Μία ανοιχτή επιστολή - πρόταση πολιτικής
Η πρόσφατη βίαιη επίθεση σε μαθήτρια από συνομήλικούς της αποτελεί ένα ακόμα τραγικό παράδειγμα ενός φαινομένου και έρχεται να προστεθεί σε μία μεγάλη λίστα περιστατικών βίας. Πίσω από τους πρωτοσέλιδους τίτλους στους οποίους φιγουράρουν για λίγα 24ωρα τα περιστατικά αυτά και πίσω από την οργή που προκαλούν, κρύβεται μια βαθιά ριζωμένη μάστιγα με σοβαρές συνέπειες για τα θύματα, τους δράστες αλλά και ολόκληρη την κοινωνία, η οποία φαίνεται να αναπτύσσει μια νοσηρή και επικίνδυνη ανοχή και απευαισθητοποίηση. Πληθώρα μελετών καταδεικνύει ότι ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να οδηγήσει σε ψυχικά τραύματα, κοινωνικό αποκλεισμό και μειωμένες επαγγελματικές ευκαιρίες, επηρεάζοντας τόσο την προσωπική ευημερία όσο και την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Ενώ η βία και ο κοινωνικός αποκλεισμός επηρεάζουν άτομα ανεξάρτητα από ηλικίες, φύλα ή κοινωνικές τάξεις, δεν εκδηλώνονται με ίδια ένταση και συχνότητα ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες, καθώς οι γυναίκες, τα παιδιά και τα άτομα χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων πλήττονται δυσανάλογα συχνότερα από τις συνέπειες αυτών των φαινομένων: Τα παιδιά και οι έφηβοι μπορεί να βιώνουν εκφοβισμό, ενώ οι ενήλικες αντιμετωπίζουν ενδοοικογενειακή ή επαγγελματική βία. Οι γυναίκες συχνά βιώνουν έμφυλη βία, όπως στις περιπτώσεις γυναικοκτονιών, ενώ τα άτομα χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων ενδέχεται να υφίστανται κοινωνικό αποκλεισμό, διακρίσεις ή περιθωριοποίηση.
Η έλλειψη ενός κεντρικού, αποτελεσματικού, οργανωμένου συστήματος καταγραφής και αντιμετώπισης της βίας αποτελεί ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί άμεσα. Στο πλαίσιο αυτό, η καινοτομία και η τεχνολογία μπορούν να παίξουν καταλυτικό και καθοριστικό ρόλο. Η δημιουργία μιας αμφίδρομης πλατφόρμας επικοινωνίας που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) αποτελεί μια προοδευτική και άμεση λύση, ικανή να παρέχει την απαραίτητη στήριξη σε όσους βιώνουν βία ή αποκλεισμό και να συμβάλλει στην πρόληψη αυτών των φαινομένων πριν κλιμακωθούν σε ακραίες μορφές, όπως οι γυναικοκτονίες ή τα εγκλήματα μίσους. Ας δούμε τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τέτοιου μηχανισμού και πώς η χρήση εκθετικών τεχνολογιών όπως η μηχανική μάθηση (machine learning) μπορεί να υπερκεράσει, με τη θετική έννοια, τις μη συντονισμένες προσπάθειες παραδοσιακών φορέων αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ένα απλό παράδειγμα
Ας φανταστούμε ένα παιδί που βιώνει εκφοβισμό στο σχολείο από συνομήλικούς του. Η καθημερινή αυτή εμπειρία μπορεί να δημιουργήσει αίσθημα φόβου και αδυναμίας, παραλύοντας το παιδί και παγιδεύοντάς το σε έναν φαύλο κύκλο σιωπής. Η δυσκολία του να μιλήσει στους δασκάλους έγκειται στην αντίληψη ότι η εμπλοκή τους μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση, καθιστώντας το στόχο μεγαλύτερου εκφοβισμού. Η επικοινωνία με τους γονείς πολλές φορές αποφεύγεται, είτε λόγω ενοχής, είτε από φόβο ότι δεν θα καταλάβουν την έκταση του προβλήματος. Το σενάριο της καταγγελίας στην αστυνομία είναι ακόμη πιο απρόσιτο, καθώς θεωρείται απρόσωπο και τρομακτικό, ειδικά για ένα παιδί. Προκύπτει ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην καταγγελία περιστατικών βίας είναι ο φόβος και η δυσκολία να εκφραστούν τα θύματα, είτε λόγω φόβου αντιποίνων είτε λόγω κοινωνικού στιγματισμού.
Στον αντίποδα αυτού, ας φανταστούμε ως εναλλακτική της παραδοσιακής προσέγγισης, την ιδέα μιας πλατφόρμας αμφίδρομης επικοινωνίας που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη και θα μπορεί να προσφέρει ένα καθολικό καταφύγιο για το θύμα. Αυτή η πλατφόρμα θα ενσωματώνει ένα διαδραστικό περιβάλλον, σχεδιασμένο ώστε να παρέχει στον χρήστη την αίσθηση της ασφάλειας και της άνεσης που τόσο επιζητά.
Η ανωνυμία θα είναι κεντρικής σημασίας για τη λειτουργία της πλατφόρμας. Οι χρήστες θα μπορούν να αλληλεπιδρούν με την πλατφόρμα χωρίς να αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους, μειώνοντας το άγχος και τον φόβο που συνδέονται με την καταγγελία περιστατικών. Αυτή η διασφάλιση της ανωνυμίας θα ενθαρρύνει περισσότερα θύματα να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, καθώς θα αισθάνονται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αρνητικών συνεπειών.
Ένα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό θα είναι η δυνατότητα παραμετροποίησης της διεπαφής και της εμπλοκής του συστήματος. Οι χρήστες θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν την εμφάνιση, το περιεχόμενο, αλλά και το μέγεθος και την έκταση της συμμετοχής της πλατφόρμας στο ζήτημα που τους απασχολεί. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να επιλέξει τα χρώματα, το avatar και τη μορφή του ψηφιακού του εκπροσώπου. Επίσης, θα μπορεί αρχικά να περιγράψει την κατάσταση χωρίς να ζητήσει παρέμβαση, ή να ζητήσει βοήθεια μόνο εάν νιώσει έτοιμο να το κάνει.
Η πλατφόρμα μπορεί επίσης να προσφέρει διαδραστικά εργαλεία, όπως ερωτηματολόγια και κουίζ, υποθετικά σενάρια και παραδείγματα για να βοηθήσει το θύμα να κατανοήσει καλύτερα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αυτά τα εργαλεία θα παρέχουν στο χρήστη τη δυνατότητα να αξιολογήσει το επίπεδο κινδύνου και να αποφασίσει εάν χρειάζεται να αναζητήσει βοήθεια ή να ενημερώσει κάποιον φορέα.
Τα εκθετικά οφέλη
Με ενδελεχή σχεδιασμό και εφαρμογή, η χρήση αυτής της τεχνολογίας θα υπερνικά οποιαδήποτε άλλη μορφή αρχικής καταγγελίας και παρέμβασης και σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη και θεσμική εμπλοκή σε επόμενα στάδια. Ας δούμε τους κυριότερους λόγους που μια τέτοια προσέγγιση υπερισχύει παραδοσιακών πρακτικών:
1. Συλλογή, ανάλυση, κατηγοριοποίηση δεδομένων: Η τεχνολογία αυτή βασίζεται στη συλλογή και επεξεργασία μεγάλων δεδομένων (big data), που προέρχονται από την αλληλεπίδραση των χρηστών με την πλατφόρμα. Μέσω της μηχανικής μάθησης, τα συστήματα αυτά μπορούν να αναλύουν μοτίβα συμπεριφοράς και να παράγουν προβλέψεις υψηλής ακρίβειας για την πιθανότητα κλιμάκωσης της βίας σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού. Η αξιοποίηση και ανάλυση των δεδομένων από αρμόδιες υπηρεσίες, παρέχουν ανεκτίμητο πλούτο για τη χάραξη πολιτικών παρέμβασης. Επίσης, η χρήση της τεχνολογίας deep learning για την ανάλυση μη δομημένων δεδομένων, όπως μαρτυρίες, αναφορές ή παρατηρήσεις των κοινωνικών λειτουργών, επιτρέπει στο σύστημα να προσαρμόζεται σε νέες μορφές βίας, οι οποίες μπορεί να μην έχουν πλήρως καταγραφεί ακόμα, και να εξελίσσει διαρκώς την ικανότητά του να ανιχνεύει φαινόμενα βίας. Η ανάδραση που προσφέρουν τα δεδομένα, αναδεικνύεται σε ένα ισχυρότατο εργαλείο για την αντιμετώπιση της βίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, προσφέροντας στους αρμόδιους φορείς μια συνεχή και εξελισσόμενη τεχνολογική υποδομή με δυνατότητες για ακριβείς και έγκαιρες παρεμβάσεις.
2. Προσωποποίηση αλλά και αποπροσωποποίηση: Η δυνατότητα πλήρους παραμετροποίησης και προσωποποίησης που θα παρέχεται στο θύμα είναι ύψιστης σημασίας για την πληρέστερη καταγραφή των περιστατικών, την οικοδόμηση αισθήματος οικειότητας και εμπιστοσύνης στην πλατφόρμα. Ιδανικά το θύμα θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγει όλα τα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασής του, όπως π.χ. χρήση avatar, χρωμάτων, ήχων, φωνής κλπ. Δίδονται έτσι χαρακτηριστικά στην πλατφόρμα να προσεγγίζει με έναν φιλικό, ενσυναίσθητο τρόπο, ενθαρρύνοντάς τον χρήστη να μιλήσει ανοιχτά για περιστατικά βίας ή εκφοβισμού. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε παιδιά που δυσκολεύονται να μιλήσουν σε ενήλικες ή νιώθουν άβολα να καταγγείλουν ένα περιστατικό. Ο τόνος και το περιεχόμενο μπορούν να προσαρμόζονται δυναμικά, ενισχύοντας την εμπλοκή στο υπό συζήτηση περιστατικό, με χρήση όλων των σύγχρονων εργαλείων και μεθόδων υποστήριξης, οδηγώντας τον χρήστη σε πιο ασφαλή συναισθηματικό χώρο και ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή του, αλλά και την εμπιστοσύνη προς τον μηχανισμό παρέμβασης. Αντίστοιχα, η αποπροσωποποίηση αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος, με την έννοια ότι παρέχεται στο θύμα η βεβαιότητα ότι δεν έχει απέναντί του έναν «πραγματικό» άνθρωπο (τουλάχιστον αν δεν το επιλέξει το ίδιο), γεγονός που μπορεί να μειώσει το άγχος που δημιουργείται όταν καλούνται να μιλήσουν για τις αρνητικές εμπειρίες τους, να ανασύρουν μνήμες και να εκφράσουν σκέψεις. Επίσης, η αποπροσωποποίηση ενισχύει τον πειραματισμό των χρηστών, επιτρέποντας δοκιμές αντίδρασης με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης ή προσέγγισης ενός θέματος, πριν αποφασίσουν να επικοινωνήσουν για το ζήτημα, μειώνοντας την πίεση της άμεσης ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Ακόμα και σε ψευδή περιστατικά, ή σε δοκιμές αντίδρασης της πλατφόρμας, τα δεδομένα που θα συλλέγονται θεωρούνται πολύτιμα τόσο σε επίπεδο εκμάθησης του μοντέλου, όσο και για αναλυτικούς λόγους.
Συνολικά, αυτή η πλατφόρμα αμφίδρομης επικοινωνίας θα δημιουργήσει έναν χώρο όπου οι χρήστες θα μπορούν να νιώθουν ελεύθεροι να εκφραστούν, να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους και να αναζητήσουν υποστήριξη, εφόσον το επιθυμούν, σε ένα περιβάλλον που είναι προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες και προτιμήσεις. Αποτελεί ευκαιρία για τη χώρα μας να πρωτοπορήσει σε αυτές τις πολιτικές και πρωτοβουλίες παρέμβασης και να δείξει ότι το θέμα καταπολέμησης της βίας και του εκφοβισμού είναι αδιαπραγμάτευτο.
* Ο Γιάννης Πετρόχειλος-Ανδριανός είναι Διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οικονομολόγος και πρώην Επιστημονικός Συνεργάτης στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών