλεσε αγανάκτηση και οργή για την ανικανότητα της Αστυνομίας να προσφέρει την προστασία που της ζητήθηκε.
Δεν θα αναλύσω το έγκλημα από κοινωνιολογικής και ψυχολογικής πλευράς, γιατί άλλοι είναι πλέον εμού αρμόδιοι, ούτε μπορώ να το χαρακτηρίσω ως γυναικοκτονία, δηλαδή τη σκότωσαν μόνο γιατί ήταν γυναίκα -γιατί πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο, αν και σε μικρότερο βαθμό, δηλαδή γυναίκα να σκοτώνει άντρα με διαφορετικά κίνητρα κατά περίπτωση, όπως πάθος, ζήλια, μίσος, αγανάκτηση από βίαια συμπεριφορά του, πληγωμένο εγωισμό γιατί την εγκατάλειψε, που μάλλον συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση και που τον περιγράφει ο Σαίξπηρ στον μονόλογο του Άμλετ «σαν μαχαιριές του περιφρονημένου έρωτα». Στις περιπτώσεις αυτές ισχύει αυτό που είπε ο Κάφκα «ο ποιητής Κ. αυτοκτόνησε από έρωτα, δηλαδή από μεγάλη αγάπη για τον εαυτό του».
Σαφώς η παραπάνω δολοφονία κάτω υπό τις συνθήκες που τελέσθηκε αποτελεί ένα ειδεχθές έγκλημα ανθρωποκτονίας από πρόθεση με δράστη με εγκληματικό παρελθόν βίας χωρίς κανένα ελαφρυντικό, γιατί το πάθος κατά τη μνημειώδη αγόρευση του παλιού Εισαγγελέα ΑΠ Δ.Τζιβανόπουλου δεν συνιστά ελαφρυντικό, με προβλεπόμενη ποινή την ισόβια κάθειρξη, που σημαίνει απόλυση από τις φυλακές μετά 20 χρόνια ή και λιγότερα με ευεργετικό υπολογισμό. Η υπόθεση θα δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, που συγκροτείται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, που το κοινό περί δικαίου αίσθημα επηρεάζει τη δικανική τους κρίση.
Σαφώς η παραπάνω δολοφονία δεν αποτελεί περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας, γιατί το θύμα και ο θύτης δεν ήταν ζευγάρι, αλλά πρόκειται για έγκλημα εκ προμελέτης, που κατόπιν παρακολουθήσεως ο δράστης έστησε καρτέρι στο θύμα το καταδίωξε και το σκότωσε. Απορώ λοιπόν με την εκτός θέματος δήλωση του κ. Υπουργού Προστασίας του Πολίτη ότι έχουν εκπαιδεύσει 17.000 αστυνομικούς για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ενώ θα ήταν καλύτερο να διευκρινίσει πόσους αστυνομικούς έχουν εκπαιδεύσει και κυρίως έχουν ενθαρρύνει με την παροχή μέσων και πέπλου προστασίας για την παροχή βοήθειας στον πολίτη.
Είναι γεγονός, ότι πολλοί αστυνομικοί που επέδειξαν υπερβάλλοντα υπερεσιακό ζήλο και ανέπτυξαν πρωτοβουλίες στον πόλεμο κατά του εγκλήματος δεν τους παρασχέθηκε η κατάλληλη στήριξη πολιτική και δικαστική σε κατηγορίες για υπερβάσεις του καθήκοντός τους ή των ορίων της αμύνης. Επίσης, υπάρχουν άνωθεν εντολές περί μη εμπλοκής με αντιεξουσιαστές ή Ρομά ή σε συγκρούσεις αθλητικών ή πολιτικών συγκεντρώσεων και έτσι έχει δημιουργηθεί σε πολλούς αστυνομικούς η νοοτροπία «του φευγάλα η μάνα δεν κλαίει ποτέ». Κάτι που συνέβη και με τον φρουρό στο Α/Τ Αγίων Αναργύρων, που κατά τα ΜΜΕ δεν επενέβη για τη διάσωση του θύματος, αν και ομολογώ δεν γνωρίζω, πώς θα μπορούσε να επέμβει χωρίς να κάνει χρήση του όπλου. Μήπως λοιπόν επέστη ο καιρός να αλλάξει ο οργανισμός οπλοφορίας για αστυνομικούς, ώστε με κατάλληλη εκπαίδευση να παρέχουν πιο αποτελεσματική προστασία στους πολίτες;
Πλανάται ενδεχόμενα σκόπιμα μια διάδοση ότι είναι συνυπεύθηνη η Αστυνομία για τη δολοφονία της άτυχης κοπέλας με τη μη επέμβαση της, που δεν έχει όμως νομικό έρεισμα, γιατί σύμφωνα με το ισχύον στη χώρα μας ποινικό σύστημα αναζητείται η πρόσφορη αιτία που προκάλεσε την πράξη, που είναι μόνο η πράξη του δολοφόνου. Σαφώς όμως υπάρχουν πειθαρχικές ευθύνες, όχι μόνο για τους αστυνομικούς, που ενεπλάκησαν στο επεισόδιο, αλλά γενικότερες για το έλλειμμα δημόσιας ασφάλειας στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Κάτι το οποίο προκαλεί και το ερώτημα της κοινής γνώμης, γιατί στο συγκεκριμένο Α/Τ συγκεντρώθηκαν τόσοι ελεγχόμενοι πειθαρχικά αστυνομικοί.
Σαφώς η απάντηση του αστυνομικού ότι «το 100 δεν είναι ταξί» όταν ζητήθηκε από το θύμα να τη μεταφέρει σπίτι, φαίνεται εκ του αποτελέσματος πολύ άστοχη, αλλά την πραγματική διάσταση του επεισοδίου θα την διευκρινίσει η ΕΔΕ που έχει διαταχθεί.
Είναι γεγονός, ότι μολονότι υπηρετούν 60.000 αστυνομικοί σε όλη τη χώρα, το 60% υπηρετεί βάσει ευεργετικών νόμων στον τόπο καταγωγής τους, οι δε υπόλοιποι, μετά την αφαίρεση 8.000 που έχουν αποσπαστεί στη φύλαξη ευπαθών στόχων, δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες των αστυνομικών υπηρεσιών του Λεκανοπεδίου και ως εκ τούτου λόγω της υποστελέχωσης των τμημάτων ασφαλείας παρουσιάζεται έλλειμμα στην παροχή δημόσιας ασφάλειας. Πρέπει λοιπόν ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη σπάζοντας αυγά να μεταφέρει το πλεονάζον αστυνομικό δυναμικό από την Περιφέρεια στο Κέντρο για καλύτερη αστυνόμευση χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος και για το ζήτημα αυτό υπέχει πολιτική ευθύνη...
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.