Τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις για την Ελλάδα το 1979

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές στην Κύπρο και κυρίως στο Αιγαίο, καθώς και η συνάντηση Καραμανλή με τη Θάτσερ στην Ντάουνινγκ Στριτ ήταν τα κυριότερα θέματα σε σχέση με την Ελλάδα που απασχολούσαν τους Βρετανούς διπλωμάτες το 1979, όπως προκύπτει από τα νεότερα ετήσια αποχαρακτηρισθέντα αρχεία του Φόρεϊν Όφις.

Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών έδινε επίσης ιδιαίτερη βαρύτητα στα σενάρια μετακίνησης του τότε πρωθυπουργού στην προεδρία της Δημοκρατίας, στις προσπάθειες του Ανδρέα Παπανδρέου να μεταμορφώσει το ΠΑΣΟΚ σε κόμμα εξουσίας και στην αίτηση της Αθήνας για επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Ο συνετός, θαρραλέος και γαλαντόμος Κων/νος Καραμανλής

Επίσκεψη Καραμανλή στην Ντάουνινγκ Στριτ

Στις 24 Οκτωβρίου του 1979, λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι και για τρεις ώρες, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής έγινε δεκτός από τη Βρετανίδα ομόλογό του Μάργκαρετ Θάτσερ στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης, ο Κ. Καραμανλής άρχισε ευχαριστώντας την ομόλογό του για τη στήριξη της Βρετανίας στις επιτυχημένες ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Η κα. Θάτσερ στη συνέχεια τόνισε την επιθυμία της για καλές εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, εκφράζοντας το ενδιαφέρον της χώρας της για την κατασκευή μονάδων παραγωγής ενέργειας και την πώληση αρμάτων μάχης στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν προβλήματα στις διμερείς σχέσεις, ανέφερε ότι ο υπουργός Συντονισμού Μητσοτάκης θα επισκεπτόταν το Λονδίνο εκείνο το Νοέμβριο εγείροντας διάφορα ζητήματα που άπτονταν της διεύρυνσης της διμερούς συνεργασίας, όπως η προμήθεια από τη Βρετανία του πετρελαίου που δεν είχε παραδοθεί στην Ελλάδα από προηγούμενες παραγγελίες και το ενδεχόμενο συμμετοχής βρετανικών εταιρειών στον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας. Όσο για τον αμυντικό εξοπλισμό δήλωσε ότι δεν μπορούσε να δεσμευθεί λόγω της οικονομικής κατάστασης, αλλά πρόσθεσε ότι είχε ενημερωθεί πως τα βρετανικά προϊόντα ήταν ανώτερα των υπολοίπων.

Στο κομμάτι που αφορούσε την ελληνική οικονομία ο Καραμανλής επεσήμανε ότι το πρόβλημα ήταν ο υψηλός πληθωρισμός που θα έφτανε στο 21% εκείνη τη χρονιά. Αναφερόμενος στην καθυστέρηση επανένταξης της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ο πρωθυπουργός σχολίασε ότι τον είχε απογοητεύσει λίγο και του είχε δημιουργήσει κάποιες αμφιβολίες για το μέλλον της Συμμαχίας. Πάντως η Μάργκαρετ Θάτσερ χαρακτήρισε την απόφασή του να ζητήσει την επανένταξη «συνετή και θαρραλέα». Ο Καραμανλής έκανε λόγο για νατοϊκούς όρους απαράδεκτους για την Ελλάδα, κατόπιν απαιτήσεων της Τουρκίας και πρόσθεσε ότι το καθεστώς αναμονής αποτελούσε «προσβολή στην αξιοπρέπεια της χώρας του». Σημείωσε δε ότι ήθελε επιστροφή στους αρχικούς όρους της συμφωνίας επανένταξης και ότι οι σύμμαχοι έπρεπε να πείσουν την Τουρκία να τους δεχθεί. Σε ερώτηση της Θάτσερ ο Καραμανλής απάντησε ότι η θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ θα έπρεπε να ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή πριν την αποχώρησή της από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας. Όπως είπε, ένα ιδιαίτερο νέο πρόβλημα ήταν η σύνδεση από την Τουρκία του θέματος του ελέγχου του εναέριου χώρου του Αιγαίου με άλλα διμερή θέματα, προσπάθεια απαράδεκτη κατά την Ελλάδα, που πίστευε ότι τα θέματα άμυνας όφειλαν να διακρίνονται από τα υπόλοιπα προβλήματα. Κατά τον Καραμανλή «η απόπειρα διαχωρισμού του εθνικού και του διεθνούς εναέριου χώρου πάνω από το Αιγαίο με τα 2000 ελληνικά νησιά δεν ήταν πρακτική και απλά δε θα λειτουργούσε». Πρόσθεσε δε ότι ο χρόνος δεν ήταν απεριόριστος και ότι ίσως υπήρχαν πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα που θα οδηγούσαν στην απόσυρση της υποψηφιότητας επανένταξης στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Στη συνέχεια οι δύο ηγέτες αναφέρθηκαν στο Κυπριακό. Ο Καραμανλής σχολίασε ότι η Κύπρος τον απασχολούσε επί 25 χρόνια και μάλιστα θυμήθηκε μία φωτογραφία του ιδίου στο περιοδικό Time με τη λεζάντα να αναφέρει ότι «το Κυπριακό άσπρισε τα μαλλιά του Καραμανλή». Όπως είπε στη Θάτσερ, το 1959 για να αποτρέψει τον πόλεμο με την Τουρκία και να βελτιώσει τις σχέσεις με την Άγκυρα είχε εγκαταλείψει το στόχο της Ένωσης και είχε αποδεχθεί την ανεξαρτησία του νησιού. Ωστόσο μετά την αποχώρησή του είχαν γίνει σφάλματα από τους συνταγματάρχες, το Μακάριο και τη Βρετανία και η Τουρκία είχε διαπράξει ένα έγκλημα. Τώρα δεν μπορούσε να δει διέξοδο από το πρόβλημα και επεσήμανε ότι το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία είχε αρθεί ώστε να προτρέψει την Τουρκία να βοηθήσει προς μια λύση, αλλά η Τουρκία είχε γίνει πιο αδιάλλακτη. Κατά την εκτίμησή του, όλοι οι άλλοι μπορούσαν να εκφράζουν ελπίδες και ευχές, αλλά μόνο η Τουρκία μπορούσε να λύσει το πρόβλημα γιατί εκείνη κατείχε τμήμα του νησιού. «Προβλήματα σαν αυτό της Κύπρου λύνονται μόνο με γενναίες αποφάσεις και όχι με ευτελή παζάρια», σχολίασε ο Καραμανλής. Ανέφερε επίσης ότι τρία ήταν τα σημαντικά θέματα στο Κυπριακό: το εδαφικό, στο οποίο ο ίδιος ο Καραμανλής ήταν πρόθυμος να αφήσει το 25% του νησιού υπό τον τουρκοκυπριακό έλεγχο, το συνταγματικό και οι πρόσφυγες. Κατηγόρησε δε τη Δύση για ασυνέπεια στη στάση της στο Κυπριακό. Επανερχόμενος στο θέμα του Αιγαίου ο Καραμανλής είπε ότι μετά την αποτροπή του πολέμου του 1974 είχε διαμηνύσει στους Τούρκους ότι διαφορές τους θα λύνονταν με τρεις πιθανούς τρόπους: διάλογο, επιδιαιτησία ή πόλεμο. Τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων δεν είχαν αποδώσει καρπούς, καθώς η Τουρκία φαινόταν να αγνοεί τα ελληνικά νησιά, τα οποία όμως η Αθήνα «δεν μπορούσε να βυθίσει για να ικανοποιήσει την Τουρκία». Πρόσθεσε ότι ο Τούρκος ηγέτης Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ είχε αθετήσει αρχικές συμφωνίες προσφυγής στη Χάγη και υπογραφής συμφώνου μη-επίθεσης, στάση που δεν έδειχνε σοβαρότητα, όπως σχολίασε ο Καραμανλής.

Μετά από εκτενή αναφορά στην επίσκεψή του στη Μόσχα νωρίτερα εκείνο το μήνα, κατά την οποία επισήμανε ότι διαπίστωσε πραγματικό κίνδυνο μίας σινο-σοβιετικής σύρραξης κυρίως λόγω αμοιβαίου φόβου μεταξύ των δύο χωρών, ο Καραμανλής τόνισε ότι προσπαθούσε να αναπτύξει τη συνεργασία μεταξύ των βαλκανικών κρατών, κάτι στο οποίο εναντιωνόταν η Σοβιετική Ένωση.

Η επίσκεψη Καραμανλή από άλλη σκοπιά

Σε αναφορά της ειδικής ομάδας αστυνομικών που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια του Κων/νου Καραμανλή κατά την παραμονή του στο Λονδίνο αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες των κινήσεων του Έλληνα πρωθυπουργού πέρα από τις επίσημες υποχρεώσεις του.

Όπως αναφέρεται ενδεικτικά, το πρώτο πρωινό στο Λονδίνο ο Καραμανλής αγόρασε παπούτσια στο κατάστημα Simpson’s και ρούχα από τα Burberry’s. Σημειώνεται επίσης ο εντυπωσιακός βαθμός στον οποίο ο Καραμανλής «εξαρτιόταν» από το σύμβουλό του Πέτρο Μολυβιάτη, καθώς φαινόταν ότι δεν έκανε το παραμικρό πριν τον συμβουλευθεί. «Ο Μολυβιάτης διακριτικά και ευγενικά συμπεριφέρεται σαν φύλακας προστατεύοντας τον Καραμανλή από διάφορους που τρέφουν πολιτικές φιλοδοξίες», σημειώνει η βρετανική αναφορά.

Όσον αφορά τον ίδιο τον Καραμανλή σχολιάζεται ότι αν και ήταν λιτός και απρόσιτος, στη συντροφιά γυναικών «μαλάκωνε» και μεταμορφωνόταν θετικά σε γαλαντόμο.

Προστίθεται ακόμα και η δυσαρέσκεια των Ελλήνων φρουρών του Καραμανλή για τις πενιχρές αμοιβές τους σε σύγκριση με τους Βρετανούς και Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Σχολιάζεται ότι ο Καραμανλής δεν μπορούσε να αναμένει την υποστήριξή τους αν συνέχιζαν να τυγχάνουν της ίδιας κακής μεταχείρισης.

Η αναφορά καταλήγει με την επισήμανση ότι ο Καραμανλής έφυγε ικανοποιημένος από την επίσκεψή του και ιδίως με την επαφή του στην Ντάουνινγκ Στριτ.

«Ψίθυροι» συμφωνίας Καραμανλή – Παπανδρέου για την προεδρία

Σε επιστολή του Φόρεϊν Όφις προς την πρεσβεία στην Αθήνα επισημαίνεται ότι το σενάριο που ήθελε τον Καραμανλή να διεκδικεί εκ νέου την εξουσία στις εκλογές του 1981 αποφεύγοντας να μετακινηθεί στην προεδρία, υστερούσε στο γεγονός ότι η ΝΔ δεν μπορούσε να βασιζόταν σε ικανοποιητική βουλευτική πλειοψηφία. Ο Παπανδρέου, σημειώνεται, θα μπορούσε κάλλιστα να διαθέτει ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμη δύο πέμπτων. «Για το λόγο αυτό», καταλήγει η επιστολή με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1979, «δίνεται βάση στους ψιθύρους περί συμφωνίας μεταξύ Παπανδρέου και Καραμανλή σύμφωνα με την οποία ο πρωθυπουργός θα μετακινούταν στην προεδρία με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ».

Σε προηγούμενο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας που άπτεται των εξελίξεων γύρω από την προεδρία στην Ελλάδα διατυπώνεται η εκτίμηση ότι δεν υπήρχε χρόνος για την ανάδειξη νέου ηγέτη στη ΝΔ μέχρι τις εκλογές του 1981, που θα ακολουθούσαν την ένταξη στην ΕΟΚ τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Για το λόγο αυτό, προστίθεται, ο Παπανδρέου πίστευε ότι οι προοπτικές του ήταν καλύτερες με κάποιον αντίπαλο άλλο του Καραμανλή, αν εκείνος αποφάσιζε να διαδεχθεί τον πρόεδρο Τσάτσο. Σε άλλη περίπτωση ο Βρετανός πρέσβης «στοιχημάτιζε» ότι ο Τσάτσος θα προτεινόταν για μία ακόμα θητεία από τον Καραμανλή, έστω και αν δεν την ολοκλήρωνε. Ως εναλλακτικές επιλογές για την προεδρία αλλά με μειωμένες πιθανότητες ονοματίζονται οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Κων/νος Παπακωνσταντίνου, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Όσο για τη ΝΔ, δεν υπήρχε προφανής διάδοχος κατά τους Βρετανούς, αν και ως επικρατέστερος εμφανιζόταν ο Αβέρωφ που υπερίσχυε των Ράλλη και Μητσοτάκη.

Εξάλλου, στην εξέταση των ενδείξεων που έκλιναν υπέρ ή κατά της «προαγωγής» του Καραμανλή στην προεδρία επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η ενδεχόμενη συμβίωση Καραμανλή – Παπανδρέου σε προεδρία και πρωθυπουργία αντίστοιχα θα ήταν «δομικά ασταθής». Στα υπέρ σημειώνεται ότι η άνοδος στην προεδρία θα ήταν μία λογική κορύφωση της σταδιοδρομίας του Καραμανλή, ότι παρά την καλή υγεία του ήταν ήδη 72 και επομένως θα καλωσόριζε την απαγκίστρωση από την καθημερινή ενασχόληση με τη διακυβέρνηση, ότι είχε δηλώσει το 1977 πως δε θα διεκδικούσε νέα εκλογική νίκη και ότι η μετακίνησή του θα επέτρεπε μία πιο ομαλή διαδοχή στη ΝΔ. Στα θωρούμενα ως αποτρεπτικά για τον Καραμανλή επιχειρήματα στο δρόμο προς την προεδρία εκτός από την «ασταθή» συνεργασία με τον Παπανδρέου σημειώνεται ο κίνδυνος βαριάς ήττας της ΝΔ που θα έπληττε το κύρος του Καραμανλή, η αύξηση των πιθανοτήτων ανάδειξης του Παπανδρέου σε πρωθυπουργό και η πιθανή αλλαγή κατεύθυνσης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, χωρίς τη δυνατότητα επέμβασης του προέδρου.

Κριτική στον Καραμανλή και άρθρο Ελένης Βλάχου

Στις αρχές Αυγούστου ο Βρετανός πρέσβης σημειώνει σε έγγραφό του ότι η κριτική σε βάρος του Καραμανλή από πολιτικούς του παλαιού κέντρου, όπως ο Γεώργιος Μαύρος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε γίνει πιο δριμεία. Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι ιδιαίτερης προσοχής είχε τύχει άρθρο της Ελένης Βλάχου της Καθημερινής, το οποίο είχε δημοσιευτεί από τους New York Times.

Η Ελένη Βλάχου καλούσε σε «ανανέωση» του ελληνικού πολιτικού βίου, υπολόγιζε το σκληρό πυρήνα των δεξιών ψηφοφόρων στη χώρα στο 35% και επέκρινε τον Καραμανλή για την «απομόνωσή» του από τον ελληνικό λαό. Επισημαίνεται ότι αν και μετά τη θητείας της ως βουλευτής της ΝΔ είχε αποστασιοποιηθεί από το κόμμα και είχε με άρθρα της επικρίνει την κυβέρνηση, ήταν η πρώτη φορά που αναφερόταν αρνητικά σε βάρος του Καραμανλή. Σχολιάζεται μάλιστα ότι ίσως είχε επιλέξει να το κάνει σε ξένο έντυπο ώστε να αποφύγει εικασίες για τα κίνητρά της, κάτι στο οποίο πάντως είχε αποτύχει. Προστίθεται μάλιστα ότι πολιτικοί σχολιαστές θεωρούσαν ότι «η Βλάχου στρέφεται κατά του Καραμανλή», ενθυμούμενοι το ρόλο της στην παραίτησή του από την πρωθυπουργία το 1963, για την οποία, σύμφωνα με το Βρετανό πρέσβη, ο Καραμανλής θεωρούσε ως πλέον υπεύθυνες τη βασίλισσα Φρειδερίκη και την Ελένη Βλάχου. Η εκτίμηση του πρέσβη πάντως είναι ότι η Βλάχου δεν προτίθετο να αμφισβητήσει σοβαρά την ηγεσία Καραμανλή. Ωστόσο το άρθρο έδειχνε κατά τον πρέσβη πώς παλιοί στενοί φίλοι της κυβέρνησης μετατρέπονταν σε επικριτές.

Ο αυταρχικός, τρικυμιώδης και ηγετικός Ανδρέας Παπανδρέου

Εκτιμήσεις για τον Ανδρέα Παπανδρέου

Σε αναφορά στο ιστορικό και την προσωπικότητα του ηγέτη της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, σχολιάζεται ότι η «δημαγωγική και επιθετική ρητορική του έχει απήχηση στους νέους και στα λιγότερα προνομιούχα στοιχεία της κοινωνίας». Ωστόσο, προστίθεται, «από καιρού εις καιρόν έρχονται στην επιφάνεια αποδείξεις δυσαρέσκειας στο κόμμα του ενάντια στο αυταρχικό του στιλ ηγεσίας». Χαρακτηρίζεται επίσης ως πιο ορθολογικός στον ιδιωτικό του βίο σε σχέση με τις μελοδραματικές δημόσιες εμφανίσεις του, ενώ η προσωπική του ζωή περιγράφεται ως «τρικυμιώδης». Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τους Βρετανούς ήταν «ένας φιλόδοξος καιροσκόπος με ισχυρή πεποίθηση στο κληρονομημένο πεπρωμένο του». Σε ό,τι αφορά τις θέσεις του στην εξωτερική πολιτική επισημαίνεται «η σκληρή και μερικές φορές εμπρηστική γραμμή στις σχέσεις με την Τουρκία».

Ομιλία Παπανδρέου στο Ηράκλειο

Έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας τον Οκτώβριο του 1979 αναλύει την ομιλία του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου στο Ηράκλειο (στις 17 Οκτωβρίου). Πέρα από τις αναφορές στο περιεχόμενο της ομιλίας που «δεν πρόσθεσε κάτι καινούριο», οι Βρετανοί διπλωμάτες εντοπίζουν ενδείξεις προσπάθειας του Παπανδρέου να αλλάξει την εικόνα του ΠΑΣΟΚ από «κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα υποψήφιο για την κυβέρνηση». Παράλληλα διαπιστώνεται μία απόπειρα καλλιέργειας ενός προφίλ «μεγαλύτερης υπευθυνότητας» από τον Παπανδρέου και εγκατάλειψης της προηγούμενης τακτικής εναντίωσης στην κυβέρνηση πάνω σε κάθε πολιτική. Όπως σχολιάζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις «ποιεί την ανάγκη αρετή», καθώς ο Καραμανλής είχε προσεγγίσει πολλές από τις πολιτικές του ΠΑΣΟΚ.

Επίσης, εκτιμάται ότι προσπαθούσε να περάσει την εντύπωση ότι οι σχέσεις του με τον Καραμανλή ήταν καλές. Ο λόγος για αυτό, σύμφωνα με τη βρετανική πρεσβεία, ήταν ίσως ότι ήθελε να δείξει πως ήταν πρόθυμος να κυβερνήσει με τον Καραμανλή ως πρόεδρο. Πάντως στην ουσία της πολιτικής του εκτιμάται ότι ο Παπανδρέου δεν σκόπευε να γίνει πιο ήπιος, ανεξαρτήτως ρητορικής.

Η πολιτική κατάσταση και τα κόμματα στην Ελλάδα του 1979

Αποτίμηση κατάστασης πολιτικών κομμάτων

Σε έγγραφό του λίγο μετά το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας το Μάιο ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Τζιμ Σάδερλαντ επιχειρεί μία αποτίμηση της κατάστασης των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα.

Για το κυβερνών κόμμα εκτιμάται ότι οι εντάσεις μεταξύ δεξιάς πτέρυγας και των νεοεισελθέντων μετά τη διεύρυνση προς το κέντρο είχαν μειωθεί. Ο Καραμανλής, συνεχίζει ο πρέσβης, φαινόταν αποφασισμένος να δημιουργήσει κομματικές δομές που θα συνεχίζονταν και μετά την ηγεσία του. Αφηνόταν ανοιχτό το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών μέσα στο 1980 πάνω στη βάση της ένταξης στην ΕΟΚ. Επίσης, ο Βρετανός πρέσβης προέβλεπε μετακίνηση του Καραμανλή στην προεδρία. Στα ονόματα των πιθανών διαδόχων του Καραμανλή στην ηγεσία της ΝΔ περιλαμβάνονται οι Μητσοτάκης, Παπακωνσταντίνου, Αβέρωφ και Ράλλης.

Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, ο Βρετανός πρέσβης διαπιστώνει πιο προφανείς εντάσεις σε σύγκριση με τη ΝΔ, με αφορμή τη στάση έναντι της ένταξης στην ΕΟΚ και τον προσεταιρισμό προσωπικοτήτων από το κέντρο. Ο Παπανδρέου χαρακτηρίζεται ως διστακτικός στο να αποδεχθεί τις προκλήσεις της ΝΔ ώστε να αποδείξει κατά πόσο είναι έτοιμος για την εξουσία.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα κόμματα, ξεχωρίζει η αναφορά στην «αρτηριοσκλήρωση» του ΚΚΕ Εξωτερικού και στην απόρριψη κάθε πιθανότητας από το ΚΚΕ Εσωτερικού για προσέγγιση με το έτερο των κομμουνιστικών κομμάτων. Τονίζεται γενικά ότι τα πολιτικά κόμματα συνέχιζαν να εξαρτώνται βαριά από τους ηγέτες τους, ενώ σημειώνεται ότι σε περίπτωση που η οικονομική δυσπραγία συνεχιζόταν το ΠΑΣΟΚ θα ήταν η κύρια επιλογή για τους απογοητευμένους οπαδούς της ΝΔ.

Συνέδριο ΝΔ

Μετά το συνέδριο της ΝΔ διαπιστώνεται ότι ο Καραμανλής δεν ήταν ιδεολόγος ή πολιτικός φιλόσοφος, αλλά έθετε σαφείς πολιτικές αρχές, επαναβεβαιώνοντας την προσήλωση της ΝΔ ως «προοδευτικού κόμματος» στη «ριζοσπαστική φιλελεύθερη» κοινωνική πολιτική. Οι βασικές αρχές ήταν μεταξύ άλλων η πίστη στο εθνικό ιδεώδες, η πίστη στην ειρηνική συνύπαρξη με τις χώρες της Δύσης, αλλά και τις αραβικές χώρες και τους Βαλκάνιους γείτονες και η πίστη στη μαχόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το άνοιγμα του Καραμανλή προς το κέντρο έδωσε τον τόνο του συνεδρίου, σχολιάζει ο Βρετανός πρέσβης, με αποτέλεσμα ο Αβέρωφ, ηγέτης της δεξιάς πτέρυγας, να αλλάξει την τελευταία στιγμή την ομιλία του, σύμφωνα με πληροφορίες, εγκρίνοντας για πρώτη φορά τον προσεταιρισμό του κεντρώου χώρου.

Έριδες στο ΠΑΣΟΚ

Ο Βρετανός γραμματέας της πρεσβείας στην Αθήνα Μάικ Κλέμεντς αναφέρεται το Δεκέμβριο του 1979 σε αναφορές περί έντονων εσωτερικών διαφορών στο ΠΑΣΟΚ με αφορμή τον τρόπο εκλογής του 8μελούς Συμβουλίου Κοινοβουλευτικής Λειτουργίας του κόμματος. Ο πρέσβης σχολιάζει ότι παρά τις διαψεύσεις οι πληροφορίες φαίνονταν να ευσταθούν καθώς οι εσωτερικές έριδες εμφανίζονταν κάθε τόσο στην επιφάνεια. Αυτό που προκαλούσε εντύπωση ωστόσο, σύμφωνα με τον πρέσβη, ήταν ότι πλέον οι διαφωνούντες στο ΠΑΣΟΚ ήταν τα «ριζοσπαστικά» στελέχη του και όχι οι «μετριοπαθείς», όπως συνέβαινε πριν από έξι μήνες. Όσο για τον Παπανδρέου, σχολιάζει το έγγραφο, φαινόταν ότι είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την τακτική της τήρησης ισορροπιών και να συγκεντρώσει όσο περισσότερες αρμοδιότητες μπορούσε στα χέρια των πιο έμπιστων στελεχών του.

«Παραίτηση» Σημίτη από το Εκτελεστικό Γραφείο ΠΑΣΟΚ

Τον Ιούνιο του 1979 η πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει το Φόρεϊν Όφις ότι ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε από το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ πυροδοτώντας εικασίες περί κρίσης στο κόμμα. Σημειώνεται ότι η Καθημερινή έγραφε πως ο Κ. Σημίτης στην πραγματικότητα αποπέμφθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι που έτεινε να πιστέψει και η βρετανική διπλωματική αντιπροσωπεία. Η Καθημερινή, προσθέτουν οι Βρετανοί, συνέχιζε σχολιάζοντας ότι η αποπομπή ήταν παραβίαση του καταστατικού του κόμματος και αποτελούσε σύμπτωμα των βαθέων εσωκομματικών διαφωνιών μεταξύ σκληροπυρηνικών στον κομματικό μηχανισμό (όπου ανήκε ο Σημίτης) και μετριοπαθών στην Κ.Ο., ιδίως γύρω από την ένταξη στην ΕΟΚ.

Ο Βρετανός γραμματέας της πρεσβείας αποκαλύπτει ότι σε συνομιλία του με τον Κ. Σημίτη λίγο πριν την «παραίτησή» του έδειχνε να αγνοεί ότι επίκειται αποκεφαλισμός του και σίγουρα δεν είχε δείξει πρόθεση παραίτησης. Η αφορμή της απομάκρυνσης Σημίτη, η αφίσα με το σύνθημα για την Ε.Ε. που κρίθηκε ότι δε συμφωνούσε με την επίσημη πολιτική του ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν σαφές πώς παραβίαζε τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, σχολιάζει ο Βρετανός διπλωμάτης. Αντίθετα, επισημαίνει η αναφορά, «η αποπομπή Σημίτη υπογραμμίζει για μία ακόμη φορά το αξιοσημείωτο ιστορικό διαλυμένων φιλιών του Ανδρέα Παπανδρέου». Ο πρέσβης προσθέτει ότι αν η εκδοχή της Καθημερινής ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, τότε η απομάκρυνση Σημίτη ήταν μία ακόμα υπενθύμιση του ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε το ΠΑΣΟΚ «προσωπική του ιδιοκτησία».

Μελέτες του ελληνικού πολιτικού σκηνικού

Τα τρία βασικά σημεία της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα όπως διατυπώνονται στη μελέτη του καθηγητή της Παντείου Γιάννη Γιαννουλόπουλου ήταν: α) η γενική προδιάθεση να μην χαλάσει η ισορροπία μετά την πτώση της χούντας που μεταφράζεται σε περιορισμένες εντάσεις σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, αν και όχι μία γενική συναίνεση στην πολιτική, β) τα ισχυρά γενικευμένα αντιαμερικανικά αισθήματα και γ) μια ευρεία καχυποψία για την άκρα δεξιά και τα έργα της. Εξάλλου, σε σύγχρονη έκθεση του Βρετανού καθηγητή πολιτικών σπουδών Ντέιβιντ Μπλάκμαν σημειώνονται η απειλή για την ενότητα της ΝΔ από τις εσωτερικές διαφορές, αλλά και η σκοπιμότητα της προσπάθειας των Βρετανών Εργατικών να εξηγήσουν στο ΠΑΣΟΚ ότι η ΕΟΚ δεν ήταν η πολιτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ ή εργαλείο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Εν τω μεταξύ, σε αποτίμηση της πρεσβείας των Αθηνών για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τις παραμονές της συζήτησης του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος το Δεκέμβριο του 1979, επισημαίνονται οι ενδείξεις ότι η οικονομική κατάσταση είχε χειροτερέψει. Όπως αναφέρεται πρωτίστως, ο πληθωρισμός αναμενόταν να φτάσει στο 25% για το σύνολο εκείνου του έτους. Παρατηρείται επίσης η διεύρυνση του χάσματος του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία πάντως δικαίως θα μπορούσε να αποδοθεί, όπως σχολιάζεται, στη διεθνή κρίση των τιμών του πετρελαίου. Οι Βρετανοί διπλωμάτες σημειώνουν επίσης τον «αδέξιο» χειρισμό της δικαιολογημένης κατά τ’ άλλα επιβολής περιορισμών στις εισαγωγές. Για αυτούς και άλλους λόγους προβλέπεται στο έγγραφο ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 1980 θα ήταν «αμελητέος», κάτι που πάντως θα έριχνε τη ζήτηση και θα βοηθούσε στη συγκράτηση του πληθωρισμού. «Νέα αντιδημοφιλή μέτρα πάντως θα είναι αναγκαία το 1980 ώστε να προετοιμαστεί η χώρα για την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981», προσθέτει ο συντάκτης του εγγράφου.

Σε πολιτικό επίπεδο αυτό που απασχολούσε τους Βρετανούς, αλλά και τους Έλληνες κατά την εκτίμηση των Βρετανών, ήταν το κατά πόσο ο Καραμανλής θα αποφάσιζε να μεταπηδήσει στην προεδρία. Σημειώνεται ότι προς τα εκεί έκλινε η εκτίμηση του υπουργού Εξωτερικών Ράλλη, αλλά οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι ο ίδιος ο Καραμανλής δεν είχε αποφασίσει ακόμα το Δεκέμβριο του1979. Στο σχόλιο για τον Ανδρέα Παπανδρέου σημειώνεται ότι ο ίδιος θεωρούσε ότι οι πιθανότητές του να εκλεγεί πρωθυπουργός εξαρτιόνταν από το για πόσο καιρό ο Καραμανλής θα παρέμενε αρχηγός της ΝΔ, με την πιθανή μετακίνησή του στην προεδρία να εκτιμάται ότι θα ενίσχυε τις εκλογικές προοπτικές του ΠΑΣΟΚ. Σχολιάζεται πάντως ότι ο Παπανδρέου είχε από καιρό υιοθετήσει ένα πιο ηγετικό ύφος στις δημόσιες εμφανίσεις του, όντας πιο συγκρατημένος στις επιθέσεις του κατά της ΕΟΚ.

Όσο για το δεξιό Προοδευτικό Κόμμα του Μαρκεζίνη θεωρείτο απίθανο να αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τη ΝΔ όσο παρέμενε αρχηγός ο Καραμανλής. Η ΕΔΗΚ χαρακτηρίζεται ως «ετοιμοθάνατη» ενώ το ΚΟΔΗΣΟ του Πεσμαζόγλου ως «κόμμα περιορισμένης επιρροής». Εξάλλου, την περίοδο εκείνη, όπως τονίζεται, υπήρχαν κινητοποιήσεις φοιτητών λόγω του νομοσχεδίου της κυβέρνησης που περιόριζε τον αριθμό των επαναληπτικών εξετάσεων στις οποίες μπορούσε να συμμετέχει κάθε φοιτητής, με αποτέλεσμα πολλοί να απειλούνταν με διαγραφή.

3η Διάσκεψη Προοδευτικών και Σοσιαλιστικών Οργανισμών Μεσογείου

Έγγραφο από τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα προς το Φόρεϊν Όφις αναφέρεται στην ομιλία του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ κατά τις εργασίες της 3ης Διάσκεψης Προοδευτικών και Σοσιαλιστικών Οργανισμών Μεσογείου που είχε διοργανωθεί στην Αθήνα το Μάιο. Η ομιλία χαρακτηρίζεται ως «η πιο αντιδυτική διατριβή του Παπανδρέου μετά από καιρό», ωστόσο σημειώνεται ότι δεν περιελάμβανε τους μελοδραματισμούς ανάλογων περιστάσεων. Το περιεχόμενο της ομιλίας είχε επιθέσεις κατά του ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού «και των οργάνων του» όπως η ΕΟΚ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Ιδιαίτερες αναφορές έγιναν στην πολιτική των ΗΠΑ, ιδίως την προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου άξονα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Τουρκία, όπως εκτιμούσε ο Παπανδρέου. Στην αναφορά του στην Τουρκία ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είχε κάνει λόγο για επεκτατικό σοβινισμό στο Αιγαίο, διατύπωση πάντως που δεν συμπεριλήφθηκε στο τελικό κείμενο της διάσκεψης. Σημειώνεται επίσης ότι το Κέντρο Μεσογειακών Σπουδών που ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ θα λάμβανε χρηματοδότηση από τη Μόνιμη Γραμματεία της Διάσκεψης, «δηλαδή τη Λιβύη», όπως σχολιάζουν οι Βρετανοί. Διαπιστώνεται επίσης η εγκατάλειψη από την πλευρά του Παπανδρέου του προηγούμενου στόχου μίας Μεσογειακής Κοινής Αγοράς.

ΠΑΣΟΚ και Σοσιαλιστική Διεθνής

Σε έγγραφο που αναφέρεται στις συναντήσεις του Βρετανού βουλευτή Κρίστοφερ Πράις με βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1979, ο Βρετανός πρέσβης σημειώνει μεταξύ άλλων τη δήλωση του βουλευτή Ανδρέα Χριστοδουλίδη ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είχε αποφασίσει αν θα συμμετείχε στην Ομάδα των Σοσιαλιστών στην ΕΟΚ. Παράλληλα, ο κυπριακής καταγωγής βουλευτής σχολίασε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν επιθυμούσε επίσης να ενταχθεί στη Σοσιαλιστική Διεθνή, προβάλλοντας ως επιχείρημα την παρουσία στη Διεθνή «πραγματιστικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που ήταν υπερβολικά φιλικά προς τις ΗΠΑ», απειλώντας τη «σοσιαλιστική ιδεολογική αγνότητα» του ΠΑΣΟΚ.

Το Αιγαίο διαρκής πηγή ανησυχίας και έντασης

Ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο

Το βρετανικό Φόρεϊν Όφις έχει ονομάσει έναν από τους φακέλους των αρχείων του για τη ΝΑ Ευρώπη ως «Ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο». Στο φάκελο περιλαμβάνεται μία εκτενής ανάλυση της λεγόμενης Ομάδας Εργασίας για τη Μεσόγειο, που διαπιστώνει ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών δεν περιορίζονταν στο Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά κάλυπταν και άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα το θέμα των μειονοτήτων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών.

Σε ό,τι αφορούσε το Αιγαίο το πρόβλημα αναλυόταν σε τέσσερις κατηγορίες: την υφαλοκρηπίδα, τα εθνικά χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο, το FIR, τη στρατικοποίηση των νησιών του πελάγους. Πιο κρίσιμο θέμα θεωρείτο αυτό της υφαλοκρηπίδας.

Η έκθεση σημειώνει ότι ο κοινός παρονομαστής στα προβλήματα του Αιγαίου και της Κύπρου ήταν «η αρχαία έχθρα και έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας». Κατά μία έννοια, προσθέτει η έκθεση, το αρχικό πρόβλημα για τη διεθνή κοινότητα ήταν ότι έπρεπε να προσπαθήσει να συγκρατήσει ή να μειώσει τη συναισθηματική φόρτιση στα δύο μεγάλα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών. Διατυπώνεται επίσης η εκτίμηση ότι ως προς το εθνικό συμφέρον των δύο χωρών το Αιγαίο ήταν πιο σημαντικό σε σχέση με το Κυπριακό. Σχολιάζεται ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν πιθανό να προβεί σε παραχωρήσεις στο Αιγαίο ώστε να βοηθήσει τους Ελληνοκύπριους, οι οποίοι έπρεπε να το συνειδητοποιήσουν αυτό. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι ίσως ήταν πρόθυμοι να κάνουν παραχωρήσεις στο Κυπριακό εάν πίστευαν ότι αυτό θα ωφελούσε τις διεκδικήσεις τους στο Αιγαίο – αν και όπως σημειώνεται, έπρεπε να καταλάβουν ότι ήταν απίθανο η ελληνική πλευρά να αποδεχθεί τέτοιου είδους συσχετισμούς. Ξεχωριστά για την Κύπρο, η Τουρκία θεωρείτο ότι θα καλωσόριζε μία λύση με το ελάχιστο δυνατό εδαφικό και πολιτικό κόστος, ώστε να απαλλαγεί από το οικονομικό βάρος της συντήρησης των Τουρκοκυπρίων, ιδίως σε εκείνη την περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι έως ένα βαθμό τα δύο προβλήματα ήταν αλληλένδετα, με το Κυπριακό να έχει περισσότερες πιθανότητες προόδου, που θα μπορούσε να συντελέσει και σε πρόοδο στο Αιγαίο.

Σε άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά στην επίσκεψη του Έλληνα πρέσβη Δρόσου στο Φόρεϊν Όφις όπου τόνισε ότι η Ελλάδα τάσσεται κατά της σύνδεσης του Κυπριακού με τα θέματα που αφορούσαν στο Αιγαίο, (με το σχόλιο ότι η Ελλάδα δεν ήταν πρόθυμη να πληρώσει κάποιο τίμημα στο Αιγαίο για την εξασφάλιση των ελληνοκυπριακών στόχων στο νησί). Το ενδιαφέρον της ελληνικής πλευράς ήταν επικεντρωμένο στο Αιγαίο και στην αίτηση επανένταξης στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ που καθυστερούσε, εντείνοντας τα αντιαμερικανικά αισθήματα στην Ελλάδα. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα κατά τον Δρόσο που ο Καραμανλής υποχρεωνόταν να αναθεωρήσει την όλη κατεύθυνση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απειλώντας ακόμα και με κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων ή ολική αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, ενώ και η ένταξη στην ΕΟΚ θα ετίθετο εν αμφιβόλω.

Σε άλλη επιστολή που αφορά συζητήσεις Βρετανών και Γάλλων διπλωματών στο Λονδίνο για την Κύπρο, σημειώνεται ότι οι Γάλλοι εκτιμούσαν πως ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Βάλντχαϊμ είχε εμφανιστεί σε συνέντευξη Τύπου τόσο απαισιόδοξος για το Κυπριακό που έμοιαζε ότι ήθελε να απαλλαγεί από το πρόβλημα νίπτοντας τας χείρας του. Όσο για τις καθυστερήσεις στις διακοινοτικές συνομιλίες, οι Γάλλοι, αντίθετα με τους Βρετανούς, θεωρούσαν πως ήταν ευθύνη του Ντενκτάς, ο οποίος εκμεταλλευόταν την αδύναμη τουρκική κυβέρνηση. Η γαλλική πλευρά εκτίμησε ότι ίσως θα έπρεπε να υιοθετηθεί μία «πιο ρεαλιστική» προσέγγιση στο Κυπριακό, δηλαδή να επιχειρηθεί να πειστούν οι Ελληνοκύπριοι ότι ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος τους και γι’ αυτό θα έπρεπε να κερδίσουν όποιες εδαφικές παραχωρήσεις μπορούσαν από τον Ντενκτάς αφήνοντάς του την ανεξαρτησία που ήθελε στο πλαίσιο ενός χαλαρού συνταγματικού πλαισίου. Η βρετανική πλευρά επισήμανε ότι αυτό το σκεπτικό είχε οδηγήσει στη πρωτοβουλία Βρετανών, Αμερικανών και Καναδών του 1978 χωρίς επιτυχία, διότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, όπως δεν υπήρχαν ούτε εκείνη τη στιγμή ένα χρόνο αργότερα. Οι Βρετανοί διπλωμάτες είχαν προσθέσει επίσης ότι δεν είχαν πρόθεση αλλαγής του καθεστώτος των βάσεων στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι δεν ήταν πιθανό να τις παραχωρήσουν ενόψει μίας πιθανής διευθέτησης.

Συνάντηση υπουργών Εξωτερικών Βρετανίας – Ελλάδας στη Χάγη στις 31 Μαΐου

Ο λόρδος Κάρινγκτον άρχισε θίγοντας την απόφαση ελληνικού δικαστηρίου σε δίκη μελών του ΙΡΑ που αναγνώριζε το ελαφρυντικό της συμμετοχής στον αγώνα για την απελευθέρωση της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο Βρετανός υπουργός είπε στο Ράλλη ότι καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να επέμβει στη δικαιοσύνη αλλά ζήτησε την κατανόησή του για τη δυσαρέσκεια στη Βρετανία. Ο κ. Ράλλης σχολίασε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε πρόβλημα με τους δικαστές, καθώς δεν αποδέχονταν οποιαδήποτε πίεση. Ο Έλληνας υπουργός αναφέρθηκε στη συνέχεια στην ενόχληση της Ελλάδας για τη καθυστέρηση στη διαδικασία επανένταξης στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ο Ράλλης αναφέρθηκε και στην παρουσίαση ενός χάρτη με την Ελλάδα να ζητά επιστροφή στα όρια στο Αιγαίο πριν το 1974, την οποία οι Τούρκοι απέρριπταν λέγοντας ότι δεν τους έδινε ικανό χρόνο αντιμετώπισης εχθρικών αεροσκαφών από τη Δύση, αν και κατά το Ράλλη σκοπός τους ήταν να ελέγχουν τελικά το μισό Αιγαίο.

Ελληνοτουρκικές συζητήσεις για την υφαλοκρηπίδα

Έγγραφο του Φεβρουαρίου από το Φόρεϊν Όφις στον πρέσβη στην Αθήνα περιέχει τη γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του υπουργού Εξωτερικών για το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Τονίζεται ότι διεθνώς προβλέπεται ότι τα όρια μιας υφαλοκρηπίδας ορίζονται με αμοιβαία συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών. Παρόμοια προηγούμενα υποδείκνυαν ότι τα όρια ορίζονται στη median line, τη διάμεση γραμμή, με τη σημείωση όμως ότι στην περίπτωση του Αιγαίου δεν υπήρχε καν συμφωνία που να ορίζει πού βρισκόταν η γραμμή αυτή. Για τους Έλληνες η γραμμή αυτή θα ήταν προφανώς στη μεσοαπόσταση μεταξύ των ελληνικών νησιών και των τουρκικών ακτών, ενώ για την Τουρκία στη μεσοαπόσταση μεταξύ των ακτών της ηπειρωτικής έκτασης των δύο χωρών, αγνοώντας την ύπαρξη των νησιών. Το τουρκικό επιχείρημα της πλοήγησης δεν είχε νομική βάση, κατά τη βρετανική νομική γνωμάτευση, αν και ίσως οι Τούρκοι το προέβαλαν έχοντας στο μυαλό τους τη μελλοντική δημιουργία αποκλειστικών οικονομικών ζωνών, οι οποίες θα επηρέαζαν τα δικαιώματα πλοήγησης. Όσο για την ενθυλάκωση των νησιών, σημειώνεται ότι παλαιότερες ανάλογες περιπτώσεις δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως γνώμονας καθώς καμία γεωγραφική περιοχή δεν είναι ίδια με κάποια άλλη. Ως εκ τούτου λοιπόν η Βρετανία πέρα του ότι δεν μπορούσε να ορίσει ποια πλευρά είχε δίκιο και ποια άδικο συνετό θα ήταν να διατηρήσει την πολιτική της μη παρέμβασης στο θέμα του Αιγαίου, είναι η νομική πρόταση του υπουργείου Εξωτερικών. Σημειώνεται επίσης από το Βρετανό διπλωμάτη του Φόρεϊν Όφις ότι είχε την αίσθηση πως οι Έλληνες συχνά εσκεμμένα παρερμήνευαν τις τουρκικές θέσεις.

Η νομική γνωμάτευση ήταν απάντηση σε προηγουμένη αναφορά του πρέσβη στην Αθήνα για συνάντησή του με το γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, Ιωάννη Τζούνη, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε εκφράσει την έκπληξή του για ένα χάρτη που είχε παρουσιάσει η τουρκική πλευρά με τα όρια της υφαλοκρηπίδας που θεωρούσε δίκαια. Στο χάρτη τα ελληνικά νησιά δεν υπολογίζονταν καθόλου στον καθορισμό των ορίων αυτών. Οι Τούρκοι χάραζαν τη διάμεση γραμμή στο μέσο της απόστασης μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών, με την Εύβοια να θεωρείται μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, επικαλούμενοι «γεωμορφολογικές συνθήκες». Δεν υπολόγιζαν ούτε καν την Κρήτη με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνουν στη δική τους θεωρητική υφαλοκρηπίδα μεγάλο αριθμό ελληνικών νησιών. Οι ελληνικές προτάσεις για ελεύθερη πλεύση τουρκικών σκαφών στα ελληνικά ύδατα, απαγόρευση τοποθέτησης οπλικών συστημάτων στο βυθό της υφαλοκρηπίδας και αμοιβαία δέσμευση μη-κήρυξης αποκλειστικών οικονομικών ζωνών είχε φανεί ότι άφηναν την Τουρκία αδιάφορη. Ο Βρετανός πρέσβης σχολιάζει ότι ναι μεν η ελληνική πλευρά παρουσίαζε τις τουρκικές προτάσεις με το χειρότερο δυνατό τρόπο, ωστόσο οι Τούρκοι ήταν μάλλον αυτοί που είχαν παρουσιάσει τις πιο ακραίες θέσεις πάνω στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Ο Τζούνης δεν έβλεπε λύση στο αδιέξοδο.

Δημοσίευμα Καθημερινής για ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε ανταπόκριση της Καθημερινής από το Παρίσι (Κ. Καλλιγάς, 20 Απριλίου) σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της ένταξης της Ελλάδας στην ΕOK. Το δημοσίευμα εκτιμά ότι η Τουρκία προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση ότι η ένταση μεταξύ των δύο χωρών είχε αυξηθεί, διότι η Ελλάδα ως μέλος της ΕΟΚ θα συμμετείχε στον καθορισμό των διεθνών σχέσεων της κοινότητας, κάτι που έβρισκε αντίθετη την Άγκυρα. Προστίθεται ότι παρά την πρόσβαση της τουρκικής διπλωματίας στους γαλλικούς ακαδημαϊκούς κύκλους το Παρίσι δεν ήταν διατεθειμένο να επιβάλλει αλλαγές στους κανονισμούς της ΕΟΚ για να καλύψει απαιτήσεις χώρας μη-μέλους.

Πιθανή ένταση στα ελληνοτουρκικά

Σε έγγραφο από τη βρετανική πρεσβεία στην Άγκυρα στις 3 Οκτωβρίου σημειώνεται ότι η τουρκική πλευρά βρισκόταν στα πρόθυρα πρόκλησης μίας «νέας και εντελώς αχρείαστης» έντασης στις σχέσεις με την Ελλάδα. Επρόκειτο για την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να απαλλοτριώσει την επί χρόνια κατοικία του Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα. Ο λόγος της απόφασης αυτής, σύμφωνα με το Βρετανό πρέσβη, ήταν η πρόθεση των Τούρκων να φτιάξουν σε εκείνο το χώρο ένα πάρκο, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για κατοικία που νοίκιαζε η ελληνική κυβέρνηση από Τούρκο ιδιώτη. Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα θεωρούσε ότι οι Τούρκοι δεν ήθελαν έναν ξένο διπλωμάτη να ζει τόσο κοντά στην πύλη που οδηγούσε στο προεδρικό μέγαρο. Είχαν μάλιστα ζητήσει από τον πρέσβη Παπούλια να κινηθεί μόνος του για την αποζημίωση από την ιδιοκτήτρια του οικήματος για τα ενοίκια που είχαν προπληρωθεί, με προθεσμία δύο έως τεσσάρων μηνών πριν την υποχρεωτική μετακόμιση. Σε κάθε περίπτωση, σχολιάζει ο Βρετανός πρέσβης, οι Τούρκοι είχαν συμπεριφερθεί χονδροειδώς με αποτέλεσμα να διακινδυνεύουν την οργή των Ελλήνων πολιτών αν αποκαλυπτόταν η υπόθεση.

Οι κινήσεις τακτικής στο Κυπριακό

Η κατάσταση στην αρχή του 1979

Στην ετήσια έκθεση – αποτίμηση των γεγονότων του 1978 που υποβάλλει ο Βρετανός ύπατος αρμοστής Γκόρντον στη Λευκωσία προς το Φόρεϊν Όφις στις αρχές του 1979 διατυπώνεται η άποψη, με την οποία συμφωνεί το Λονδίνο, ότι χωρίς περαιτέρω έξωθεν βοήθεια οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στο νησί δε θα μπορούσαν να προβούν στις απαραίτητες παραχωρήσεις ώστε να επιτευχθεί λύση. Αν και στις αρχές του 1979, όπως σημειώνεται, η Κύπρος ήταν σε θέση να ξεκινήσει μια διαδικασία επίλυσης του προβλήματος, εκτιμάται ότι η όποια πρόοδος θα ήταν αργή και αβέβαιη. Προστίθεται ότι γινόταν κατανοητό πως αν χανόταν η ευκαιρία που παρουσιαζόταν θα περνούσε καιρός μέχρι να εμφανιστεί μία νέα παρόμοια συγκυρία.

Ο Βρετανός αρμοστής σημειώνει ότι οι προτάσεις του Ραούφ Ντενκτάς τον Απρίλιο του 1978 ήταν απογοητευτικές ακόμα και για όσους Ελληνοκύπριους πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση διαπραγματεύσεων. Σημειώνεται ότι το πρεστίζ του προέδρου Κυπριανού είχε υποστεί πλήγμα από το χειρισμό των υποθέσεων δολοφονίας του Αιγύπτιου δημοσιογράφου Ελ Σεμπάι στη Λευκωσία και επίταξης αεροσκάφους των Κυπριακών Αερογραμμών από τους Παλαιστίνιους δράστες. Μάλιστα ο Βρετανός αρμοστής παρατηρεί ότι κάποια στιγμή στα μέσα του ΄78 η συμπεριφορά του προέδρου Κυπριανού είχε γίνει τόσο περίεργη που κάποιοι παρατηρητές φοβήθηκαν ότι τον είχαν επηρεάσει η πίεση του αξιώματος, οι φόβοι για την υγεία του και η ανησυχία για την ασφάλεια της οικογένειάς του. Τονίζεται ότι μετά από τις διακοπές του στην Ελλάδα και τις συζητήσεις με τον Κων/νο Καραμανλή υπήρξε βελτίωση στη συμπεριφορά του Κύπριου προέδρου. Ως θετικός κρίνεται και ο ρόλος του νέου υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Ρολάνδη, ο οποίος συνετέλεσε στο να φέρει τον πρόεδρο στην εκκίνηση μιας πιθανής συμμετοχής του σε διαδικασία διαπραγματεύσεων, έστω και αν οι όροι που υπήρχαν τότε διαθέσιμοι δεν ήταν αποδεκτοί από τον Κύπριο ηγέτη.

Σε ό,τι αφορούσε την οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας σημειώνεται ότι λίγα χρόνια μετά την εισβολή οι Ελληνοκύπριοι είχαν καταφέρει να φτάσουν στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν το 1974. Επισημαίνεται πάντως ο κίνδυνος «υπερθέρμανσης» της οικονομίας λόγω του διευρυνόμενου χάσματος στο ισοζύγιο πληρωμών, αν και όπως σχολιάζεται σε καίριες θέσεις βρίσκονταν άτομα υψηλού επιπέδου. Κατά την εκτίμηση του Βρετανού αρμοστή η διαφορά στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν μεγάλη και αισθητή.

Ως αντίφαση στα προβλήματα που προέκυπταν για μια λύση επισημαίνεται ότι η λύση αυτή θα ήταν στην ουσία προς όφελος όλων. Οι Ε/Κ πρόσφυγες θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, οι Τ/Κ θα συμμετείχαν κατ’ αναλογία στη διακυβέρνηση του νησιού και θα ανέβαζαν το βιοτικό τους επίπεδο, η Τουρκία θα λάμβανε το διεθνή έπαινο και θα εξασφάλιζε πιο εύκολα την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που χρειαζόταν, ενώ και οι Έλληνες θα ήταν ευγνώμονες αν απαλλάσσονταν από αυτό το κουραστικό πρόβλημα, το οποίο είχαν προ πολλού βαρεθεί, όπως σχολιάζει ο αρμοστής.

Προτάσεις λύσης

Στα αρχεία περιλαμβάνεται ένα εκτενές έγγραφο – πρόταση λύσης για το Κυπριακό από τον Κρις Οικονομίδη (διευθυντή του Κέντρου Οικονομίδη για Οικονομικές και Πολιτικές Μελέτες στη Λευκωσία) με τίτλο «Πώς ένας δίκαιος συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί πριν είναι πολύ αργά». Υποστηρίζει ότι για να εκλείψει η ελληνοφοβία των Τουρκοκυπρίων θα έπρεπε ίσως να δοθεί και στις δύο κοινότητες μία διευρυμένη αυτονομία στο νομοθετικό και δικαστικό τομέα κάθε συνιστώσας ομόσπονδης κυβέρνησης. Για να εκλείψουν οι φόβοι της διαίρεσης των Ελληνοκυπρίων θα έπρεπε να διαφυλαχθεί η πολιτική και οικονομική ενότητα της Κύπρου στο μοντέλο άλλων ομόσπονδων κρατών, όπως η Ελβετία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Ως πρώτο πρακτικό βήμα προς διευθέτηση προτείνει την επιστροφή των Ε/Κ στο Βαρώσι. Οι Άγγλοι σχολιάζουν ότι ήταν ελκυστική η ιδέα του να εξουσιοδοτήσουν οι δύο ηγέτες το Συμβούλιο Ασφαλείας να προτείνει ένα σχέδιο λύσης το οποίο θα ετίθετο προς δημοψήφισμα. Το σχετικό έγγραφο υπογράφεται από τον Κίραν Πρέντεργκαστ, τότε πρέσβη της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη.

Εξάλλου, αρκετές είναι οι προτάσεις λύσης που περιλαμβάνοντα στα βρετανικά αρχεία. Μεταξύ αυτών υπάρχει μία πρόταση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ από πρώην ανταποκρίτρια των Sunday Times, από καθηγητές του πανεπιστημίου Mississippi των ΗΠΑ, καθώς και από πολιτικό αναλυτή στο πανεπιστήμιο του Queensland στην Αυστραλία.

Βρετανικές σκέψεις για την τακτική στο Κυπριακό

Έγγραφο του Φόρεϊν Όφις (12/11/79, από αξιωματούχο του τμήματος ΝΑ Ευρώπης) αναφέρεται στα συμπεράσματα της συνάντησης των Βρετανών πρέσβεων στην Άγκυρα, την Αθήνα και τη Λευκωσία στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου υπό το διευθυντή πολιτικής του υπουργείου κ. Μπούλαρντ. Σύμφωνα με τον πρέσβη στη Λευκωσία η προεδρία Κυπριανού αμφισβητούταν, αλλά ο ίδιος δε θεωρούσε πιθανή την απομάκρυνσή του. Δεν υπήρχε πάντως μεγάλη προοπτική ενός ισχυρού και σταθερού καθεστώτος που θα λάμβανε τις δύσκολες αποφάσεις για διευθέτηση, εκτιμούσε ο πρέσβης. Για την Τουρκία συμφωνήθηκε ότι χρειάζονταν εκλογές για να βγει από το «χάος» του 1979, αλλά κάτι τέτοιο πιθανότατα δε θα γινόταν πριν το φθινόπωρο του ‘80. Ο Ντεμιρέλ δεν έπρεπε να θεωρείται πιο κακός από τον Ετσεβίτ σε περίπτωση που κατάφερνε να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας (η οποία θεωρείτο καλύτερη από συνασπισμό). Ο πρέσβης στη Λευκωσία τόνισε ότι ήταν προς το συμφέρον της Βρετανίας σε ό,τι αφορούσε την προστασία των συμφερόντων της στις βάσεις να συνεχίσει να φαίνεται ότι ενδιαφερόταν στενά για την Κύπρο και ότι εργαζόταν για μια λύση. Επίσης να υποστηρίζει πρωτοβουλίες, αν και η πιθανότητα προόδου ήταν ισχνή. «Αναγνωρίστηκε ότι η υπάρχουσα κατάσταση ίσως αποδεικνυόταν η μοναδική λύση για το Κυπριακό που θα έπρεπε να επιτευχθεί. Θα ήταν συνετό να προσπαθήσουμε να σταθεροποιήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση αν οι σοβαρές απόπειρες να ‘λυθεί’ το κυπριακό εγκαταλείπονταν», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επίσης θα υπήρχαν επιχειρήματα που θα στήριζαν τη μεροληψία υπέρ των Ε/Κ που ήταν δυνητικά η πιο ασταθής πλευρά και π.χ. η ισχυρή στήριξη προς αυτούς για τη στενότερη σχέση τους με την ΕΟΚ θα ήταν ενδεδειγμένη. Οι Έλληνες ούτε υπό τον Παπανδρέου δε θα εμπλέκονταν περισσότερο στρατιωτικά στην Κύπρο. Τα μαθήματα του ‘67 και του ‘74 τα είχαν διδαχθεί, σχολιάζουν οι Βρετανοί διπλωμάτες.

Επιστολή Ντενκτάς στη βασίλισσα Ελισάβετ

Εκτενής είναι η αναφορά σε γράμμα που απέστειλε ο Ραούφ Ντενκτάς στη βασίλισσα Ελισάβετ με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1979 (έφτασε στο Ανάκτορο τουΜπάκιγχαμ στις 24 Οκτωβρίου). Η μεταξύ των Βρετανών διπλωματών συνεννόηση είναι ότι η Βρετανία δεν αναγνώριζε τη λεγόμενη ΤΔΒΚ και το γράμμα εκλαμβανόταν ως προσπάθεια προσεταιρισμού των ηγετών των χωρών μελών της Κοινοπολιτείας πριν από τη συζήτηση για το Κυπριακό στην Ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών. Συνιστάται προφορική και όχι επίσημη γραπτή αποδοχή του γράμματος γιατί αν και κάτι τέτοιο δεν υπονόμευε στην ουσία τη βρετανική πολιτική μη αναγνώρισης θα έπαιρνε δημοσιότητα. Σχολιάζεται ότι ο Ντενκτάς διατύπωνε στο γράμμα τις γνωστές τουρκοκυπριακές θέσεις. Ο Ντενκτάς ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι διεθνείς συνθήκες για ξένους στρατούς και πρόσφυγες δεν έχουν εφαρμογή στην Κύπρο λόγω των «ιδιαίτερων συνθηκών και βασάνων» των Τουρκοκυπρίων («είναι πρόβλημα sui generis», ανέφερε ενδεικτικά). Υπέγραφε δε ως πρόεδρος ΤΒΔΚ.

Υπόλοιπες αναφορές στην Κύπρο

Ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα αναφέρεται σε συνάντηση με το γερουσιαστή Ερκμέν (έγγραφο με ημερομηνία 3/12/79). Αναφερόμενος στο Κυπριακό σημειώνει ότι σαφώς το Λονδίνο στήριζε την τουρκική θέση ότι το θέμα δεν έπρεπε να διεθνοποιηθεί και γι’ αυτό η Βρετανία δε συμφωνούσε με την πρόταση του προέδρου Κυπριανού για διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό.

Σε επιστολή του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ προς τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων και τον πρόεδρο της επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας τονίζεται ότι η Ουάσινγκτον συμμεριζόταν την άποψη ότι μόνο συνεχείς διακοινοτικές συνομιλίες μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος, καθώς και ότι ο πιο θετικός δρόμος προς σοβαρές διαπραγματεύσεις ήταν οι καλές υπηρεσίες του γ.γ. του ΟΗΕ.

Toν Οκτώβριο έγινε επίσης αναφορά σε φήμες περί τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων στην Κύπρο, οι οποίες διαψεύδονται από τη βρετανική πρεσβεία στην Άγκυρα. Σημειώνεται πάντως ότι το επίπεδο των τουρκικών δυνάμεων ήταν τέτοιο που θα μπορούσαν αν ήταν αναγκαίο να επιχειρήσουν χωρίς ενισχύσεις ή ειδική προετοιμασία

Διμερείς επαφές

Συνάντηση υπουργών Εξωτερικών

Σε έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1979 καταγράφεται η σύντομη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Βρετανίας και Ελλάδας στο περιθώριο της συνάντησης του συμβουλίου του ΝΑΤΟ εκείνο το πρωί.

Το θέμα συζήτησης του λόρδου Κάρινγκτον με το Γ. Ράλλη ήταν αρχικά οι ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Ενώ ο λόρδος Κάρινγκτον δήλωσε πεπεισμένος ότι η Τουρκία επιθυμούσε λύση, ο Έλληνας ομόλογός του απάντησε ότι η Ελλάδα ήταν δύσκολο να προβεί σε παραχωρήσεις χωρίς να στρέψει την κοινή γνώμη της χώρας ενάντια στο ΝΑΤΟ.

Σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ο Γ. Ράλλης είπε ότι ο Καραμανλής δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα διεκδικούσε εκ νέου την πρωθυπουργία ή αν θα επέλεγε την προεδρία. Ο ίδιος ο Ράλλης εξέφραζε την ευχή να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα για πολλά χρόνια ακόμα, προσθέτοντας ότι ο Καραμανλής ήταν ο μόνος που είχε μία μετριοπαθή επίδραση στον Ανδρέα Παπανδρέου.

Σε άλλα διεθνή θέματα ο Ράλλης ζήτησε κοινή πολιτική του ΝΑΤΟ απέναντι στη Μέση Ανατολή, το Ιράν και τη Σοβιετική Ένωση. Στο Ιράν παρατήρησε ότι η Ελλάδα στήριξε τους Αμερικανούς παρά τις συμβάσεις και τους Έλληνες τεχνίτες στη χώρα.

Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ο Ράλλης σχολίασε ότι οι Έλληνες δεν ενθάρρυναν τη σύσταση μίας επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών. Εκτιμούσε δε ότι με λίγη πίεση η τουρκική κυβέρνηση θα μπορούσε να συντελέσει στην πρόοδο του ζητήματος. Παρατήρησε δε ότι το Κυπριακό θα ήταν πιο εύκολο να λυθεί εφόσον λυνόταν η φιλονικία στο Αιγαίο.

Επισκέψεις αξιωματούχων του Φόρεϊν Όφις στην Αθήνα

Αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις, ο διευθυντής πολιτικής Τζούλιαν Μπούλαρντ ενημερώνοντας το υπουργείο για τη διήμερη επίσκεψή του στην Αθήνα στις αρχές Νοεμβρίου αναφέρει ότι οι Έλληνες αξιωματούχοι με τους οποίους συναντήθηκε, με κορυφαίο τον υπουργό Εξωτερικών Ράλλη, τόνιζαν την ανάγκη γρήγορης επισημοποίησης της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, εκφράζοντας τη βούλησή τους για την ενίσχυση της πολιτικής συνεργασίας. Ο Βρετανός διπλωμάτης δηλώνει ότι επεσήμανε στους Έλληνες συνομιλητές του ότι η ελληνική ένταξη δεν έπρεπε να διευρύνει το χάσμα μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκίας. Παράλληλα αναφέρεται στην ιδιαίτερη σπουδαιότητα που απέδιδαν οι Έλληνες σε δράσεις στο πλαίσιο της συνεργασίας των Βαλκανικών χωρών. Ακόμα και σε ερώτηση για την επικείμενη τότε επίσκεψη Καραμανλή στο Πεκίνο, η απάντηση που έλαβε ήταν ότι η Ελλάδα ήθελε να περάσει στους Κινέζους το μήνυμα πως η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η νοτιοανατολική Ευρώπη δε θα γινόταν θέατρο μαχών στο πλαίσιο της σινο-σοβιετικής αντιπαλότητας. Σε σχόλιό του ο Τζούλιαν Μπούλαρντ επισημαίνει ότι «το άλογο της βαλκανικής συνεργασίας τρέχει γρήγορα με την Ελλάδα ως αναβάτη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπλοκές αργότερα για το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, αλλά για την ώρα οι συνέπειες φαίνεται να είναι κυρίως θετικές». Οι θετικές συνέπειες ήταν η πιθανή χαλάρωση του συμφώνου της Βαρσοβίας και η ευκαιρία για συναντήσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων.

Αναφορικά με τη Μέση Ανατολή ο Ράλλης έθεσε πάλι το θέμα της απουσίας συντονισμένης ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στους Παλαιστινίους, ενώ όταν ο Βρετανός διπλωμάτης ρώτησε πότε η Ελλάδα θα αναγνώριζε de jure το κράτος του Ισραήλ, έλάβε την απάντηση ότι πριν την εγχείρηση η θερμοκρασία του ασθενούς πρέπει να έχει πέσει σε φυσιολογικά επίπεδα, με την επισήμανση ότι η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να δυσαρεστήσει τους Άραβες από τους οποίους εξαρτάται για την προμήθεια πετρελαίου.

Συζητήθηκαν επίσης τα θέματα «μεσογειακού ενδιαφέροντος», δηλαδή το Κυπριακό, το Αιγαίο και η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο ελληνικός Τύπος παρουσίαζε τα θέματα αυτά ως τα μοναδικά που είχαν σημασία. Μάλιστα η Καθημερινή είχε τις συζητήσεις Ράλλη – Μπούλαρντ στο πρωτοσέλιδό της. Εντύπωση προκαλεί στο Βρετανό διπλωμάτη πως όσο κατέβαινε η ιεραρχία στην ελληνική κυβέρνηση και διπλωματία τόσο αύξανε το πάθος για τις ελληνικές θέσεις έναντι της Τουρκίας. Τελικά υπήρξε συμφωνία ότι οι προοπτικές επίλυσης των προβλημάτων στην ανατολική Μεσόγειο δεν ήταν θετικές. Ο πρέσβης Μακρής παρουσίασε τα ελληνικά επιχειρήματα στη βρετανική αντιπροσωπεία, τονίζοντας ότι η Ελλάδα επεδίωκε λύση μέσω διαπραγματεύσεων, αλλά ήταν έτοιμη να ακολουθήσει και τη νομική οδό εφόσον χρειαζόταν. Επισημάνθηκε εξάλλου ότι εφόσον οι τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο επικρατούσαν, η ενότητα της Ελλάδας «θα καταστρεφόταν». Προστέθηκε δε ότι θα ενισχυόταν η απειλή για την ειρήνη αν η στρατιωτική βοήθεια προς την Τουρκία διατάρασσε τη στρατιωτική ισορροπία. Η βρετανική πλευρά διατύπωσε τη διαρκή ανησυχία της για την αδυναμία στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ωστόσο τόνισε ότι δεν έβλεπε ενεργό ρόλο για το Λονδίνο εκτός από τη στήριξη όποιων πρωτοβουλιών λαμβάνονταν για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στις σημειώσεις ενόψει των επαφών εκείνων με τους διαμορφωτές της ελληνικής διπλωματίας οι Βρετανοί διπλωμάτες επισημαίνουν την ανάγκη η Ελλάδα να υιοθετήσει όχι μόνο το πλαίσιο της πολιτικής συνεργασίας εντός της ΕΟΚ, αλλά και το σύνολο των κανόνων της κοινότητας. Συστήνεται να χαιρετιστούν οι ελληνικές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά να επισημανθούν παράλληλα οι ανησυχίες της Βρετανίας ως προς τη στάση της μη de jure αναγνώρισης του Ισραήλ από την Ελλάδα. Προτείνεται μάλιστα να χρησιμοποιηθεί η ανάγκη εναρμόνισης με τις κοινοτικές θέσεις ως δικαιολογία για την αναγνώριση του Ισραήλ από την Αθήνα. Ως προς την κοινοτική θέση για το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά μετά την ένταξη της Ελλάδας, η θέση της Βρετανίας είναι ότι πρέπει να διαμορφωθεί ανάλογα με τις συνθήκες που θα προκύπτουν κάθε φορά.

Πωλήσεις όπλων

Έγγραφο αναφέρεται στη συνάντηση που είχαν εκπρόσωποι βρετανικών ναυπηγικών εταιρειών με τον Έλληνα υπουργό Άμυνας Αβέρωφ σχετικά με την προμήθεια φρεγατών. Οι Βρετανοί σχολιάζουν ότι η συνάντηση ήταν ενθαρρυντική διότι ο Αβέρωφ αυτή τη φορά δεν υπονόησε ότι οι συγκεκριμένες φρεγάτες δεν ταιριάζουν στις ελληνικές ανάγκες. Η απόφαση παραγγελίας ωστόσο ανήκε στον Καραμανλή και συστήνεται να εγερθεί το θέμα στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ελληνική πλευρά συνέστησε δε να εγερθεί και το ζήτημα του αεροπορικού αμυντικού πυραυλικού συστήματος της Ελλάδας, καθώς και το θέμα των αρμάτων μάχης.

Υπόλοιπες αναφορές

Επίσκεψη υπουργού Συντονισμού Μητσοτάκη στο Λονδίνο

Την Πρωτομαγιά του ’79 η βρετανική πρεσβεία ειδοποιεί το Φόρεϊν Όφις για την επιθυμία του υπουργού Συντονισμού Κώστα Μητσοτάκη να επισκεφθεί το Λονδίνο. Σημειώνεται μάλιστα πως το προηγούμενο έτος η κα. Μητσοτάκη είχε επισκεφθεί τη βρετανική πρωτεύουσα για ψώνια και θα ήθελε να ξαναεπισκεφθεί την πόλη. Διατυπώνεται λοιπόν η εκτίμηση ότι τυχόν πρόσκληση προς το ζεύγος Μητσοτάκη θα έδινε «μία πολύτιμη ώθηση» στις αγγλο-ελληνικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, αν και πιο εποικοδομητική θεωρείτο μία επίσκεψη του Βρετανού υπουργού Εμπορίου στην Αθήνα, η οποία πάντως δε συγκέντρωνε πολλές πιθανότητες εκείνη την περίοδο.

Επισημαίνεται ότι η σημασία της πρόσκλησης προς τον κ. Μητσοτάκη αφορούσε στο ρόλο του ως πιθανώς του πρωταγωνιστή στη λήψη αποφάσεων επενδύσεων στο δημόσιο τομέα - τον τομέα στον οποίο, όπως σημειώνεται, η Βρετανία χρειαζόταν μεγαλύτερη πρόσβαση εάν ήθελε να αυξήσει το μερίδιό της στην ελληνική αγορά. Το έγγραφο σχολιάζει ότι εφόσον ο Κ. Μητσοτάκης ήθελε να επισκεφθεί το Λονδίνο, όπως «προφανώς» ίσχυε, θα μπορούσε να του δοθεί ένα πρόγραμμα επίσημων επαφών το οποίο θα περιελάμβανε συναντήσεις «σκληρών πωλήσεων», με στόχο να υποχρεωθεί ο Έλληνας υπουργός «να πληρώσει το εισιτήριό του με τουλάχιστον μία μεγάλη σύμβαση», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Στην αναζήτηση οικοδεσπότη για τον Έλληνα υπουργό σημειώνεται ότι δεν υπήρχε αντίστοιχο πόστο στη βρετανική κυβέρνηση, καθώς ο Κ. Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού περιγράφεται ως «εμπορικός και οικονομικός δεσπότης», ο οποίος παράλληλα ήταν ο κύριος διαπραγματευτής για την ένταξη στην ΕΟΚ, ρόλο που πιθανότατα θα διατηρούσε και μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων. Ως πλησιέστερος ομόλογός του κρίνεται τελικά ο Βρετανός υπουργός Εμπορίου.

Ως πρώτιστο ενδιαφέρον για τη Βρετανία στην επίσκεψη Μητσοτάκη τοποθετείται το εμπόριο και η αναγνώριση ευκαιριών για επενδύσεις στην Ελλάδα. Προτείνεται δε μία σύντομη συνάντηση του Κ. Μητσοτάκη με το Βρετανό πρωθυπουργό, καθώς ο Έλληνας υπουργός θεωρείτο πιθανός διάδοχος του Κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία. Σε μια προσωπική εκτίμηση ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Τζιμ Σάδερλαντ πάντως δηλώνει ότι το άστρο του Κ. Μητσοτάκη είχε θαμπώσει κάπως το τελευταίο τρίμηνο ή τετράμηνο, καθώς η επιτυχία στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ είχε πιστωθεί στον Καραμανλή. Αντίθετα οι αδυναμίες στην οικονομική πολιτική, όπως η αποτυχία ελέγχου του πληθωρισμού βάρυνε τον υπουργό Συντονισμού. Προστίθεται δε ότι εκτός Κρήτης ο Κ. Μητσοτάκης δεν τύχαινε ευρείας αποδοχής ενώ το όνομά του αναφερόταν συχνά σε ιστορίες «παραδοπιστίας και διαφθοράς», αν και κατά το Βρετανό πρέσβη επρόκειτο για κακόβουλα κουτσομπολιά, «έστω και με μόρια αλήθειας σε ορισμένες περιπτώσεις».

Ως προς την αποφυγή παρεξηγήσεων με τον Έλληνα υπουργό Εμπορίου Παναγιωτόπουλο συστήνεται να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα της πρόσκλησης προς τον κ. Μητσοτάκη ο καίριος ρόλος του στις διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ.

Σε μεταγενέστερο έγγραφο από την πρεσβεία στην Αθήνα (Σεπτέμβριος 1979) γίνεται αναφορά σε προσπάθεια να οριστεί ημερομηνία επίσκεψης του κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο στα μέσα Νοεμβρίου. Εγείρεται πάλι το θέμα του βρετανικού μεριδίου στις δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα, με το ενδιαφέρον των Βρετανών να συγκεντρώνουν οι μονάδες παραγωγής ενέργειας και το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Ο πιστός Μολυβιάτης και ο Καραμανλής ως «πολύτιμη αντίκα»

Σε έγγραφο του Δεκεμβρίου του 1979 από τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα προς το Φόρεϊν Όφις επιχειρείται μία σκιαγράφηση της προσωπικότητας και του ρόλου του τότε συμβούλου του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, Πέτρου Μολυβιάτη. Ο Βρετανός γραμματέας της πρεσβείας Μάικ Κλέμεντς τονίζει κατ’ αρχάς ότι ο Μολυβιάτης ήταν ο πιο έμπιστος αξιωματούχος του Καραμανλή, ο οποίος βασιζόταν πολύ στις συμβουλές του. Σημειώνεται ότι ο σύμβουλος του πρωθυπουργού δε δραστηριοποιούταν ενεργά στα κομματικά της ΝΔ και θα μπορούσε μάλιστα στο βαθμό που γνώριζε η πρεσβεία να ανήκε στο παρελθόν σε άλλο πολιτικό κόμμα από αυτό του Κ. Καραμανλή. Στη συνέχεια πάντως σχολιάζεται ότι θα προκαλούσε έκπληξη αν εκείνη τη στιγμή ο Πέτρος Μολυβιάτης δεν υποστήριζε τη ΝΔ.

Σε ό,τι αφορά το εύρος της επιρροής Μολυβιάτη στις αποφάσεις του πρωθυπουργού, υπογραμμίζεται ότι ο Κ. Καραμανλής «έχει τη δική του βούληση και τις δικές του πολύ ισχυρές ιδέες σχετικά με τους πολιτικούς στόχους του». Διευκρινίζεται λοιπόν ότι ο ρόλος του Μολυβιάτη ήταν να συμβουλεύει προς την επίτευξη των στόχων αυτών, όχι προς τη διαμόρφωσή τους.

Στο επόμενο σχόλιο αναφέρεται ότι ο Πέτρος Μολυβιάτης προφύλασσε τον Καραμανλή από άτομα που επιδίωκαν την εύνοιά του, ορισμένες φορές μάλιστα παρακάνοντάς το. Όπως σχολιάζεται χαρακτηριστικά, «συμπεριφέρεται σαν ο Καραμανλής να είναι μία πολύτιμη αντίκα που μπορεί να σπάσει στο άγγιγμα των χυδαίων». Κατά τους Βρετανούς το έργο Μολυβιάτη δυσκόλευε από το «χάρισμα» του Καραμανλή να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι δε γίνονται φορτικοί.

Ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα

Σε θέματα που άπτονται του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας αναφέρει ότι στο παρελθόν είχαν εντοπιστεί προβλήματα στην αντιμετώπιση των αντιρρησιών συνειδήσεων μαρτύρων του Ιεχωβά, στο νόμο περί ομοφυλοφιλίας και στην ακροδεξιά εκστρατεία για αμνηστία στους ηγέτες της χούντας.

Εκτιμάται πάντως ότι οι επιδόσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα την περίοδο της μεταπολίτευσης είναι οι καλύτερες στην ιστορία της χώρας, μερικώς ως αντίδραση στην κατάφορη παραβίασή τους από τη χούντα και επίσης λόγω της αυξημένης ευαισθησίας μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Επισημαίνονται σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις και η αποδοχή της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το έγγραφο σχολιάζει πάντως ότι το δικαστικό σύστημα ήταν ανοιχτό σε έξωθεν πιέσεις, παρά τη θεωρητική ανεξαρτησία του. Επίσης για τον Τύπο σχολιάζεται ότι ήταν ελεύθερος σχεδόν σε βαθμό ανευθυνότητας.

Στα τελικά συμπεράσματα του εγγράφου εξηγείται η βαρύτητα της παράδοσης και της ιστορίας στην Ελλάδα σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων. «Πάνω απ’ όλα», συνεχίζει το έγγραφο, «η Ελλάδα φέρει ακόμα τα σημάδια του εμφυλίου πολέμου. Πολιτικά η ελληνική κοινωνία είναι η πιο διαιρεμένη από οποιαδήποτε άλλη στη δυτική Ευρώπη με την εξαίρεση της Βόρειας Ιρλανδίας». Ωστόσο, εκτιμάται ότι ο Καραμανλής είχε συντελέσει έστω και αργά στην επούλωση των τραυμάτων της μεταπολεμικής περιόδου και στη σταδιακή ενίσχυση της συνεκτικότητας του πολιτικού σώματος.

Ελλάδα και ΝΑΤΟ

Οι Βρετανοί διπλωμάτες επισημαίνουν τις τοποθετήσεις του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ αναφορικά με τη σχέση των Αθηνών με το ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος Κάρτερ είχε σχολιάσει ότι ήταν ξεκάθαρα προς το αμοιβαίο συμφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης Καραμανλή να επιτευχθεί η πλήρης πρόσδεση της Ελλάδας στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των ζωτικών οργάνων της, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΟΚ. «Είναι σημαντικό ο Καραμανλής να βρει έναν τρόπο να το πετύχει αυτό ώστε να διατηρηθεί η ελληνική δημοκρατία και ο δυτικός προσανατολισμός της», σχολιάζεται χαρακτηριστικά, με την επισήμανση ότι ο Καραμανλής ήταν ο ηγέτης με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς εφαρμογής μίας τέτοιας πολιτικής. Σημειώνεται ως σημαντική και ευκταία η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με τη σημείωση ότι αυτό θα γινόταν με συμβιβασμό από τη Συμμαχία, ο οποίος ωστόσο δε θα έπρεπε να θεωρείται κάτι αρνητικό.

Εξάλλου, ανησυχία προκαλούσε στους Βρετανούς, αλλά και στους Αμερικανούς όπως τονίζεται, η συμφωνία με την ΕΣΣΔ που επέτρεπε στους Σοβιετικούς τη χρήση των ναυπηγείων του Νεωρείου στη Σύρο για επισκευές σοβιετικών εμπορικών και στρατιωτικών πλοίων που δεν έφεραν οπλισμό. Σε έγγραφο του αντιπροσώπου της Βρετανίας στο ΝΑΤΟ σημειώνεται ότι υπήρχε περίπτωση ακύρωσης της συμφωνίας από την Αθήνα, καθώς ήταν απόφαση της ιδιωτικής εταιρείας που εκμεταλλευόταν τα ναυπηγεία (η βρετανική Appledore), ενώ και ο Καραμανλής είχε μάθει για τη συμφωνία μετά την επισημοποίησή της. Πάντως γίνεται παραδεκτό ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δε θα μπορούσε να υπαναχωρήσει χωρίς να φανεί ότι υπέκυπτε στις αμερικανικές πιέσεις και ότι ίσως θα προτιμούσε να διατηρήσει τη συμφωνία και ως μέσο έμμεσης πίεσης στους συμμάχους. Το θέμα είχε συζητηθεί εκτενώς σε γεύμα των μονίμων αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ με τον Έλληνα εκπρόσωπο να δέχεται καταιγισμό ερωτήσεων.

Σε άλλο έγγραφο οι Βρετανοί παραδέχονται ότι η συμφωνία ήταν δικαιολογημένη από εμπορική πλευρά και σημειώνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ενημερωνόταν εκ των προτέρων για κάθε αίτημα επισκευής των Σοβιετικών, πληροφορία που δε γνώριζαν οι Αμερικανοί. Σε ό,τι αφορούσε την πολιτική πτυχή της υπόθεσης ωστόσο, οι Βρετανοί σχολιάζουν ότι η Αθήνα πρέπει να γνώριζε εξ αρχής τις διαπραγματεύσεις, καθώς και ότι η συμφωνία αναπόφευκτα θα ερμηνευόταν στο πλαίσιο των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις και της επίσκεψης Καραμανλή στη Μόσχα, όπως και έγινε.

Σε ό,τι αφορά την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ οι Βρετανοί επισημαίνουν ότι η ελληνική πλευρά διαπίστωνε πως η στρατιωτική προσέγγιση του θέματος δεν απέδιδε, εκτιμώντας ότι θα έπρεπε ίσως το ζήτημα να εξεταστεί από πολιτική οπτική γωνία. Οι Έλληνες είχαν θυμώσει με τις προτάσεις των Αμερικανών για τις ζώνες διοίκησης της περιοχής του Αιγαίου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι συνέφεραν την Τουρκία.

Αποτίμηση 1978

Ετήσια αποτίμηση για το 1978

Όπως κάθε χρόνο, τον Ιανουάριο του 1979 ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα προέβη σε μία συνολική αποτίμηση της προηγούμενης χρονιάς, του 1978 στην προκειμένη περίπτωση.

Ο Τζιμ Σάδερλαντ επισημαίνει κατ’ αρχάς το άνοιγμα του δρόμου προς την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως «εξέλιξη που μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής στην ελληνική ιστορία». Παρατηρεί πάντως τη βαθιά διαίρεση που προκαλούσε το θέμα στο εσωτερικό, σημειώνοντας την εναντίωση του Ανδρέα Παπανδρέου στην ένταξη, καθώς και ότι δε συμφωνούσαν όλοι οι Έλληνες με τη δήλωση Καραμανλή ότι «ανήκουν στη Δύση». Τονίζεται επίσης η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία, αν και το Αιγαίο εξακολουθούσε να αποτελεί αγκάθι, ενώ ο Καραμανλής συνέχιζε να είναι απαισιόδοξος για λύση του Κυπριακού. Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό διαπιστώνεται αλλαγή διάρθρωσης λόγω της κατάρρευσης των κομμάτων του κέντρου. Επίσης σημειώνεται η είσοδος στην κυβέρνηση δύο «ανώτερων και ικανών στελεχών του Κέντρου», των Κων/νου Μητσοτάκη και Αθανάσιου Κανελλόπουλου, κάτι που είχε οδηγήσει σε μεγαλύτερη προσέλευση στη ΝΔ πρώην φυσιογνωμιών του κέντρου. Αναφορικά με την οικονομία διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε τη διεθνή κρίση καλύτερα σε σχέση με άλλες χώρες, διατηρώντας χαμηλά ποσοστά ανεργίας και υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, αν και ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί.

Όσο για τις αγγλοελληνικές σχέσεις ο Βρετανός πρέσβης κρίνει ότι το Λονδίνο είχε ενισχύσει την αξιοπιστία του λόγω του ρόλου του στις διαπραγματεύσεις ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. «Κάθε υπουργική κουβέντα σχετικά με την Τουρκία έχει βαρύτητα, αλλά η Κύπρος δε μας χωρίζει πια», προσθέτει ο Τζιμ Σάδερλαντ.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός, Λονδίνο