Ο διάλογος για την ακρίβεια στα τρόφιμα χρειάζεται ειλικρίνεια και τολμηρές αποφάσεις  

Η χώρα μας έχει μείνει σε παρωχημένα μοντέλα παραγωγής, ενώ έχει τις δυνατότητες να γίνει ο "λαχανόκηπος της Ευρώπης"

Η συζήτηση που γίνεται στη χώρα μας για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ακρίβειας, ειδικά στο κλάδο των τροφίμων, απαιτεί περισσότερη ειλικρίνεια και τολμηρές αποφάσεις. 

Η Ελλάδα κινείται υψηλότερα, από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της Ε.Ε. ως προς τη μεταβολή τιμών στα τρόφιμα την τελευταία τριετία, χωρίς όμως μεγάλες διαφορές. Συγκεκριμένα, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα από τον Απρίλιο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2024 διαμορφώνεται στο 30,28% στην Ελλάδα, στο 26,26% στην Ευρωζώνη και στο 28,93 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  

Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα εφαρμόζει τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στα είδη διατροφής, κάτι που αποτελεί «κληρονομιά» από τη μνημονιακή περίοδο. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι δεν έχουν νόημα μέτρα όπως οι μειώσεις φόρων, που οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης και ότι κυρίως ζητούμενο είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και η ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων. Επικαλείται, επίσης, το παράδειγμα της Ισπανίας όπου, ενώ υπήρξε μηδενισμός του ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, τα επιθυμητά αποτελέσματα δεν έφθασαν ποτέ στον Ισπανό καταναλωτή. 

Η δική μας θέση είναι ότι ο διάλογος για την ακρίβεια στα τρόφιμα πρέπει να αποκτήσει περισσότερο βάθος. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της προσφοράς.      

Συνοπτικά, προτείνουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ολλανδίας, η οποία είναι η δεύτερη παγκοσμίως χώρα σε εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Τι μπορεί να μάθει η Ελλάδα από την Ολλανδία;  τη στροφή σε καλλιέργειες και πρακτικές με υψηλή απόδοση, καθώς και τη διαχείριση  πόρων και αξιών με ρήτρες χρήσης. 

Η χώρα μας έχει μείνει σε παρωχημένα μοντέλα παραγωγής, ενώ έχει τις δυνατότητες να γίνει ο "λαχανόκηπος της Ευρώπης". Η αναδιάρθρωση των μοντέλων αγροτικής παραγωγής επιβάλλεται, άλλωστε και από τα νέα κλιματικά δεδομένα. Η προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής απαιτεί την εφαρμογή αειφόρων και αποτελεσματικών μεθόδων στην καλλιέργεια και επεξεργασία, θεαματική αύξηση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών και την εκμετάλλευση της γεωθερμίας, κ.ά. 

Το νέο μοντέλο παραγωγής σημαίνει, επίσης, μεταποίηση των προϊόντων που ήδη καλλιεργούνται, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό, φορολογικά και άλλα κίνητρα για τη δημιουργία νέων συνεταιριστικών σχημάτων, που θα λειτουργούν με κανόνες της αγορές χωρίς κρατική παρέμβαση, καθώς και ενίσχυση της Έρευνας και Ανάπτυξης με δελεαστικά επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα σε μεγάλες διεθνείς εταιρίες του αγροδιατροφικού τομέα, ώστε να εγκαταστήσουν στη χώρα μας σχετικές επενδύσεις και να συνεργαστούν με τοπικές γεωπονικές σχολές. 

Η συνένωση δυνάμεων είναι μονόδρομος για τον κλάδο των τροφίμων. Πρέπει να ξεκινά από την ορθολογική και υπολογισμένη απόκτηση μηχανολογικού εξοπλισμού καλλιέργειας και να επεκτείνεται στη μεταποίηση των προϊόντων. Χρειάζεται, επίσης, σύνδεση των επιδοτήσεων με συνεταιριστικές πρακτικές και αποτελέσματα, αναπροσαρμογή των επιδοτήσεων σε προϊόντα που μπορούν να διπλασιάσουν, τουλάχιστον, την παραγόμενη αξία ανά στρέμμα, οικονομικά κίνητρα σε μικρές εταιρίες και ομάδες παραγωγών με βάση την ετήσια οικονομική τους απόδοση και εφαρμοσμένη καινοτομία και δημιουργία ενός μοντέλου χρήσης της γης, ώστε να μη μένει ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης ακαλλιέργητο. 

Είναι καιρός να διατυπώσουμε μια νέα αγροτική και μεταποιητική πολιτική με ανατρεπτικές πρακτικές και προτάσεις. Αν δεν αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο και συνεχίσουμε να  στηριζόμαστε στην κατανάλωση και στις εισαγωγές, δεν πρόκειται να επιλύσουμε κανένα πρόβλημα ακρίβειας.

* Η κα Σοφία Κουνενάκη-Εφραίμογλου είναι Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (EBEA), Πρόεδρος του Εθνικού Επιμελητηριακού Δικτύου Ελληνίδων Γυναικών Επιχειρηματιών (ΕΕΔΕΓΕ), Εκτελεστική Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού