Η Μέση Ανατολή παραμένει εστιακό σημείο στην εκλογική και διπλωματική στρατηγική των ΗΠΑ, επηρεάζοντας την ψηφοφορία κατά τις προεδρικές εκλογές. Η σύγκρουση στη Γάζα και η συναφής εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, εκτιμάται ότι θα έχουν αποφασιστικό αντίκτυπο στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Εστιακή η σύγκρουση στην Γάζα
Τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου και ο πόλεμος ο οποίος συνεχίζεται για περισσότερο από ένα χρόνο, ώθησαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιδιώξει μια δύσκολη διαμεσολάβηση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, αλλά χωρίς αποτελέσματα. Απεναντίας, σημειώνεται μια γενικότερη απομάκρυνση μέρους της αραβο-αμερικανικής κοινότητας, από την εκλογική διαδικασία, η οποία αντιτίθεται στην πολιτική υποστήριξη και τον στρατιωτικό εφοδιασμό του εβραϊκού κράτους.
Η κριτική από αυτή την κοινότητα, ιδιαίτερα σημαντική στην κρίσιμη πολιτεία του Μίσιγκαν, θα μπορούσε να μειώσει την υποστήριξη προς τους Δημοκρατικούς, θέτοντας σε κίνδυνο το πλεονέκτημά τους σε μία από τις επτά πολιτείες οι οποίες θα κρίνουν τη νίκη.
Ομοίως, οι θέσεις του Τραμπ, σαφώς υπέρ του Ισραήλ, θα μπορούσαν να εδραιώσουν την υποστήριξη του εβραϊκού εκλογικού σώματος, το οποίο είναι έντονα παρόν στην Πενσυλβάνια, μια άλλη κρίσιμη πολιτεία.
Ως εκ τούτου, η διαχείριση των σχέσεων στη Μέση Ανατολή καθίσταται ένα λεπτό και κεντρικό ζήτημα για την εξασφάλιση κρίσιμων πολιτειών.
Διχασμένη εξωτερική πολιτική
Εκτός από τη διαχείριση της σύγκρουσης στη Γάζα, η νέα κυβέρνηση η οποία θα αναλάβει καθήκοντα μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, μετά από χρόνια μικρής προόδου και συνεχών διακοπών στους διμερείς διαλόγους. Παράλληλα με αυτούς τους «καυτούς» φακέλους, ο Λευκός Οίκος θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με τη διαφοροποίηση των σχέσεων που υιοθετήθηκαν από τις χώρες του Κόλπου, οι οποίες σκοπεύουν να επωφεληθούν από την συνεργασία με άλλους διεθνείς παίκτες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.
Εν μέσω επικρίσεων και εσωτερικών εντάσεων σχετικά με την υποστήριξη προς το Ισραήλ και την αδυναμία να σταματήσει την ισραηλινή επίθεση στη Γάζα, η Ουάσιγκτον έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να πείσει για μια κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, χωρίς να επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα.
Η προσέγγιση την οποία υιοθέτησε η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επικριθεί ευρέως από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου δεν θα είχαν συμβεί ποτέ υπό μια δική του προεδρία.
Από τις δημόσιες δηλώσεις του, είναι σαφές, ότι ο πρώην πρόεδρος αντιμετωπίζει με συμπάθεια τις απαιτήσεις του Τελ Αβίβ, σύμφωνα άλλωστε και με όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Ο Τραμπ υιοθέτησε τότε μια έντονα φιλο-ισραηλινή εξωτερική πολιτική, η οποία οδήγησε στις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020 και στην εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μαρόκο και το Σουδάν.
Επιπλέον, ο τ. πρόεδρος μετέφερε την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και παρουσίασε το δικό του σχέδιο για την επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης , το οποίο απορρίφθηκε από την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή, επειδή περιλάμβανε την παραχώρηση μέρους της Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ. Για τους λόγους αυτούς, η εκλογή του Τραμπ αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Τελ Αβίβ.
Στην περίπτωση νίκης της Χάρις, δεν μπορεί να αναμένεται σαφής αλλαγή ρυθμού της τρέχουσας πολιτικής Μπάϊντεν. Η υποψήφια των Δημοκρατικών, στην πραγματικότητα, έχει υιοθετήσει μια προσέγγιση σύμφωνη με εκείνη του απερχόμενου προέδρου και υπερασπίζεται το σχέδιο του για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός στη λωρίδα της Γάζας.
Ωστόσο, ο τόνος της αντιπροέδρου ήταν πιο προχωρημένος από αυτόν του Μπάιντεν, φτάνοντας στο σημείο να εκφράσει, παρουσία του Νετανιάχου, «σοβαρή ανησυχία για την έκταση του ανθρώπινου πόνου στη Γάζα, συμπεριλαμβανομένων των θανάτων πάρα πολλών αθώων πολιτών».
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Χάρις πιστεύει ότι το Ισραήλ είχε κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του μετά την επίθεση που υπέστη από τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και δεν ήταν υπέρ ενός εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ στο Ισραήλ.
Η Ιρανική ιδιομορφία
Ένας άλλος περίπλοκος φάκελος για να διαχειριστεί ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα είναι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Μετά τη μονομερή έξοδο του Τραμπ το 2018 από την σχετική συμφωνία (JCPOA), το Ιράν έχει αυξήσει σημαντικά την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου εμπλουτισμένου ουρανίου, έχει αναπτύξει εξελιγμένες τεχνολογικές δυνατότητες και, αν και έχει αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό από τις κυρώσεις, δεν έχει ενδώσει στις δυτικές πιέσεις.
Σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, εκτιμάται ότι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν θα σκληρύνει, καθώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει θέσει τα δικά του βασικά σημεία για τη διμερή σχέση όπως:
- Αποτροπή του δεύτερου από την απόκτηση πυρηνικών όπλων - συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των κυρώσεων -,
- Τερματισμός των κυβερνοεπιθέσεων εναντίον της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της και, τέλος,
- Τερματισμός της υποστήριξης από το Ιράν των διάφορων σιιτικών ομάδων, οι οποίες θεωρούνται τρομοκρατικές από τις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι συνδεδεμένες με αυτό.
Θα ήταν διαφορετικά, αν έβγαινε νικήτρια η υποψήφια των Δημοκρατικών. Το 2015, η Χάρις υποστήριξε την πυρηνική συμφωνία και κατέκρινε την απόφαση του Τραμπ να την εγκαταλείψει, θεωρώντας την ως «απερίσκεπτη». Ωστόσο, οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν το 2022 στο Ιράν μετά τον θάνατο της Μαχσά Αμινί και τον πόλεμο στη Γάζα έχουν περιπλέξει τις πιθανότητες μιας νέας συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Στην πραγματικότητα, σήμερα η Τεχεράνη τείνει να εμπιστεύεται όλο και λιγότερο τις όποιες υποσχέσεις της Ουάσιγκτον.
Για τον λόγο αυτό, ενώ η εκλογή του Τραμπ θα άφηνε ενδεχομένως ελάχιστα περιθώρια για μια προσέγγιση μέσω διαπραγματεύσεων, η Χάρις θα έβρισκε επίσης το μονοπάτι υπονομευμένο από την έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Το Ιράν, επομένως, φαίνεται να προορίζεται να παραμείνει "εχθρός" για την Ουάσιγκτον, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος.
Στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ
Το μέλλον των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής θα είναι επίσης ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα για τον/την νέο/α πρόεδρο των ΗΠΑ. Από την αρχή της σύγκρουσης, πραγματοποιούνται με αυξανόμενο ρυθμό επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στρατευμάτων στη Συρία και το Ιράκ, από πολιτοφυλακές και ομάδες οι οποίες συνδέονται με τον λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης».
Για χρόνια, διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ προσπάθησαν - ή εξέφρασαν την πρόθεσή τους - να μειώσουν την παρουσία των στρατευμάτων τους στη Συρία και το Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας μεταξύ των προεδρικών υποψηφίων, η Χάρις εξέφρασε την πρόθεσή της να μειώσει τον αριθμό των στρατιωτών στην περιοχή, αλλά διευκρίνισε ότι θα ήθελε να διατηρήσει μια περιορισμένη παρουσία για να συνεχίσει τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και να συνεχίσει να σταθεροποιεί στρατηγικές περιοχές.
Η διμερής συμφωνία με τη Βαγδάτη, η οποία συμφωνήθηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν, και προβλέπει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ έως τον Σεπτέμβριο του 2025 θα πρέπει βέβαια να τηρηθεί και από τις δύο χώρες.
Ωστόσο, είναι πιθανοφανές το σενάριο, ότι κάποιος από τους δύο υποψηφίους προέδρους δεν θα επέλεγε την πλήρη απόσυρση από τη Μέση Ανατολή, δεδομένου ότι η παρουσία των ΗΠΑ προσφέρει αφενός εγγυήσεις ασφαλείας στο Ισραήλ και τις χώρες του Κόλπου, συμμάχους τους οποίους η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει, ενώ αφετέρου της επιτρέπει να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή.
Ο Κόλπος επίκεντρο
Τα τελευταία χρόνια, η αντίληψη για λιγότερη υποστήριξη και προστασία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώθησε ορισμένες χώρες της περιοχής, πχ τη Σαουδική Αραβία, να διαφοροποιήσουν τις συμμαχίες τους, πλησιάζοντας δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Η τελευταία είναι σήμερα ο κύριος εμπορικός εταίρος των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ). Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική σημασία της Αραβικής Χερσονήσου θα ανάγκαζε τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου να ενισχύσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες του ΣΣΚ.
Αυτό ενδεχομένως θα απαιτούσε εστίαση και στον τομέα της ασφάλειας , προκειμένου η Αμερική να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή σε ένα περισσότερο πολύ-πολικό και ασταθές περιβάλλον ισχύος.
Επιπλέον, ανεξάρτητα από τη νίκη του Τραμπ ή της Χάρις, εκτιμάται ότι η νέα Αμερικανική κυβέρνηση θα προσπαθούσε να αναβιώσει τον φάκελο σχετικά με την εξομάλυνση των σχέσεων Ριάντ και Τελ Αβίβ - με αντάλλαγμα μια συμφωνία ασφαλείας και εγγυήσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες – η οποία ήταν προς συζήτηση πριν τις 7 Οκτωβρίου.
Συμπερασματικά, η Μέση Ανατολή παραμένει ένας κεντρικός τομέας στην εκλογική και διπλωματική στρατηγική των ΗΠΑ, επηρεάζοντας άμεσα την ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου καθώς και τις διεθνείς σχέσεις της Ουάσιγκτον.
Ο αντίκτυπος των επιλογών στην κρίση στη Γάζα και στις σχέσεις με το Ιράν και τις χώρες του Κόλπου δοκιμάζει την ισορροπία μεταξύ των αμερικανικών συμφερόντων και της σταθερότητας στην περιοχή.
Ο χειρισμός της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, καθώς και του κινδύνου κατασκευής πυρηνικών όπλων από το Ιράν, αντικατοπτρίζει τις διαφορές μεταξύ των υποψηφίων σχετικά με τον τρόπο συμβιβασμού της ασφάλειας και της διπλωματίας.
Όποιος και αν είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, θα πρέπει να εξισορροπήσει τις σχέσεις με μακροχρόνιους εταίρους, όπως το Ισραήλ και τα κράτη του Κόλπου, διασφαλίζοντας μια προσέγγιση, η οποία θα προστάτευε τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε μια περιοχή η οποία εξελίσσεται και βρίσκεται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής