Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας ανεξαρτήτως των εσωτερικών πολιτικών εκτιμήσεων, είναι ένα ακόμη βήμα, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας.
Μα, θα πει κάποιος, είναι δυνατόν να δεχόμαστε εθνικές προσβολές και να κάνουμε πως δε συμβαίνει τίποτα; Δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έπρεπε να βγάλει μια οργίλη ανακοίνωση και να ματαιώσει τη συνάντηση; Επίσης, θα έπρεπε να βγάλει το στόλο στο Αιγαίο και τα αεροσκάφη στον ουρανό όπως επίσης και να καλέσει σε ετοιμότητα τον ελληνικό στρατό. Τότε θα καταλάβαιναν οι Τούρκοι πως εμείς εδώ δεν παίζουμε.
Σωστά και μετά από όλα αυτά να περάσουμε στην πολεμική φάση δια να φυλάξουμε τις νέες Θερμοπύλες. Αλλά η εξωτερική πολιτική δεν πραγματοποιείται με βάση το συναίσθημα. Λαμβάνει υπόψη της όλα τα δεδομένα και με σεβασμό στην ιστορία αλλά και στην εθνική κυριαρχία, αναζητεί δρόμους επικοινωνίας και διαλόγου. Ακόμη και αν όλα φαίνονται αδύνατα οφείλει να ανακαλύπτει νέους δρόμους. Γιατί μπορεί η ισχυρή δημοκρατία να έχει και ισχυρό στράτευμα αλλά τα σύγχρονα κράτη δε νικούν με σφαίρες αλλά με τον διάλογο, με τα διεθνή fora, με τις ευρωπαϊκές και ατλαντικές συμμαχίες ακόμη και όταν αυτές δε μας ικανοποιούν απολύτως.
Η γειτνίαση με την Τουρκία δε θα αλλάξει ποτέ. Αυτός είναι ο διπλανός μας. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάποτε η Τουρκία. Μάλλον, δύσκολο. Αλλά εμείς πάντα θα έχουμε την ευθύνη της συνάντησης. Και αν επιλέξουν τον δρόμο των όπλων πάλι η Ελλάδα θα δώσει τις απαντήσεις της. Αλλά ποτέ δε θα το επιλέξει.
Δε γνωρίζω αν υπάρχουν ακόμη κάποιοι που πιστεύουν πως ο Εξαδάκτυλος βασιλιάς περιμένει να ξυπνήσει ή μερικοί που βρίσκουν ευκαιρία να διεκδικήσουν τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Το σίγουρο είναι ένα: η Αθήνα δε διεκδικεί, δεν παραχωρεί. Και οι συναντήσεις θα πραγματοποιούνται με γνώμονα το συμφέρον της χώρας.