Κανείς δεν είναι περισσότερο πατριώτης από κάποιον άλλον. Ούτε και υπάρχουν «προδότες» πρωθυπουργοί. Ούτε διακυβεύονται τα εθνικά μας συμφέροντα και η κυριαρχία μας. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, απλώς δεν θα υπήρχε διάλογος.
Μπορεί some things never change αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θεωρούμε τον πρόεδρο Ερντογάν «πειρατή» ούτε πως είμαστε δειλοί απέναντι στην πάγια τουρκική εξωτερική πολιτική. Αυτό συνέβαινε χρόνια, αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει. Δεν πετάμε στα σύννεφα με το συγκεκριμένο γείτονα. Ούτε πιστεύουμε πως τα πράγματα θα αλλάξουν με την ενδεχόμενη αλλαγή κυβερνήσεως στην Τουρκία. Αυτό, λένε οι Έλληνες διπλωμάτες και αυτό αντιλαμβανόμαστε όλοι. Μακάρι να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά εάν και εφόσον γίνει αυτό, οφείλουμε και θέλουμε να συζητάμε.
Ο ελληνοτουρκικός διάλογος αποτελεί τη βάση και την κορωνίδα της εξωτερικής μας πολιτικής. Μια ενιαία και συμπαγής εξωτερική πολιτική. Αν ο διάλογος συμπίπτει πολλές φορές με την προεκλογική-εθνική ή ευρωπαϊκή- περίοδο, δεν ισούται απαραίτητα με αμφισβήτηση της πάγιας θέσης μας. Και φυσικά δεν τίθεται θέμα «προδοσίας». Δεν υποτιμώ της κριτική της αντιπολιτεύσεως. Ούτε και υπερτιμώ τις κυβερνητικές στάσεις. Αλλά οι τελευταίες κινούνται επί της βάσεως και των παγίων εθνικών μας θέσεων και της ανέκαθεν πολιτικής μας στάσης έναντι της γείτονος.
Ουδείς νομίζω πιστεύει πως τα θαλάσσια πάρκα θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Ούτε κανείς πιστεύει, πως θα δώσουμε «και κάποια νησιά». Η Τουρκία πάντα θα θέτει θέματα στο Αιγαίο αφού εκεί είναι ο πόνος της εκεί και το χαμπέρι της. Και το δικό μας αλλά από την άλλη πλευρά. Ούτε προφανώς θα ήταν διπλωματικό και σοβαρό να ακύρωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την άφιξη του στο παλάτι. Έτσι λειτουργούν τα σύγχρονα κράτη και ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματα του.
Με άλλα λόγια θα συνεχίσουμε τη ρητορική του ιστορικού μίσους; Ας τελειώνουμε με την πατριδοκαπηλία. Το παρελθόν δεν αλλάζει. Ας φροντίσουμε να αλλάξουμε το μέλλον.