Τι ισχύει με την ασφάλεια στους βρετανικούς σιδηρόδρομους - Έμφαση στην «κουλτούρα ασφάλειας»

Μέχρι και σήμερα περισσότερο από το μισό δίκτυο στη Βρετανία βασίζεται σε σήμανση που βρίσκεται στην άκρη των σιδηροδρομικών γραμμών με μηχανισμούς ηλικίας άνω των 30 ετών 

Λονδίνο, Θανάσης Γκαβός

Οι βρετανικοί σιδηρόδρομοι τα τελευταία χρόνια τελούν υπό μια διαδικασία ψηφιακού εκσυγχρονισμού με στόχο την καλύτερη απόδοση και τη μεγαλύτερη ασφάλεια.

Οι αλλαγές αφορούν κυρίως στο κομμάτι της εξωτερικής σήμανσης όσο και της «ορατότητας» των μηχανοδηγών στις καμπίνες τους.

Πάντως μέχρι και σήμερα περισσότερο από το μισό δίκτυο στη Βρετανία βασίζεται σε σήμανση που βρίσκεται στην άκρη των σιδηροδρομικών γραμμών με μηχανισμούς ηλικίας άνω των 30 ετών. Τα σήματα λένε στον μηχανοδηγό πόσο κοντά βρίσκεται σε προπορευόμενο συρμό και με ποια ταχύτητα μπορεί να κινείται.

Πολλοί από αυτούς τους σηματοδότες λειτουργούν πλέον ηλεκτρικά, αλλά ορισμένοι είναι ακόμα πλήρως μηχανικοί και ελέγχονται με λεβιέδες από τους εκπαιδευμένους ρυθμιστές σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, δηλαδή στην ουσία τους σταθμάρχες, που παρακολουθούν την κυκλοφορία από τα κατά τόπους σταθμαρχεία. Για την καλύτερη επιτήρηση της κίνησης των τρένων έχουν τοποθετηθεί στις ράγες πολλοί περισσότεροι αξονομετρητές τα τελευταία χρόνια, που στέλνουν σήμα στα σταθμαρχεία (ή πλέον στα περιφερειακά κέντρα επιχειρήσεων) για την παρουσία συρμού στο σημείο.

Οι αλλαγές που επιφέρονται στο σύστημα σήμανσης έχουν να κάνουν με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του, με τους σηματοδότες να ελέγχονται πλέον όλο και πιο συχνά ηλεκτρονικά από αυτά τα 12 Σιδηροδρομικά Επιχειρησιακά Κέντρα (ROC) που καλύπτουν αναμεταξύ τους ολόκληρη την έκταση της Μεγάλης Βρετανίας, αντικαθιστώντας σταδιακά τα τοπικά σταθμαρχεία.

Σε πρώτο στάδιο αυτή η ψηφιοποίηση του συστήματος σήμανσης έχει ενσωματωθεί στις παλιές υποδομές και χρησιμοποιεί δεδομένα από τον εξοπλισμό που βρίσκεται στις ράγες και στα τοπικά σταθμαρχεία.

Με τον τρόπο αυτό έχει ήδη επιτευχθεί σε κάποιες γραμμές και σε κάποιους συρμούς η προβολή δεδομένων σήμανσης εντός της καμπίνας του μηχανοδηγού, που αποκτά έτσι καλύτερη «ορατότητα».

Τελικός στόχος, όμως, του λεγόμενου προγράμματος Digital Railway (Ψηφιακός Σιδηρόδρομος), που άρχισε να εφαρμόζεται συστηματικά το 2011, είναι η εκτενής αντικατάσταση της σήμανσης δίπλα στις ράγες από σύγχρονα συστήματα ελέγχου και προβολής δεδομένων εντός καμπίνας μηχανοδηγού.

Ο αρχικός προγραμματισμός όριζε πως το Digital Railway θα είχε εκτενή εφαρμογή από το 2027 και μετά, αξιοποιώντας προηγμένες ασύρματες τεχνολογίες σήμανσης και ελέγχου στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας.

Οι τεχνολογίες αυτές περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου Τρένων (ETCS). Αυτό το σύστημα τηλεματικής επιτρέπει σε έναν συρμό να κινείται κρατώντας με ασφάλεια μικρότερη απόσταση από τον προπορευόμενο συρμό, υιοθετώντας τη βέλτιστη ταχύτητα ανά περίπτωση και παράλληλα διευκολύνει την κεντρική επιτήρηση της κυκλοφορίας.

Παράλληλα υιοθετούνται τα συστήματα CDAS (που επιτρέπει την «επικοινωνία» μεταξύ συρμών που κινούνται στην ίδια περιοχή), ATO (που συμβάλλει στη λήψη αποφάσεων από το μηχανοδηγό για την καλύτερη δυνατή απόδοση και μέγιστη ασφάλεια ανά πάσα στιγμή) και η τεχνολογία τηλεπικοινωνιών και δεδομένων GSM-R (Παγκόσμιο Σύστημα Κινητών Επικοινωνιών - Σιδηροδρόμων), η οποία επιτρέπει τη διαρκή και απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ μηχανοδηγού και σταθμάρχη, ακόμα και μέσα σε σήραγγες ή «βουβά» σημεία του δικτύου.

Ως προς την απόδοση του σιδηροδρομικού συστήματος, το ψηφιακό πρόγραμμα Διαχείρισης Κίνησης (TM) επιτρέπει την αυξημένη ροή συρμών από ένα συγκεκριμένο σημείο του δικτύου και δίνει τη δυνατότητα προσαρμογής της ροής με ανταπόκριση σε δεδομένα κίνησης πραγματικού χρόνου. 

Ένα παλαιότερο αλλά καθοριστικό σύστημα ασφαλείας που ήδη χρησιμοποιείται στο βρετανικό σιδηρόδρομο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είναι το TPWS (Σύστημα Προστασίας και Προειδοποίησης Τρένων).

Με την τοποθέτηση πομπών στις ράγες (κοντά στα σημεία σήμανσης) και δεκτών στους συρμούς, το σύστημα αυτό ενεργοποιεί αυτόματα τα φρένα ενός τρένου που διαπιστώνεται ότι έχει περάσει σήμανση κινδύνου δίχως εξουσιοδότηση ή έχει υπερβολική ταχύτητα για το συγκεκριμένο σημείο ελέγχου.

Υπεύθυνη για το πρόγραμμα ψηφιακού εκσυγχρονισμού των βρετανικών σιδηρόδρομων είναι η εταιρεία Network Rail, ο ημικρατικός φορέας που έχει την ευθύνη συντήρησης και λειτουργίας των σιδηροδρομικών υποδομών της χώρας, δηλαδή γραμμών, σήμανσης, σταθμών και επιχειρησιακών κέντρων.

Οι σιδηροδρομικές εταιρείες που παρέχουν τα δρομολόγια και την εξυπηρέτηση του κοινού είναι στο σύνολό τους ιδιωτικές από το 1997 και πλέον αριθμούν 28.

Σημειώνεται ότι υπάρχει μία σειρά οργανισμών και φορέων που έχουν συμμετοχή στην επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής ασφάλειας στους σιδηρόδρομους της Βρετανίας. Αποτελούν είτε σύμπραξη των ιδιωτικών εταιρειών του τομέα, είτε κρατική πρωτοβουλία.

Μεταξύ αυτών είναι το Rail Delivery Group που συντονίζει την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας από τις σιδηροδρομικές εταιρείες, η Rail Partners με παρόμοια αποστολή και ασφαλώς το Γραφείο Σιδηρόδρομων και Δρόμων (ORR) που έχει την ευθύνη του ρυθμιστικού πλαισίου περί ασφαλείας των μεταφορών.

Σημαντικό ρόλο στο κομμάτι της ασφάλειας παίζει δε και το ανεξάρτητο Συμβούλιο Ασφάλειας και Προδιαγραφών Σιδηρόδρομου (RSSB) που συστήθηκε το 2003 μετά από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Ladbroke Grove του δυτικού Λονδίνου.

Στο δυστύχημα εκείνο τον Οκτώβριο του 1999 σημειώθηκε σχεδόν μετωπική σύγκρουση δύο επιβατικών αμαξοστοιχιών όταν μία αγνόησε κόκκινη σήμανση κινδύνου. Αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος 31 επιβαινόντων και ο τραυματισμός 417.

Το δυστύχημα αποδόθηκε σε λανθασμένη τοποθέτηση του σήματος, πιθανή αντανάκλαση που περιόριζε την ορατότητα του μηχανοδηγού, αλλά και στην απειρία και ελλιπή εκπαίδευση του μηχανοδηγού, που ήταν μεταξύ των νεκρών. Το πόρισμα της έρευνας επισήμανε παράλληλα το ασαφές πρωτόκολλο εκπομπής επείγοντος σήματος κινδύνου από τους ρυθμιστές κυκλοφορίας-σταθμάρχες, αλλά και την απουσία αυτόματου μηχανισμού προστασίας τρένου - κάτι που οδήγησε στην ευρεία υιοθέτηση του συστήματος TPWS.

Ο διευθύνων σύμβουλος του RSSB Μαρκ Φίλιπς προέβη σε συλλυπητήρια δήλωση για το δυστύχημα των Τεμπών. «Οι σκέψεις μας είναι με τους εργαζόμενους στο σιδηρόδρομο και τους επιβάτες που έχασαν τη ζωή τους στο καταστροφικό δυστύχημα της Τρίτης στην Ελλάδα, καθώς επίσης με τους διασώστες και όσους αρχίσουν να ερευνούν πώς συνέβη αυτό», είπε ο κ. Φίλιπς.

Πρόσθεσε πως ο φορέας του οποίου ηγείται θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και θα φροντίσει να εφαρμόσει και στη Βρετανία όποια διδάγματα προκύψουν από τις ελληνικές έρευνες για τα αίτια του δυστυχήματος.

Ο Βαϊμπάβ Πούρι, διευθυντής Τομέα Στρατηγικής του RSSB και στέλεχος του Διακυβερνητικού Οργανισμού για τις Διεθνείς Σιδηροδρομικές Μεταφορές (COTIF) δήλωσε στο ΣΚΑΪ πως η κατάσταση στη Βρετανία ως προς την ασφάλεια όντως συνεχώς βελτιώνεται. «Δεν μπορεί να γίνει αυτό χωρίς έναν συνδυασμό καλύτερης τεχνολογίας και βελτίωσης των ικανοτήτων των ανθρώπων του χώρου. Αυτό επισημαίνουμε εμείς και ως ανεξάρτητος οργανισμός εισακουγόσαστε. Βλέπουμε ότι οι παράγοντες του τομέα και οι εταιρείες προσπαθούν ενεργά να συνεργαστούν για την καλύτερη ασφάλεια. Άρα το ερώτημα θα πρέπει πάντα να είναι: 'Αποτελεί η ασφάλεια προτεραιότητα;'».

Διευθυντής Συστημάτων Ασφαλείας στο RSSB είναι ο Αλί Τσεγκίνι, που υπηρετεί επίσης ως πρόεδρος της Πλατφόρμας Ασφαλείας της Διεθνούς Ένωσης Σιδηρόδρομων (UIC). Μιλώντας στο ΣΚΑΪ επισήμανε πως το καλό επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η Βρετανία ως προς την ασφάλεια στα τρένα είναι αποτέλεσμα πολιτικών και βιομηχανικών αποφάσεων για ενίσχυση της ικανότητας «να διδασκόμαστε από τα παθήματα», δηλαδή, όπως τόνισε, και από ατυχήματα αλλά και από παρ' ολίγον ατυχήματα.

«Αυτό έχει δημιουργήσει μία περιρρέουσα κουλτούρα ασφαλείας, μια πρόθεση κατανόησης των λαθών, προσδιορισμού των αιτιών και πρακτικών λύσεων. Υπάρχει μια ωριμότητα περί την ασφάλεια που προκύπτει από τη συνεργασία των φορέων του τομέα», συμπλήρωσε ο κ. Τσεγκίνι.

Στη Βρετανία λειτουργεί, τέλος, η Μονάδα Διερεύνησης Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων (RAIB), που εξετάζει τις συνθήκες συμβάντων με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων και γνώσης και την πρόληψη.

Η RAIB λειτουργεί από το 2005, επίσης μετά από τις συστάσεις της έρευνας για το δυστύχημα του Ladbroke Grove και απασχολεί πλήρως 43 επιθεωρητές και διοικητικό προσωπικό.

Πηγή: skai.gr