Η μαχητική και χαρισματική ηγέτιδα των αυτοχθόνων της Βραζιλίας Σόνια Γκουαζαζάρα θα αναλάβει και πάλι, από την 1η Ιανουαρίου, το υπουργείο Αυτοχθόνων Λαών στην κυβέρνηση του προέδρου Λούλα, αφού τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια αντιστάθηκε σθεναρά στην πολιτική «γενοκτονίας» των ιθαγενών του απερχόμενου προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου.
Η Γκουαζαζάρα, πρώην συντονίστρια της Βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας Ιθαγενών Λαών (APIB), αγωνίζεται επίσης, από την πρώτη γραμμή, για να αποτραπεί η καταστροφή του δάσους του Αμαζονίου. Τον περασμένο Μάιο το περιοδικό Time την είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των 100 προσωπικοτήτων που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή σε όλον τον κόσμο.
Η Σόνια Γκουαζαζάρα γεννήθηκε σε έναν καταυλισμό ιθαγενών στην Αμαζονία, στην Πολιτεία του Μαρανιάο και σκοπεύει να κάνει τον αριστερό πρόεδρο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα να τηρήσει τις υποσχέσεις του σε ό,τι αφορά το περιβάλλον και τους αυτόχθονες. Στα 48 της, υπήρξε σημαντική σύμμαχός του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του και εμφανίστηκε πολλές φορές στο πλευρό του, φορώντας με υπερηφάνεια ένα παραδοσιακό κάλυμμα κεφαλής με φτερά. Κατάφερε επίσης να εξασφαλίσει μια έδρα στο κοινοβούλιο, την οποία ωστόσο θα απαρνηθεί για να μπει στην κυβέρνηση.
Η παρουσία αυτής της αξιοσέβαστης ακτιβίστριας στην κυβέρνηση του Λούλα αφήνει να εννοηθεί ότι ο νέος πρόεδρος θα κάνει στροφή 180 μοιρών στην περιβαλλοντική πολιτική του ακροδεξιού προκατόχου του, κατά τη θητεία του οποίου εντάθηκε η αποψίλωση του τροπικού δάσους.
Η Σόνια Γκουαζαζάρα, η αποκαλούμενη «πολεμίστρια» από τους οικείους της, δεν ήταν πάντα αβρή με τον Λούλα, τον οποίο επέκρινε για την περιβαλλοντική πολιτική του κατά τις δύο προηγούμενες θητείες του στην προεδρία (2003-10). Ταξίδεψε σε πολλές χώρες για να καταγγείλει την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος του Μπέλο Μόντε, στην Αμαζονία – ήταν ένα σχέδιο που προώθησε αρχικά η στρατιωτική δικτατορία (1964-1985) και στη συνέχεια η αριστερά, τη δεκαετία του 2000.
Υιοθετώντας μια ακτιβιστική στάση γεμάτη με συμβολισμούς και ειρωνεία, στις αναρτήσεις της στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, δεν δίστασε να δώσει το βραβείο του «Χρυσού Αλυσοπρίονου» στην βουλευτίνα Κάτια Αμπρέου που στήριζε την αγροτική βιομηχανία της Βραζιλίας.
Η Σόνια Μπόνε ντε Σόουζα Σίλβα Σάντος, όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό της, γεννήθηκε το 1974 στον καταυλισμό Αραριμπόια αλλά αργότερα υιοθέτησε το επώνυμο της εθνότητάς της, των Γκουαζαζάρα, όπως κάνουν και οι περισσότεροι ιθαγενείς της Βραζιλίας. Οι γονείς της ήταν αναλφάβητοι και αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της οικογένειας σε ηλικία 10 ετών, για να πάει σχολείο στην Αμαράντε, την κοντινότερη πόλη.
Όταν η μικρή Σόνια δεν ήταν στην τάξη, εργαζόταν ως νταντά ή καθαρίστρια. Στα 15 της έλαβε υποτροφία από την κυβερνητική υπηρεσία ιθαγενών (Funai) για να σπουδάσει σε ένα λύκειο στη Μίνας Ζεράις. Στη συνέχεια μπήκε στο πανεπιστήμιο και έλαβε δύο πτυχία, νοσηλευτικής και εκπαίδευσης.
«Διέψευσε όλες τις στατιστικές», είπε ο αριστερός ακτιβιστής Γκιγιέρμε Μπούλος που διεκδίκησε την προεδρία της Βραζιλίας το 2018 με τη Σόνια ως υποψήφια αντιπρόεδρό του. «Από την πιο τρυφερή ηλικία, πολέμησε τις δυνάμεις που επιδίωκαν να εξοντώσουν τον λαό της και τις ρίζες της εδώ και 500 χρόνια», πρόσθεσε.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.