ΤτΕ: Στο 2,5% ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ευκαιρία για την περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας - Οι 5 προκλήσεις και οι 11 προτάσεις

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,4%, να αυξηθεί οριακά στο 2,5% το 2024 και το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026, σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ευκαιρία για την περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας που πρέπει να αξιοποιηθεί επισημαίνεται στην έκθεση.

Προβλέψεις

Συνεπώς, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη.  Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία. Το 2023 αναμένεται να υποχωρήσει σε 4,1%, από 9,3% το 2022, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (2026), ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2%). Στην καθοδική πορεία του πληθωρισμού θα συμβάλουν όλες οι συνιστώσες του. O πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται στο 5,3% το 2023, ενώ θα μειωθεί έντονα το 2024 και στη συνέχεια θα αποκλιμακώνεται σταθερά.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν: (α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, (γ) η καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, και (δ) ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες και πυρκαγιές, όπως συνέβη το 2023). Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί θετικά σε περίπτωση που η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προκαλέσει ισχυρότερες ευνοϊκές επιδράσεις από τις αναμενόμενες ή σε περίπτωση που τα έσοδα από τον τουρισμό υπερβούν ξανά τις προσδοκίες.

Προκλήσεις

Πληθωρισμός: Για όσο διάστημα είναι απαραίτητη η περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι περιοριστική, ώστε να μην δημιουργείται πλεονάζουσα ζήτηση που θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις και κατ’ επέκταση τις πληθωριστικές προσδοκίες. Είναι κρίσιμο οι εθνικές πολιτικές να συμβάλουν στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών, ώστε να αποφευχθεί ένα σπιράλ αυξητικής δυναμικής των τιμών, που θα οδηγούσε σε εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ: Παρά την αύξηση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2023, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υψηλό ιδιωτικό χρέος: Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του, παραμένει υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης και είναι αναγκαία η μείωσή του σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.

Χρόνιες αδυναμίες στην αγορά εργασίας: Παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών και των νέων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η επιθυμητή περαιτέρω μείωση της ανεργίας συναρτάται και με το πόσο εύκολα μπορούν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας καθυστερεί την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας και, σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, επιβραδύνει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης.

Χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα: Η κατάταξη της Ελλάδος σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση το 2023, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020-2022. Συγκριτικά μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το δείκτη ανταγωνιστικότητας του IMD (Ιούνιος 2023), θεωρούνται η έλλειψη ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου, το αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο και η χαμηλή ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης.

Πρόσθετα παραδείγματα εγγενών αδυναμιών αποτελούν η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στο χωροταξικό σχεδιασμό, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The 2023 EU Justice Scoreboard), o χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αστικών διαφορών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια συνέχισε να αυξάνεται, σε 728 ημέρες το 2021 από 637 ημέρες το 2019.

Προτάσεις πολιτικής

Σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, υψηλών επιτοκίων και αυξημένης αβεβαιότητας λόγω των διαδοχικών κρίσεων, με αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται ολοένα πιο έκδηλες και αισθητές σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής ως προς το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό αποκτά καθοριστική σημασία. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας και να αντιμετωπιστούν οι μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις και χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οικονομική πολιτική οφείλει να δώσει έμφαση στους παρακάτω τομείς:

1ον Διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους τους ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο του “πληθωρισμού κερδών”. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων.

Παράλληλα, οι μισθολογικές αυξήσεις, οι οποίες εντείνονται λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως να δημιουργούν ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών που θα οδηγούσε και σε χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας.

2ον Επιτάχυνση της απορρόφησης και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει να κατευθυνθούν σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμους τομείς υψηλής τεχνολογίας, οι οποίοι έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς και στη βελτίωση των υποδομών.

3ον Συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες, όπως για παράδειγμα η απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς απαιτούνται δράσεις (κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο Ελλάδα 2.0) που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων των δικαστών, καθώς και των συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια, και μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων και την αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη για όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης.

4ον Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα της εργασίας. Δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού. Παράλληλα, απαιτείται η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν υψηλότεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και η βελτίωση του επιπέδου ψηφιοποίησης της οικονομίας.

5ον Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, ικανό για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

6ον Μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Παρότι δεν υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι για το δημόσιο χρέος από την άνοδο των επιτοκίων, εξαιτίας των ευνοϊκών χαρακτηριστικών της διάρθρωσης του χρέους, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτά δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων, με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς.

Προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, απαιτείται η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων με σκοπό τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

7ον Αντιμετώπιση των προκλήσεων των φυσικών καταστροφών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η πρόσφατη εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και για την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια, είτε από πρόσθετες πηγές εθνικών εσόδων, ενώ κρίνεται επιβεβλημένη και η προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων ώστε να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος.

8ον Αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας και αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Για να αντιμετωπιστεί η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, απαιτούνται, μεταξύ άλλων, η συνέχιση και η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, η κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων στις νέες δεξιότητες, αλλά και η συνεχής ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εξίσου απαραίτητες παραμένουν οι παρεμβάσεις για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας των γυναικών, που θα συντελέσει στην οικονομική ανάπτυξη και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

9ον Περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Επίσης, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

10ον Αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους που είναι εκτός τραπεζικού τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους “βιώσιμους” πιστούχους και τη ρευστοποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων για τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αναμένεται να βοηθήσουν και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό και ιδίως η λειτουργία του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων.

11ον Προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, η οποία θα βοηθήσει στην περαιτέρω μείωση του επενδυτικού κενού. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να διευκολυνθεί η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Ταυτόχρονα όμως απαιτείται και η αναβάθμιση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω διεθνών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (υπό τη μορφή εκδόσεων χρέους και μετοχικών συμμετοχών) ώστε να επιταχυνθεί η υλοποίηση νέων ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτεί και βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης, ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων διεθνών επενδυτών.

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Επιπλέον, παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, καθώς η τρέχουσα διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της πιστοληπτικής αξιολόγησης που είχε το 2009, αλλά και της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν σήμερα οι χώρες της ευρωζώνης. Συνεπώς απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.

Βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Οι δράσεις αυτές θα επιτρέψουν την ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, την αύξηση των επενδύσεων σε τομείς που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και σε επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης με την ευρωζώνη.

Πηγή: skai.gr