Ακράτεια ούρων: Μύθος πως δεν θεραπεύεται – Μεγάλο ταμπού στην Ευρώπη

Μολονότι η ακράτεια ούρων είναι ένα πολύ εκτεταμένο πρόβλημα, από το οποίο πάσχουν το 10% έως 20% των Ευρωπαίων, παραμένει ένα μεγάλο ταμπού. Αυτό αποκαλύπτει μία νέα έρευνα για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ουρολογίας (EAU), σύμφωνα με την οποία σχεδόν ο ένας στους τρεις στην Ευρώπη (30%) που έχει ακράτεια ούρων δεν νιώθει καθόλου άνετα να μιλήσει γι' αυτό σε άλλους.

Παρ' όλο που η ακράτεια ούρων -η αδυναμία να συγκρατηθεί η τάση για ούρηση- αποτελεί θεραπεύσιμο πρόβλημα, η έρευνα, η οποία έγινε σε 3.029 άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία), βρήκε ότι μόνο το ένα τρίτο όσων έχουν τέτοιο πρόβλημα, σε πιο ελαφριά ή πιο σοβαρή μορφή, αναζητούν βοήθεια από κάποιον γιατρό. Το 35% θεωρούν ότι η ακράτεια θα θεραπευθεί από μόνη της.

Περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες νιώθουν άβολα να μιλήσουν για την ακράτεια σε τρίτους (ακόμη και ειδικούς). Ενδεικτικά, το 44% των ατόμων άνω των 55 ετών στην Ολλανδία, οι οποίοι ρωτήθηκαν σχετικά, είπαν ότι ποτέ δεν έχουν μιλήσει σε κανέναν για την ακράτειά τους.

Παρά το γεγονός ότι η ακράτεια είναι συχνό πρόβλημα σε πολύ κόσμο, μόνο το 8% το συνειδητοποιούν αυτό. Μεταξύ άλλων, η έρευνα δείχνει ότι η ακράτεια δεν αφορά μόνο ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικά, ένας στους τέσσερις νέους ενήλικες 18 έως 24 ετών στη Βρετανία παραδέχτηκε ότι μία φορά την εβδομάδα ή και συχνότερα εμφανίζει κάποια απώλεια ούρων.

Περίπου ο ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους εσφαλμένα πιστεύει ότι πρέπει να μάθει κανείς να ζει με την ακράτεια ή δεν γνωρίζει ότι υπάρχουν θεραπείες. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες μορφές ακράτειας είναι θεραπεύσιμες.

Όπως ανέφερε ο καθηγητής Κρίστοφερ Τσαπλ, γγ της EAU, «πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από ακράτεια και πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι αυτή επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής ολοένα περισσότερων ανθρώπων. Ευτυχώς, υπάρχουν διάφορες δυνατότητες θεραπείας, ενώ δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να ντρέπεται κάποιος. Συνεπώς, μην παίρνετε το πρόβλημα σαν κάτι αναπόφευκτο. Μιλήστε με έναν επαγγελματία υγείας και βρείτε ποια είναι η καλύτερη λύση για σας».
 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ