Του Αλέξη Καλοκαιρινού*
Έχω διαβάσει και ακούσει αρκετές αναλύσεις για τους λόγους που οδήγησαν τον Πούτιν στην απόφαση εισβολής του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. Νομίζω ότι η απειλή της επέκτασης του ΝΑΤΟ στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας δεν είναι πειστική: Θα αρκούσε ένα casus belli για να μην ενταχθεί ποτέ η Ουκρανία στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η εξασφάλιση δικαιωμάτων στους κατοίκους του Ντονμπάς που αυτοπροσδιορίζονται ως Ρώσοι δεν αιτιολογεί την κλίμακα της στρατιωτικής επιχείρησης. (Η κατάσταση του εθνοτικού μωσαϊκού της νότιας Ουκρανίας είναι περίπλοκη: σ’ ένα πληθυσμό ρωσόφωνο κατά 80%, περίπου οι μισοί εκδήλωναν ρωσικό φρόνημα πριν από την επέμβαση). Όσο για τα υψηλά τέλη διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου από την Ουκρανία, αυτά θα γίνονταν πιο διαπραγματεύσιμα και λιγότερο σημαντικά με την πιστοποίηση και πλήρη εκμετάλλευση του Nord Stream (που ματαιώθηκε, ακριβώς, με την εισβολή). Επίσης, δεν νομίζω ότι ο Πούτιν είναι παράφρων, και εν πάση περιπτώσει οι ψυχολογικές ερμηνείες έχουν μικρή εμβέλεια και μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας.
Αντίθετα, θα έδινα ιδιαίτερη σημασία στα λεγόμενά του, στις δημόσιες δηλώσεις του. Στο διάγγελμά του τα χαράματα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ο Πούτιν αμφισβήτησε την εθνική υπόσταση των Ουκρανών. Επανήλθε λίγες μέρες αργότερα δηλώνοντας ότι δεν θα πιστέψει ποτέ ότι Ρώσοι και Ουκρανοί αποτελούν δυο χωριστά έθνη.
Πιστεύω ότι στις δηλώσεις αυτές βρίσκεται ένας από τους κύριους λόγους της εισβολής. Μεταξύ Ουκρανών, Ρώσων και Λευκορώσων υπάρχει μια αίσθηση ιδιαίτερης συγγένειας. Η αίσθηση αυτή έχει παραμέτρους ιστορικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές και γλωσσικές, αλλά επίσης απηχείται σε μια πραγματικότητα στενών δεσμών σε πολλαπλά επίπεδα, που φτάνουν ως τις πολυάριθμες μεικτές οικογένειες που ζουν στις χώρες αυτές.
Το ζήτημα δεν είναι αν ο Πούτιν πράγματι πίστευε ή πιστεύει ότι οι Ουκρανοί είναι Ρώσοι. Το ζήτημα είναι ότι με τη διάχυτη αίσθηση αυτής της ιδιαίτερης συγγένειας, η στροφή της Ουκρανίας προς τη Δύση, και ιδιαίτερα η εμβάθυνση των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την έστω μακρινή προοπτική ένταξή της σ’ αυτήν, είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα παράδειγμα που θα κινδύνευε να αποσταθεροποιήσει την εξουσία του στην ίδια τη Ρωσία. Η δυτική απόκλιση των αδελφών Ουκρανών θα λειτουργούσε σε βάθος χρόνου σε αντιδιαστολή με τους υστερούντες και εναπομένοντες σε απολυταρχικό καθεστώς Ρώσους αδελφούς. Και, προφανώς, η Δύση θα ενίσχυε με κάθε τρόπο –και, ιδιαιτέρως, με επενδύσεις– την αντιδιαστολή αυτή.
Δεν έχω αμφιβολία ότι αν προ καιρού ο Λουκασένκο κινδύνευε να χάσει τη δικτατορική του εξουσία στη Λευκορωσία, ο Πούτιν θα είχε επέμβει στρατιωτικά για να τον αποκαταστήσει. (Οπωσδήποτε, ο Πούτιν έχει μετανιώσει που δεν έκανε το ίδιο για τον Γιανούκοβιτς το 2014 στην Ουκρανία – και αυτό αποτελεί μέρος της σημερινής επιχειρηματολογίας του). Αλλά η Λευκορωσία των λιγότερο από δέκα εκατομμύρια κατοίκων δεν συγκρίνεται με την Ουκρανία των περισσότερων από σαράντα εκατομμύρια. Πάλι, δεν είναι τυχαίο ότι στη σημερινή σύρραξη εμπλέκονται οι τρεις αυτές χώρες.
Η οριστική διαφυγή της Ουκρανίας από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας θα υπονόμευε το σημερινό καθεστώς της Ρωσίας για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους οι παράγοντες της συλλογικής συνείδησης, ταυτότητας και συγγένειας, δεν είναι λιγότερο σημαντικοί, σε ό,τι αφορά τις στάσεις των ανθρώπων απέναντι στα πολιτικά πλαίσια που ορίζουν τη ζωή τους.
Βέβαια, όπως εξελίσσονται τα πράγματα μέχρι στιγμής, ο Πούτιν έπεισε και όσους από τους Ουκρανούς αμφέβαλλαν για την διακριτή εθνική τους ταυτότητα. Μαζί, έπεισε και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Και ενδεχομένως να επιταχύνει αυτό που ακριβώς επεδίωκε να αποφύγει, και το μόνο από το οποίο κινδυνεύει πραγματικά: την εσωτερική του αμφισβήτηση.
*Ο Αλέξης Καλοκαιρινός είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.