Παρά τα μέτρα που έλαβαν οι αμερικανικές αρχές, οι ανησυχίες παραμένουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά την κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών. Την Παρασκευή, η Silicon Valley Bank, η οποία ειδικεύεται στη χρηματοδότηση νεοφυών επιχειρήσεων, έκλεισε και τέθηκε υπό κρατικό έλεγχο μετά από μια αποτυχημένη αύξηση κεφαλαίου. Οι εποπτικές αρχές των Η.Π.Α. έκλεισαν στη συνέχεια άλλο ένα πιστωτικό ίδρυμα, τη Signature Bank, αφ’ ότου οι πελάτες είχαν αποσύρει μαζικά τα χρήματά τους από την τράπεζα. Και στις δύο περιπτώσεις τα κεφάλαια των πελατών διασφαλίστηκαν, αναφέρεται σε κοινή δήλωση της Υπουργού Οικονομικών, του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του ταμείου ασφάλισης καταθέσεων FDIC.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει, και εντείνονται οι ανησυχίες των επενδυτών για το πώς θα επηρεάσει τις τράπεζες η αύξηση των επιτοκίων και των αποδόσεων.
Ποιες άλλες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν;
Ο Μόριτς Σούλαρικ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, επισημαίνει ότι η «αποφασιστική δράση» των Η.Π.Α. έχει μειώσει τον κίνδυνο περαιτέρω τραπεζικών χρεωκοπιών. «Το Υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α. έθεσαν σε εφαρμογή μέτρα το Σαββατοκύριακο που θα πρέπει να καθησυχάσουν τους καταθέτες αυτών των δύο τραπεζών», δηλώνει ο Σούλαρικ σε συνέντευξή του στην DW.
Ταυτοχρόνως όμως θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά τα υφιστάμενα προβλήματα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα: «Οι σχετικές προβλέψεις είναι δύσκολες και η αλήθεια είναι ότι τα αίτια της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank και της Signature Bank δεν περιορίζονται σε αυτές τις δύο τράπεζες. Το ερώτημα λοιπόν είναι: ποιες άλλες διατρέχουν κίνδυνο;»
Η Silicon Valley Bank αναγκάστηκε να πουλήσει ομόλογα. Προφανώς, ορισμένες νεοσύστατες εταιρείες θέλησαν να αποσύρουν κεφάλαια από την τράπεζα, γι' αυτό και το ινστιτούτο αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει τα ομόλογά του. Όμως, με τη στροφή των κεντρικών τραπεζών στα επιτόκια, οι αποδόσεις αυξήθηκαν, αλλά οι τιμές των ομολόγων μειώθηκαν. Όταν τα ομόλογα πωλούνται, οι μειωμένες τιμές λαμβάνουν τη μορφή ζημίας για την τράπεζα. Ως εκ τούτου, η τράπεζα προσπάθησε να πραγματοποιήσει έκτακτη αύξηση κεφαλαίου, η οποία απέτυχε.
Ο φόβος του bank run
Για να αποτραπεί ένα πιθανό ντόμινο εξελίξεων, οι αμερικανικές αρχές παρενέβησαν αποφασιστικά, τονίζοντας ότι οι καταθέσεις είναι ασφαλείς. Ο εφιάλτης των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών είναι το λεγόμενο bank run. Κατά τη διαδικασία αυτή, οι πελάτες ουσιαστικά συρρέουν στις τράπεζες για να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους σε ασφαλές μέρος. Εάν ένας μεγάλος αριθμός πελατών το κάνει αυτό ταυτόχρονα, οι τράπεζες δεν έχουν αρκετά διαθέσιμα κεφάλαια για να εξυπηρετήσουν όλες τις απαιτήσεις και ουσιαστικά στερεύουν, με αποτέλεσμα η αμοιβαία εμπιστοσύνη να εξαφανιστεί. Οι συνέπειες αυτού του φαινομένου φάνηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008, όταν ο χρηματοπιστωτικός τομέας βρισκόταν στα πρόθυρα της «κατάρρευσης».
Ωστόσο, το Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών δεν αναμένει νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μετά το κλείσιμο των δύο αμερικανικών τραπεζών. «Το επιχειρηματικό μοντέλο της SVB, ως χρηματοδότη νεοφυών επιχειρήσων, είναι πολύ ιδιαίτερο», δηλώνει ο Φρίντριχ Χάινεμαν, επικεφαλής του τμήματος έρευνας για τη φορολογία των επιχειρήσεων και τα δημόσια οικονομικά. «Από αυτή την άποψη, δεν αναμένω μια κλιμάκωση σε διαστάσεις οικονομικής κρίσης».
«Καμία επίπτωση στο γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα»
Η Ένωση Γερμανικών Τραπεζών αναφέρει επίσης ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι «εύρωστες, σταθερές και ανθεκτικές». Μετά την τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα γερμανικά ιδρύματα αύξησαν μαζικά τα κεφάλαιά τους. «Δεν υπάρχει καμία επίπτωση στο γερμανικό τραπεζικό σύστημα λόγω της κατάρρευσης της τράπεζας. Ούτε και ετέθη ζήτημα για τη γερμανική εγγύηση καταθέσεων», δήλωσε εκπρόσωπος της ένωσης.
Σε αντίθεση με τους τραπεζικούς επόπτες της Ε.Κ.Τ., οι οποίοι αρχικά δεν είχαν προγραμματίσει έκτακτη συνεδρίαση, η ομάδα κρίσης της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank συνεδρίασε τη Δευτέρα για να συζητήσει τις πιθανές επιπτώσεις στον γερμανικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Η γερμανική ρυθμιστική αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (BaFin) επέβαλε μορατόριουμ στο γερμανικό υποκατάστημα της Silicon Valley Bank, δηλαδή απαγόρευση πωλήσεων και πληρωμών. Στην ανακοίνωσή της, η εποπτική αρχή τονίζει ότι το ίδρυμα «δεν έχει συστημική σημασία» και ως εκ τούτου «δεν αποτελεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια οικονομική κατάσταση, το σύνολο του ισολογισμού του ινστιτούτου ήταν λίγο κάτω από 790 εκατομμύρια ευρώ, ανέφερε η BaFin. Συγκριτικά, το συνολικό ενεργητικό της Deutsche Bank ανήλθε σε 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2022.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.