Του Νικόλα Κατσαούνη
Σχηματικά μιλώντας, από το ’45 μέχρι το ’89 ο κόσμος ήταν διπολικός, γεγονός το οποίο ανάγκαζε την Αμερική και την ΕΣΣΔ να λειτουργούν συνυπολογίζοντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου – είχαν δηλαδή και οι δύο αντίπαλο. Αλλιώς ειπωμένο, αναγκαζόντουσαν να υπολογίζουν τις ισορροπίες ισχύος πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε δράση, καθώς αυτές καθόριζαν το κόστος των αποφάσεων που λαμβάνονταν εκατέρωθεν.
Μετά την πτώση του τείχους και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ οι ΗΠΑ βρέθηκε μοναδικός παίκτης στο διεθνές στερέωμα, κάτι που δεν είχε συμβεί από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: η Κίνα δεν είχε αναπτυχθεί, η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη, η Ευρωπαϊκή ήπειρος απαρτίζονταν από συμμάχους, και η αμερικανική ήπειρος ήταν υπό την κυριαρχία των Αμερικανών. Οι τότε κυβερνήσεις της χώρας, όμως, δεν έκαναν οικονομία δυνάμεων και (όπως ίσως ήταν αναμενόμενο) προχώρησαν σε διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ. Παράλληλα ανέπτυξαν ένα δόγμα μονομερούς επέμβασης σε διάφορα σημεία με όχημα το δόγμα ότι ο εκδημοκρατισμός των κοινωνιών στις οποίες επενέβαιναν θα έλυνε τα όποια προβλήματα τους, και θα τις έδενε στο άρμα της δύσης. Έτσι διαδοχικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης Ομπάμα) ενθάρρυναν κατά τόπους επαναστάσεις ή επενέβησαν σε χώρες χωρίς σοβαρό σχέδιο για την «επόμενη μέρα.» Σε αυτές τις επεμβάσεις συμπεριλαμβάνεται η Λιβύη, το Ιράκ, η εικοσαετής παραμονή στο Αφγανιστάν, όπως επίσης και η επιμονή τους ότι «ο Ασάντ πρέπει να φύγει» - όπως έλεγε η Χίλαρι Κλίντον κατά την έναρξη του εμφυλίου στην Συρία. Είναι πλέον ασφαλές συμπέρασμα, ότι καμία από αυτές τις επεμβάσεις δεν είχε θετική έκβαση ενώ οδήγησε κατασπατάληση πόρων που θα μπορούσαν να είχαν διοχετευθεί σε κοινωνική ανάπτυξη εντός των ΗΠΑ.
Σταδιακά όμως το δόγμα της μονομερούς επέμβασης με το ιδεολογικό υπόβαθρο της εξάπλωσης της δημοκρατίας άρχισε να βρίσκει δύο βασικά εμπόδια. Το ένα είναι ο εθνικισμός και το άλλο είναι η ανάδυση νέων δυνάμεων στο διεθνές στερέωμα. Ο εθνικισμός - νοούμενος ως το σύνολο των θεσμών και μύθων, κοινής ιστορίας και κοινού προορισμού, που καθιστά το κράτος την βασική μονάδα στο διεθνές σύστημα – είναι σε ευθεία σύγκρουση με την παραμονή στρατευμάτων σε ξένο έδαφος προκειμένου μία κοινωνία να εκδημοκρατιστεί. Παράλληλα η ανάδυση ξένων δυνάμεων στο διεθνές στερέωμα, με βασικότερη αυτή της Κίνας, αλλά και της Ρωσίας δρα ως κυματοθραύστης στις όποιες προτιμήσεις της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: με άλλα λόγια οι ιθύνοντες της χώρας μαθαίνουν ότι, όπως και για μικρότερες χώρες, οι επιλογές τους πλέον έχουν κόστος, και πρέπει οι εναλλακτικές πρέπει να ζυγίζονται.
Στο ζήτημα της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ λειτούργησε μην υπολογίζοντας την Ρωσία ως παίκτη με προτιμήσεις τις οποίες είναι διατεθειμένη να επιβάλλει. Η κρίση ιδωμένη από την πλευρά του του Πούτιν υπολογίζει τα εξής δεδομένα: πρώτον ότι το ΝΑΤΟ έχει κάνει δύο διαδοχικές διευρύνσεις, με τις χώρες της βαλτικής να είναι πολύ κοντά στην Αγ. Πετρούπολη (2 ώρες οδικώς). Δεύτερον ότι οποιαδήποτε περαιτέρω διεύρυνση θα έφερνε την ξένες δυνάμεις πολύ κοντά στην Μόσχα, δηλαδή θα στερούσε από την Ρωσία «στρατηγικό βάθος.» Τρίτον ότι οι ήττες αυτές έλαβαν χώρα στην «βάρδια» του. Τέταρτον, ότι η Δύση είχε αρνηθεί πεισματικά να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τα θέματα ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η κρίση που προκάλεσε στην Ουκρανία, με εργαλείο την στρατιωτική πίεση, είναι σχεδιασμένη να ανασχέσει αυτή την δυναμική. Θέλει να ξαναθέσει τα ζητήματα αυτά στο τραπέζι συνολικά, ενώ θέλει γραπτές διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ανατολικά.
Από την πλευρά του το ΝΑΤΟ έχει οδηγήσει τον εαυτό του σε στρατηγικό αδιέξοδο. Αν επιμείνει, θα οδηγήσει σε κλιμάκωση μία κρίση την οποία δεν έχει διάθεση να συντηρήσει, για έναν χώρο που δεν είναι του ενδιαφέροντος του. Αν αποχωρήσει θα έχει πληγεί το γόητρο του. Αν εμπλακεί παρέχοντας όπλα στους Ουκρανούς, χωρίς στρατιωτική στήριξη με έμψυχο υλικό, τότε θα σύρει την χώρα σε μία παρατεταμένη σύγκρουση στην οποία η Ρωσία τελικά θα υπερισχύσει αλλά η χώρα θα έχει διαλυθεί. Σε κάθε περίπτωση το γόητρο του ΝΑΤΟ θα έχει πληγεί. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Ομπάμα, είχε αποτυπώσει την πραγματικότητα -πραγματικότητα που κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί δημοσίως- σε μία συνέντευξη του στο περιοδικό Atlantic πριν έξη χρόνια: «Το δεδομένο είναι ότι η Ουκρανία, που δεν είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, θα είναι ευάλωτη σε στρατιωτική κυριαρχία λόγω της Ρωσίας ό,τι και να κάνουμε… Είναι ένα παράδειγμα που πρέπει να είμαστε πολύ ξεκάθαροι ως προς το ποια είναι τα ζωτικά συμφέροντα μας και για ποιους λόγους θα πηγαίναμε σε πόλεμο.»
Σε κάθε περίπτωση ένα ευκταίο μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα της κρίσης θα είναι κάποιου είδους αποκλιμάκωση με την Ρωσία να κάνει υποχωρήσεις σε κάποια θέματα δευτερεύουσας σημασίας, με την Δύση να ανταποδίδει έτσι ώστε και οι δύο να φαίνονται νικητές, αλλά κρατώντας ανοικτό τον διάλογο για θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η Ουκρανία θα μπορούσε να ανακηρυχθεί ουδέτερη χώρα, ελεύθερη να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με όποιον επιθυμεί αλλά χωρίς να ανήκει επίσημα σε κάποια συμμαχία.
Σε αυτό το σημείο, όμως, τίθεται το πολύ σοβαρό ερώτημα της αποστολής του ΝΑΤΟ και του ρόλου της Ευρώπης. Το πρώτο ερώτημα στην ουσία του συνοψίζεται στο εξής: μπορεί το ΝΑΤΟ να επιβιώσει των προαναφερθέντων τεκτονικών αλλαγών στο διεθνές στερέωμα; Η συμμαχία εξυπηρέτησε την Δυτική ενότητα κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και λειτούργησε με επιτυχία στην ανάσχεση της ΕΣΣΔ. Μετά την κατάρρευση της τελευταίας τίθεται το ερώτημα τι σκοπό εξυπηρετεί το ΝΑΤΟ. Και εδώ αναπόφευκτα εισέρχεται ο ρόλος της Ευρώπης: κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο, καθώς υπάγονταν πάντα στα Αμερικανικά. Η ομπρέλα ασφαλείας από την αυτή από την μία παρείχε προστασία στην Ευρώπη, από την άλλη την καθιστούσε παθητικό παίκτη – και δεν μπορούσε να μην είναι άλλωστε: ήταν ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η μοίρα του ΝΑΤΟ θα κριθεί μεταξύ άλλων και από την σύγκλιση – ή απόκλιση – συμφερόντων μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ στρέφονται προς την Κίνα, η Ευρώπη έρχεται προ των επιλογών της: Είναι διατεθειμένη η Ευρώπη να πολεμήσει με την Ρωσία; Είναι διατεθειμένη να διαφυλάξει τα σύνορα της; Είναι διατεθειμένη να μπει σε εμπορική σύγκρουση με την Κίνα, συμπλέοντας με τις ΗΠΑ; Το κυριότερο, με ποιες αμυντικές δομές θα υπερασπίσει τις επιλογές της;
Εδώ η κρίση στην Ουκρανία είναι το «καναρίνι στο ορυχείο» για το μέλλον του ΝΑΤΟ, καθώς είναι ενδεικτική τόσο των αποκλίσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., όσο και της έλλειψης κοινής ευρωπαϊκής θέσης. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Αμερικανός πρόεδρος σχολίασε ότι αν δεν υπάρξει μεγάλη εισβολή τότε μπορεί να μην υπάρξει στρατιωτική απάντηση, κάτι το οποίο αναγκάστηκε να ανακαλέσει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συμφωνήσει στο τι ακριβώς συνιστά "επιθετικότητα," δηλαδή ποιο είναι το κατώφλι το οποίο πρέπει να διαβούν οι Ρώσοι για να υπάρξει απάντηση. Ο Μακρόν πρότεινε Ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση με τους Ρώσους ερχόμενος σε σύγκρουση με την αμερικανική γραμμή, ενώ ο Αμερικανός ΥπΕξ. Α. Μπλίνκεν απαντώντας υπερασπίστηκε την κοινή (διάβαζε: αμερικανική) γραμμή μεταξύ συμμάχων. Όμως και εντός τα Ε.Ε. δεν υπάρχει κοινή θέση: οι Γερμανοί, κοιτώντας το οικονομικό όφελος, αλλά και δεδομένης της ιστορίας τους δεν επιθυμούν σύγκρουση. Οι Ιταλοί, καθώς η κρίση σοβεί, έχουν στείλει αντιπροσωπεία με σκοπό την διαπραγμάτευση εμπορικών σχέσεων. Οι χώρες της βαλτικής αλλά και η Πολωνία δικαίως ανησυχούν καθώς αντιλαμβάνονται την Ρωσία ως απειλή. Το χάσμα είναι ακόμα μεγαλύτερο σε θέματα μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας όπως οι σχέσεις με την Κίνα, ή ακόμα και στο θέμα της Τουρκίας.
Μακροπρόθεσμα, συνεπώς, τίθεται το ερώτημα ποιά είναι η Ευρωπαϊκή θέση στο Ουκρανικό ζήτημα, αλλά και σε άλλα διεθνή ζητήματα. Αυτή τη στιγμή ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που φαίνεται να το αντιλαμβάνεται αυτό είναι Μακρόν. Ο Γάλλος Πρόεδρος, αφού είχε προτείνει ξεχωριστή διαπραγμάτευση με τους Ρώσους, σε ομιλία του στο ευρωκοινοβούλιο ζήτησε να "προταθούν λύσεις στην Ρωσία ώστε να αποκλιμακωθει η κατάσταση στις επόμενες εβδομάδες» και υποστήριξε ότι οι κυρώσεις δεν θα φέρουν αποτελέσματα – αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι η Ρωσία είναι διατεθειμένη να πληρώσει τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κόστος προκειμένου να υπερασπιστεί την Ουκρανία.
Πράγματι, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, ποια θα μπορούσε να είναι η ευρωπαϊκή θέση στο θέμα της Ουκρανίας αλλά και σε άλλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που αφορούν την Ευρώπη; Δεδομένου ότι η Ευρώπη γειτονεύει με την Ρωσία, και συνεπώς θα υποστεί τις συνέπειες μιας παρατεταμένης κρίσης, μία συνετή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική θα επιδίωκε εξομάλυνση των σχέσεων με την Ρωσία και παράλληλη πίεση σε σειρά θεμάτων που απασχολούν τους Ευρωπαίους. Με αντάλλαγμα την ουδετερότητα της Ουκρανίας, η Ευρώπη θα πρέπει να θέσει εμπορικά ζητήματα, ζητήματα κατασκοπίας, δολοφονιών σε Ευρωπαϊκό έδαφος, παραπληροφόρησης, και ζητήματα που αφορούν απόπειρες πολιτικής αποσταθεροποίησης και διάσπασης των δυτικών κοινωνιών. Η Ευρώπη από την πλευρά της θα πρέπει να εγγυηθεί στις χώρες που συνορεύουν με την Ρωσία αλλά και κάθε χώρα που έχει εξωτερικά σύνορα (όπως η Ελλάδα) ότι εγγυάται την ασφάλεια τους με ρητές εγγυήσεις και πολιτική σκληρής αποτροπής. Επιπλέον και σε διατλαντικό επίπεδο – αν υπάρξει κανονικοποίηση των σχέσεων – η Ρωσία μπορεί να είναι φυσικός σύμμαχος της Δύσης ενάντια στην Κίνα, καθώς συνορεύει με αυτή και την βλέπει ανταγωνιστικά στην Κεντρική Ασία, χώρο στον οποίο αναπτύσσει έντονη οικονομική δραστηριότητα η Κίνα μέσω επενδύσεων σε υποδομές.
Σε κάθε περίπτωση, το παρόν καθεστώς που κάθε χώρα Ευρωπαϊκή χώρα φροντίζει για το οικονομικό της συμφέρον χωρίς να κοιτάει μακριά έξω από τα σύνορα της, χωρίς το μάτι στο μέλλον, και χωρίς να φροντίζει να εγγυάται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με στρατιωτικά μέσα είναι μακροπρόθεσμα καταστροφικό.
Σε έναν πολυπολικό κόσμο, αν η Ευρώπη δεν πάρει αποφάσεις για το μέλλον της, τότε θα το πάρουν άλλοι γι αυτήν.