Του Νικόλα Κατσαούνη  

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Αμερική έμεινε μόνη υπερδύναμη στο διεθνές στερέωμα. Ως τέτοια, είχε την πολυτέλεια να ακολουθεί επεμβατικές πολιτικές ακόμα και σε περιοχές εκτός ζωτικών συμφερόντων της, ή σε περιοχές όπου η δράση της θα ήταν πολύ πιο περιορισμένη αν αντιμετώπιζε ένα αντίπαλο δέος, π.χ. στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, αλλά και στην Ουκρανία. 
 
Η στρατηγική του ΝΑΤΟ και της Δύσης μετά την πτώση του τείχους ήταν αυτή της διαδοχικής διεύρυνσης προς τα ανατολικά. Οι διευρύνσεις αυτές λάμβαναν χώρα παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει ο Γκορμπατσόφ από την Δύση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί «ούτε μία ίντσα» ανατολικά, διαβεβαιώσεις οι οποίες δόθηκαν -μεταξύ άλλων- ως αντάλλαγμα στους Ρώσους ώστε να συμφωνήσουν στην επανένωση της Γερμανίας. Στις διευρύνσεις αυτές η Ευρώπη αναλάμβανε το οικονομικό σκέλος της ενσωμάτωσης των πρώην κομμουνιστικών χωρών, ενώ το ΝΑΤΟ αναλάμβανε το στρατιωτικό σκέλος. Έτσι, το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε δύο διαδοχικές διευρύνσεις: το 1999 συμπεριέλαβε την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία, και το 2004 τις χώρες της Βαλτικής. Θα μπορούσε κανείς να πει, και ο γράφον συμφωνεί, ότι αυτές οι διευρύνσεις ήταν βιώσιμες και συνολικά θετικές για τα δυτικά συμφέροντα.
 
Η Ρωσία, σε υποχώρηση μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δεν αντέδρασε. Κατά πρώτο λόγο επειδή ήταν αδύναμη, και κατά δεύτερο επειδή δεν απειλούνταν ζωτικά της συμφέροντα. Διεμήνυε, όμως, ότι περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ σε περιοχές στρατηγικής σημασίας για την ίδια, δεν θα γίνει ποτέ ανεκτή. Η Ουκρανία και η Γεωργία είναι τέτοιες περιοχές.
 
Παρ´ όλα αυτά, τον Απρίλιο του 2008, στη σύνοδο του Βουκουρεστίου το ΝΑΤΟ ανακοινώνει ότι «καλωσορίζει τη φιλοδοξία της Ουκρανίας και της Γεωργίας για πλήρη ένταξη στο ΝΑΤΟ», και συνεχίζει: «Συμφωνήσαμε σήμερα ότι οι χώρες αυτές θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ».  Η ρωσική αντίδραση είναι άμεση, με τον ΥπΕξ της Ρωσίας να δηλώνει ότι «η συμμετοχή της Ουκρανίας και της Γεωργίας στη συμμαχία συνιστά τεράστιο στρατηγικό λάθος, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την πανευρωπαϊκή ασφάλεια». Ως αντίδραση, και μόνο πέντε μήνες μετά, ακολούθησε η εισβολή στη Γεωργία το 2008, με την Δύση να μην μπορεί ή να μην θέλει να υπερασπιστεί έμπρακτα την χώρα. Η εισβολή αυτή, και το αποτέλεσμα της, συνιστά και το προηγούμενο της σημερινής κατάστασης στην Ουκρανία. 
 
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, από το 2008 και μέχρι το πραξικόπημα το 2013, η στρατηγική της Δύσης ήταν η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο δυτικό σύστημα και η δημιουργία μιας χώρας-αναχώματος στη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, και αφού είχε ανακοινωθεί η προοπτική της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. αποπειράθηκε να διαπραγματευτεί μια οικονομική συμφωνία με τη χώρα η οποία δεν θα συμπεριλάμβανε τη Ρωσία, γεγονός απαράδεκτο για τον Πούτιν. O Γιανουκόβιτς τελικά αναγκάστηκε να δεχθεί την οικονομική συμφωνία που προσέφερε η Μόσχα, καθώς -μεταξύ άλλων δυσκολιών- η πρόταση της Ε.Ε. είχε περισσότερες ρήτρες που το Κίεβο δεν μπορούσε να εκπληρώσει. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν συγκρούσεις στην χώρα με τις ΗΠΑ αλλά και την Ε.Ε. να στηρίζουν τους διαδηλωτές. Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν να εισβάλει στην Κριμαία (στην οποία βρισκόταν ήδη, αφού διατηρούσε βάσεις εκεί) και ο Γιανουκόβιτς να αναγκαστεί φύγει από την χώρα. Από τότε η Ουκρανία τελεί υπό την απειλή της Ρωσίας, με τη Δύση να παίζει αμφίσημο ρόλο: κεκλεισμένων θυρών παραδέχεται ότι η συμμετοχή της χώρας είναι νεκρό γράμμα, αλλά δημοσίως στηρίζει την ένταση αντί να επιδιώκει διακανονισμό με τη Ρωσία.
 
Πίσω από αυτήν τη διαμάχη υπάρχει ένα ξεκάθαρο στρατηγικό υπόβαθρο, το οποίο δεν πρόκειται να αλλάξει: η Ουκρανία έχει στρατηγική σημασία για την Ρωσία, ενώ δεν έχει για τη Δύση. Δεδομένης αυτής της πραγματικότητας, η Ρωσία είναι πρόθυμη να πληρώσει πολύ μεγαλύτερο, και οικονομικό, τίμημα, προκειμένου να μην επιτρέψει παρουσία ξένης, ανταγωνιστικής δύναμης στα σύνορά της. Δεδομένου ότι η Αμερική και ακόμα περισσότερο η Ευρώπη δεν βλέπουν την Ουκρανία στρατηγικά, σε αντίθεση με τη Ρωσία, η τελευταία θα επιμείνει. Αυτό οι Ρώσοι το γνωρίζουν, και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι οι Ρώσοι το γνωρίζουν. 
 
Σε αυτό το πλαίσιο, κατά την κλιμάκωση της έντασης των ημερών, το ΝΑΤΟ και η αμερικανική ηγεσία φαίνεται να λένε –με δημόσιες δηλώσεις, αλλά και πράξεις– ότι θα υπερασπιστούν κάτι το οποίο δεν είναι εξαρχής διατεθειμένη η Δύση να δώσει στην Ουκρανία –συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, σε έναν κύκλο κλιμάκωσης που δεν έχει σαφή στρατηγικό στόχο για τη Δύση.
 
Αντιθέτως, η Ρωσία ακολουθεί συγκρουσιακή πολιτική με έναν σαφή πολιτικό στόχο: να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ άλλο ανατολικά –υπόσχεση η οποία είχε δοθεί στη Ρωσία αλλά αθετήθηκε. Τα βήματα σε αυτήν τη στρατηγική είναι σαφή: Αντίθετα με όσα λέγονται, η Ρωσία δεν θέλει να εισβάλει και να καταλάβει τη χώρα ολοκληρωτικά –αυτό θα ήταν οικονομικά εξουθενωτικό και οι Ρώσοι έχουν πάρει το μάθημά τους στο Αφγανιστάν, κι έχουν παρακολουθήσει τις αδιέξοδες περιπέτειες των Αμερικανών και στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Αν το ΝΑΤΟ επιμείνει στη στρατηγική του, η Ρωσία θα προτιμήσει να διαλύσει την χώρα, ώστε να την ελέγξει πολιτικά. Απέναντί της έχει μια συμμαχία που δεν έχει συνεκτική στρατηγική, διότι δεν υπερασπίζεται μια χώρα στρατηγικού συμφέροντος, και κατά βάθος δεν θέλει και δεν μπορεί να την κάνει μέλος του ΝΑΤΟ.  
 
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τεθούν κάποια ερωτήματα και για την αμερικανική στρατηγική και τη γενικότερη εξωτερική πολιτική της χώρας, η οποία είναι κοντόφθαλμη και βλάπτει τα συμφέροντα της Δύσης. Το πρώτο ερώτημα είναι πώς θα αντιδρούσαν οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν επισημοποιήσει ότι δεν θα ανεχτούν ξένες δυνάμεις στο περιβάλλον τους με το δόγμα Monroe, αν αύριο εμφανιζόταν μια ανταγωνιστική δύναμη –π.χ. η Κίνα–  στο Μεξικό. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που έχουμε είναι η πυραυλική κρίση της Κούβας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κούβα πλήρωσε 50ετές τίμημα για την επιλογή της να συνταχθεί με την ΕΣΣΔ –και το πληρώνει και μετά την πτώση του τείχους.
 
Πιο σημαντικό όμως, είναι ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική συνεχίζει να ασκείται σαν να ήταν ο κόσμος μονοπολικός. Όταν ήταν, είχε την πολυτέλεια να επεμβαίνει χωρίς κόστος ή αφήνοντας άλλους να το απορροφούν. Πλέον δεν είναι. Είναι πολυπολικός. Και σε αυτό τον κόσμο η σταθερή ισορροπία δυνάμεων είτε έρχεται με τη διαπραγμάτευση, είτε τελικά επιβάλλεται με τον πόλεμο, έναν πόλεμο στον οποίο η Δύση σοφά θα πρέπει να επιλέξει να μην εμπλακεί. 
 
Με την πολιτική που ακολουθείται στην Ουκρανία, η Αμερική θα πλήξει ακόμα περισσότερο το γόητρό της, γιατί είτε θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, είτε θα υποχρεωθεί να στηρίξει μια εστία έντασης την οποία δεν έχει λόγο να συντηρεί. Στην πρώτη περίπτωση, οι σύμμαχοί της στην Ασία θα αναρωτηθούν γιατί η χώρα συντηρεί διαμάχες που δεν έχουν στρατηγικό χαρακτήρα, σπαταλώντας πόρους και γόητρο, αλλά και ρισκάροντας τη διαμάχη με μια χώρα με πυρηνικό οπλοστάσιο. 
 
Ακόμα πιο σοβαρό είναι το γεγονός ότι η διόλου συνετή εξωτερική πολιτική που ακολουθείται, σπρώχνει τη Ρωσία σε στενότερες σχέσεις με την Κίνα. Οι ΗΠΑ όμως χρειάζονται τη Ρωσία, καθώς μία εξισορροπητική συμμαχία εναντίον της Κίνας πρέπει να περιλαμβάνει και τη Ρωσία, μαζί με την Ταιβάν, το Βιετνάμ, τη Νότια Κορέα, τη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία και την Ινδία. Επιπλέον η Αμερική χρειάζεται την συμβολή της Ρωσίας στην επίλυση σειράς θεμάτων, όπως η Συρία και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. 
 
Μια πιο συνετή εξωτερική πολιτική θα επέβαλλε έναν διακανονισμό ως προς την Ουκρανία, εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί άλλο ανατολικά, ανυποχώρητη διαφύλαξη της παρούσας ισορροπίας και των σημερινών συνόρων, κανονικοποίηση των ευρωπαϊκών σχέσεων με τη Ρωσία, και στροφή της Αμερικής προς την Κίνα που θα είναι και ο τελικός ανταγωνιστής όλων μας. 
 
Τα κράτη ισορροπούν στο σημείο ακριβώς που ισορροπούν τα ζωτικά τους συμφέροντα. Οτιδήποτε άλλο είναι ζημιογόνο εκατέρωθεν, γιατί προκαλεί διαμάχες που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί.
 

Δείτε όλες τις ειδήσεις