Σύμφωνα με την 20σέλιδη έκθεση για την Ελλάδα μια από τις βασικές «αιτίες ανησυχίας» είναι η επάρκεια χρηματοδότησης του συστήματος υγείας εξαιτίας «της πίεσης στις δημόσιες δαπάνες, της μειούμενης βάσης εσόδων του συστήματος ασφάλισης υγείας και του ήδη υψηλού ποσοστού ιδιωτικών δαπανών».
Όπως εξηγείται, το σύστημα υγείας λειτουργεί υπό συνθήκες σημαντικών δημοσιονομικών περιορισμών, μολονότι με τα συστήματα υποχρεωτικών επιστροφών οι δαπάνες υπερβαίνουν στην πράξη τον προϋπολογισμό για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών.
Ο μηχανισμός αυτός χαρακτηρίζεται ως «κομβικής σημασίας» προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο σύστημα μπορεί να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες, ιδίως επειδή τα ποσοστά χρήσης του αυξάνονται και η ικανότητα των νοικοκυριών να αγοράζουν υπηρεσίες ιδιωτικής περίθαλψης έχει μειωθεί από τότε που άρχισε η κρίση.
Επιπλέον, στην έκθεση σημειώνεται ότι οι άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς είναι «παραδοσιακά πολύ υψηλές» στην Ελλάδα και, πρόσφατα, έχουν αυξηθεί κι άλλο, γεγονός που συνιστά αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση για τους ασθενείς.
Η καταπολέμηση των εκτεταμένων άτυπων αμοιβών, της φοροδιαφυγής με την παροχή υπηρεσιών υγείας χωρίς απόδειξη, καθώς και άλλων μορφών σπατάλης και διαφθοράς (π.χ. στη σύναψη συμβάσεων για προμήθειες) στον χώρο της υγείας συνιστούν επίσης διαρκή πρόκληση, σύμφωνα με την Επιτροπή.
Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στον σχεδιασμό και την ορθολογική κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης, κάτι που έχει επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και την πρόσβαση.
Ειδικότερα, υπάρχει μεγάλη ανισορροπία στην κατανομή των υλικών πόρων και του ιατρικού προσωπικού μεταξύ αστικών κέντρων και αγροτικών περιοχών, καθώς και μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στα πολύ υψηλά καταγραφόμενα επίπεδα μη ικανοποιούμενης ανάγκης για ιατρική περίθαλψη -το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Αναφορικά με τον αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει πως στράφηκαν προς τις δομές, το κόστος και την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν μακροχρόνιες αδυναμίες.
Όπως εξηγείται, στις επιτυχίες περιλαμβάνονται «η δημιουργία ενός μοναδικού αγοραστή, η τυποποίηση της δέσμης των παροχών που αποζημιώνονται από την κοινωνική ασφάλιση και οι σημαντικές μειώσεις στις φαρμακευτικές δαπάνες», ενώ «περαιτέρω προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη, αναφορικά με την αύξηση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων, τη βελτίωση της διοίκησης των νοσοκομείων και την ευρύτερη εφαρμογή των κλινικών κατευθυντήριων γραμμών».
Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα, σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, υπήρξε η επίλυση του προβλήματος όσον αφορά στην ασφαλιστική κάλυψη υγείας, που επηρέασε περίπου 2,5 εκατ. άτομα, ή το ένα τέταρτο του πληθυσμού, λόγω της έλλειψης καθολικής κάλυψης.
«Απαιτήθηκαν αρκετές προσπάθειες από το 2011, στη διάρκεια των οποίων η πρόσβαση σε υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη για τους άνεργους και άλλες ευάλωτες κατηγορίες χωρίς κάλυψη. Ωστόσο, η νέα νομοθεσία του 2016 διόρθωσε αυτά τα κενά και πέτυχε καθολική κάλυψη, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας που ξεκίνησε το 2014 στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Επίσης, στα σημαντικά βήματα για την επίτευξη των στόχων της αποτελεσματικότητας, της πρόσβασης και της ανθεκτικότητας περιλαμβάνει η έκθεση της Επιτροπής την κατάρτιση του νέου ελληνικού σχεδίου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που ξεκίνησε το 2017 και θα εφαρμοστεί τα επόμενα τρία χρόνια.
Όπως εξηγείται, αυτή τη στιγμή, μια μικρή μειονότητα των γιατρών είναι γενικοί ιατροί και δεν υπάρχει σύστημα παραπομπών, ώστε να ρυθμίζονται οι διαδρομές των ασθενών προς τα υπόλοιπα επίπεδα περίθαλψης, αλλά ούτε και επαρκής προαγωγή της υγείας ή πρόληψη ασθενειών.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού, η έκθεση διαπιστώνει πως έχει βελτιωθεί σε γενικές γραμμές με την πάροδο του χρόνου, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται βασικές προκλήσεις στον τομέα της υγείας, όπως η θνησιμότητα λόγω καρκίνου και ο αντίκτυπος των καρδιακών νοσημάτων.
Οι τάσεις όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου, ειδικά τα υψηλά ποσοστά καπνίσματος μεταξύ των ενηλίκων και η παχυσαρκία στα παιδιά, επισημαίνουν τη σπουδαιότητα θέσπισης εθνικών προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου, επιβολής της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους και προώθησης αλλαγών στον τρόπο ζωής, με επίκεντρο τη διατροφή και την άσκηση.Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.