Υπάρχουν κάποιες ανησυχητικές ομοιότητες μεταξύ όσων συνέβαιναν στο πρώτο μισό του 2009, χρονιά που πέσαμε στην παγίδα της ταυτόχρονης χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης, και όσων ακούμε από τότε που το Eurogroup σφράγισε το εξιτήριο από τον μνημονιακό ζουρλομανδύα.
Οι εκθέσεις των μεγάλων οργανισμών είναι πανομοιότυπες. Λένε τα οφειλόμενα καλά λόγια, τα οποία άλλωστε τα αξίζουμε με το παραπάνω. Πληρώσαμε πανάκριβα και ξαναπληρώσαμε μετά το 2015 το «πάρτι με τις λαϊκίστικες ψεματούκλες». Πληρώνουμε τον Μινώταυρο του χρέους με πλεόνασμα ίσο με το 3,5% του ΑΕΠ. Δεν μπορούμε όμως να πληρώσουμε ταυτοχρόνως την ταχεία ανάκαμψη. Ποτέ, καμία οικονομία δεν το κατάφερε, εκτός αν σημειωθεί έκρηξη διεθνών επενδύσεων που φέρνουν μη δανειακό χρήμα.
Κάποιες εκθέσεις όμως μετρούν περισσότερο από άλλες. Δημοσιεύτηκε χθες η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση επιτήρησης από την πλευρά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Πριν από λίγες ημέρες, στις 27 Φεβρουαρίου, είχε δημοσιευθεί η ανάλογη έκθεση της «ηυξημένης εποπτείας» που ασκεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τις προβλέψεις της μεταμνημονιακής εποπτείας. Οι δύο εκθέσεις δεν διαφέρουν όσο κάποιοι μπορεί να φαντάζονται. Καταγράφουν τα θετικά, στέκονται όμως κατά κύριο λόγο στους κινδύνους που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία. Μπορεί να το κάνουν, λόγω των επικείμενων ευρωεκλογών, με ένα κάποιο τακτ, αλλά όσοι έχουν διαβάσει πολλές παρόμοιες εκθέσεις εύκολα ξεχωρίζουν τον αυστηρό και κοφτό επικριτικό τόνο. Και οι δύο αυτές εκθέσεις, σε συνδυασμό με τη δεύτερη απόρριψη από το Eurogroup της πολυαναμενόμενης θετικής εισήγησης για την εκταμίευση δόσης ύψους ενός δισεκατομμυρίου, βλάπτουν σοβαρά την εικόνα της Ελλάδας.
Διαβάστε το ΔΝΤ: «Τα αδύνατα σημεία (της οικονομίας) παραμένουν σημαντικά ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι ανατροπής (των θετικών εξελίξεων). Η Ελλάδα υποφέρει από το βάρος των προηγηθέντων κρίσεων –υψηλό δημόσιο χρέος, ανισορροπίες στα οικονομικά των φορέων της ιδιωτικής οικονομίας– παράλληλα με τη χαλαρή αντιμετώπιση των δανειακών υποχρεώσεων, που εκθέτουν την οικονομία σε αυξημένους κινδύνους είτε διεθνείς (παγκόσμια επιβράδυνση, σφίξιμο των πιστώσεων) είτε εγχώριους (δικαστικές ανατροπές σημαντικών προσαρμογών και μεταρρυθμιστική κόπωση)».
Αναρωτιέται κανείς γιατί ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι διαθέτει «ατού» στην οικονομία. Είναι προφανές ότι στην κυβέρνηση αποφεύγουν να διαβάσουν τις εκθέσεις. Ξορκίζουν τις καταστροφικές αδυναμίες τους μοιράζοντας επιδόματα. Αλλά αυτό δεν συνιστά εθνική πολιτική για την επόμενη μέρα.
(Αναδημοσίευση από Καθημερινή)