Κλείσιμο

Με... απειλές ξεκινούν το Σάββατο αμερικανο-ιρανικές συνομιλίες για τα πυρηνικά

Για «άμεσες» συνομιλίες κάνει λόγο ο Αμερικανός πρόεδρος και προειδοποιεί για την έκβασή τους - «Έμμεσες» θα είναι, λέει η Τεχεράνη 

Οι ΗΠΑ και το Ιράν θα έχουν «άμεσες συνομιλίες» για μια πιθανή συμφωνία για τα πυρηνικά το Σάββατο, ανακοίνωσε χθες ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Τη συνάντηση επιβεβαίωσε και ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, ο οποίος δήλωσε ότι οι συνομιλίες θα είναι «έμμεσες». 

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε τη Δευτέρα ότι οι συζητήσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης θα είναι σε «πολύ υψηλό επίπεδο» και προειδοποίησε ότι θα είναι μια «πολύ κακή ημέρα για το Ιράν» εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία.

Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ έθεσε την προοπτική στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράν, αφού ο ανώτατος ηγέτης του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ απέρριψε δημοσίως την προσφορά του για απευθείας συνομιλίες.

Ο Τραμπ αποκάλυψε τις συνομιλίες μετά από συνάντηση του με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, ο οποίος έχει επίσης προηγουμένως θέσει την προοπτική επίθεσης στο Ιράν για να εμποδίσει τη χώρα να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.

Μιλώντας στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ δήλωσε: «Θα έχουμε μια πολύ μεγάλη συνάντηση το Σάββατο [με το Ιράν] και θα ασχοληθούμε άμεσα μαζί τους... Και ίσως να επιτευχθεί μια συμφωνία, αυτό θα ήταν υπέροχο».

Μάλιστα, αργότερα τόνισε πως το Ιράν μπορεί να βρεθεί σε «μεγάλο κίνδυνο» εάν οι συνομιλίες δεν έχουν επιτυχία, προσθέτοντας: «Το Ιράν δεν μπορεί να έχει πυρηνικά όπλα, και αν οι συνομιλίες δεν είναι επιτυχείς, νομίζω ότι θα είναι πραγματικά μια πολύ κακή μέρα για το Ιράν». 

Ο πρόεδρος δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις συνομιλίες, συμπεριλαμβανομένου του πόσο έχουν προχωρήσει ή ποιοι αξιωματούχοι θα συμμετάσχουν. 

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν επιβεβαίωσε ότι η Ουάσινγκτον και η Τεχεράνη θα συναντηθούν στο Ομάν στις 12 Απριλίου.

Υπενθυμίζεται πως τον Μάρτιο, ο Τραμπ έστειλε επιστολή στον ηγέτη του Ιράν μέσω μεσάζοντα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στην οποία εξέθετε την προθυμία του να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από το Ιράν, αν και η ηγεσία του εξέφρασε την προθυμία να συζητήσει μια πιθανή συμφωνία με τις ΗΠΑ έμμεσα.

Ο περιορισμός της ικανότητας του Ιράν να κατασκευάζει πυρηνικά όπλα αποτελεί βασικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εδώ και δεκαετίες.

Το 2015, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε συνάψει συμφωνία με το Ιράν βάσει της οποίας θα περιόριζε τις πυρηνικές του δραστηριότητες και θα επέτρεπε σε διεθνείς επιθεωρητές να εισέλθουν στη χώρα για να διασφαλίσουν ότι οι εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται για μη στρατιωτικούς σκοπούς.

Σε αντάλλαγμα, θα προσφερόταν στο Ιράν ανακούφιση από τις κυρώσεις, οι οποίες έχουν παραλύσει την οικονομία του.
Τη συμφωνία αυτή συνυπέγραψαν η Κίνα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ωστόσο, το 2018, ο Τραμπ απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από τη συμφωνία, την οποία είχε επικρίνει έντονα κατά τη διάρκεια της πρώτης προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Ιράν παραβίαζε όλο και περισσότερο τους όρους της. Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας προειδοποίησε ότι η Τεχεράνη έχει δημιουργήσει μεγάλα αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πυρηνικών βομβών.
 

Πηγή: skai.gr