Με την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ, εντάθηκαν οι πιέσεις, από την πλευρά του συσσωρευμένου ιδιωτικού κεφαλαίου, για είσοδο σε ασφαλείς και αποδοτικούς κλάδους, όπως ο κλάδος του ηλεκτρισμού.
Πενήντα περίπου χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση στην αγορά ηλεκτρισμού στη μεταπολεμική Ευρώπη, που οδήγησε στην ανάληψη από τα κράτη της ευθύνης πραγματοποίησης των αναγκαίων επενδύσεων για την εξασφάλιση ηλεκτρικής ενέργειας σε όλους, σε προσιτές τιμές, ήρθε η ώρα της δεύτερης μεταρρύθμισης.
Της αποχώρησης δηλαδή του κράτους από την επιχειρηματική δραστηριότητα στον ηλεκτρισμό και της υποκατάστασής του από το ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Κεντρική επαγγελία της μεταρρύθμισης, ήταν η προσδοκία χαμηλότερων τιμών, μέσω του ανταγωνισμού που θα αναπτύσσονταν μεταξύ των νέων παραγωγών/προμηθευτών.
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε, κατά τον σχεδιασμό της μεταρρύθμισης, αφορούσε στον τρόπο, με τον οποίο θα διαμορφώνονταν οι τιμές στη νέα αγορά.
Μέχρι τότε, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζονταν ως «πολιτικές τιμές», με την έννοια ότι αποτελούσαν ουσιώδη παράμετρο της δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και σημαντική συνιστώσα στη διαμόρφωση του κόστους σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.
Για τον λόγο αυτό, οι προϋπολογισμοί των κρατικών επιχειρήσεων ηλεκτρισμού ελέγχονταν από τις Κυβερνητικές αρχές, για το εύλογο των δαπανών και για το περιθώριο κέρδους. Οι μεταβολές των τιμολογίων προϋπέθεταν Κυβερνητική έγκριση.
Στο κρίσιμο ερώτημα, για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών στη νέα αγορά ηλεκτρισμού, διατυπώθηκαν δύο εναλλακτικές προτάσεις.
Η πρώτη υποστήριξε ότι οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, που θα δραστηριοποιηθούν στην αγορά, θα αποδυθούν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των τιμών, προς όφελος των καταναλωτών.
Η δεύτερη πρόταση εξήγησε ότι η αγορά ηλεκτρισμού, από τη φύση της, δεν μπορεί παρά να είναι Ολιγοπωλιακή. Διευκρίνισε ότι, στα Ολιγοπώλια, ανταγωνισμός, με την ουσιαστική έννοια του όρου, δεν πρέπει να αναμένεται. Για τον λόγο αυτό, υποστηρίχθηκε η πρόκριση της πρότασης του λεγόμενου «Μοναδικού Αγοραστή». Δηλαδή, ένας αγοραστής - η εταιρία Διανομής- θα αγοράζει από τους παραγωγούς/προμηθευτές την ενέργεια που έχουν προς διάθεση, σε συμφωνημένη τιμή, που θα καλύπτει το πλήρες κόστος, πλέον ένα εύλογο συμφωνημένο περιθώριο κέρδους.
Σημειώνεται ότι, παλαιότερα στις ΗΠΑ, τα μέλη της τότε Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ηλεκτρισμού, τα οποία διόριζε ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, όφειλαν να ελέγχουν:
α) τη σωστή κοστολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας και
β) να συμφωνούν για το εύλογο και δίκαιο περιθώριο κέρδους.
Η επικέντρωση δηλαδή στην έννοια του εύλογου - δίκαιου κέρδους δεν αποτελεί νέα επινόηση.
Τελικά, επικράτησε η ιδέα της προσδοκίας ανταγωνισμού, που θα εξασφάλιζε τη δραστική μείωση των τιμών.
Όταν οι ιπτάμενες τιμές και τα θηριώδη κέρδη έκαναν την εμφάνισή τους, το θέμα του τρόπου διαμόρφωσης των τιμών έχει επανέλθει στη συζήτηση. Στις Βρυξέλλες, με την εμπειρία που εν τω μεταξύ αποκτήθηκε και με την ενθάρρυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συζητείται ένα είδος μεταρρύθμισης στον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών και η ιδέα του Μοναδικού Αγοραστή έχει υποστηρικτές.
Υπάρχει ελπίδα ότι οι συζητήσεις δεν θα οδηγηθούν σε διαιώνιση και ότι δεν θα αγνοηθούν οι πολιτικές εξελίξεις και οι ακραίες τάσεις, που φαίνεται να διαμορφώνονται τον τελευταίο καιρό στο Ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχουν παύσει να αντιμετωπίζονται από το ευρύ κοινό ως πολιτικές τιμές, ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού.
* Ο Κωνσταντίνος Β. Γιωτόπουλος είναι τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας του CEEP (Βρυξέλλες, Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιχειρήσεων με Δημόσια Συμμετοχή), τ. Πρόεδρος της ΤΡΑΜ Α.Ε.