ΚΑΙΡΟΣ

Τάλσι Γκάμπαρτ: Το νέο αφεντικό της CIA που αγαπάει το σερφ, αλλά καθόλου τον Ερντογάν

H Γκάμπαρτ έχει χαρακτηρίσει «δικτάτορα» τον Ερντογάν και τα άσχημα μαντάτα για τη γείτονα πλέον πληθαίνουν εξαιτίας των επιλογών Τραμπ στο νέο κυβερνητικό του σχήμα

Της Αθηνάς Παπακώστα

Η Τάλσι Γκάμπαρτ γεννήθηκε στις 12 Απριλίου το 1981 στην Αμερικανική Σαμόα. Είναι βετεράνος των ενόπλων δυνάμεων, λατρεύει το σερφ και έχει υπάρξει η πρώτη Σαμοανο-Αμερικανίδα και ινδουίστρια που εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων ως μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, με το οποίο ήρθε σε ρήξη και τελικά αποχώρησε από αυτό, αφού πρώτα διεκδίκησε ως υποψήφια το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές το 2020.

Σήμερα έχει πλέον αλλαξοπιστήσει πολιτικά. Ενσωματώθηκε στο κόμμα των Ρεπουμπλικανών μόλις έναν μήνα πριν, ενώ εδώ και μήνες έχει καταστεί ως μία από τις ισχυρότερες φωνές υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος την επέλεξε για τη θέση της επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών.  

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιβλέπει τις υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας, όπως τη CIA, το FBI και την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας NSA. Η επιλογή της για την εν λόγω θέση γεννά ερωτήματα, αφού δεν διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία και κατηγορείται πως στο παρελθόν έχει ενισχύσει τη ρωσική προπαγάνδα για τον πόλεμο στην Ουκρανία. H ίδια αρνείται τις κατηγορίες και χαρακτηρίζει τους επικριτές της από το κόμμα των Δημοκρατικών ως πολεμοχαρείς.

Ωστόσο, την επομένη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 25 Φεβρουαρίου το 2022, είχε αναρτήσει στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε αποφευχθεί εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είχαν αναγνωρίσει τις «νόμιμες ανησυχίες ασφαλείας» της Ρωσίας σχετικά με τις βλέψεις της Ουκρανίας για ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Αργότερα τον ίδιο μήνα καλώντας σε κατάπαυση του πυρός είχε, επίσης, πει ότι είναι «αδιαμφισβήτητο γεγονός» ότι λειτουργούν χρηματοδοτούμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες βιολογικά εργαστήρια στην Ουκρανία τα οποία θα μπορούσαν «να απελευθερώσουν και να εξαπλώσουν θανατηφόρα παθογόνα».

Πολλοί την κατηγορούν, επίσης, ότι υποβαθμίζει τις κατηγορίες για επιθέσεις κατά αμάχων στη Συρία του υποστηριζόμενου από τη Μόσχα, Μπασάρ αλ Άσαντ.

Η Γκάμπαρτ το 2017, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, ταξίδεψε στη Συρία και συναντήθηκε με τον Άσαντ. Μιλώντας αργότερα στο αμερικανικό δίκτυο CNN είπε πως διατηρεί τις επιφυλάξεις της για το γεγονός πως πίσω από τις επιθέσεις με χημικά όπλα ήταν το καθεστώς του και έχει επίσης τονίσει ότι ο Άσαντ «δεν είναι εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών γιατί η Συρία δεν αποτελεί άμεση απειλή για τη χώρα». Παρ' όλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, το 2019, τον χαρακτήρισε «σκληρό δικτάτορα».

Την ίδια στιγμή, η Γκάμπαρτ έχει χαρακτηρίσει «δικτάτορα» και τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τα άσχημα μαντάτα για τη γείτονα πλέον πληθαίνουν εξαιτίας των επιλογών Τραμπ στο νέο κυβερνητικό του σχήμα.

Από τη μία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών αναλαμβάνει ο Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος μαζί με τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ υπέγραψε το 2019 το νομοσχέδιο East Med Act για την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ παράλληλα θεωρεί τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυταρχικό.

Από την άλλη, χρέη επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στον Λευκό Οίκο αναλαμβάνει ο Μάικ Γουόλς, ο οποίος το 2019 είχε υπογράψει μαζί με άλλους 90 βουλευτές πρόταση για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία μετά την εισβολή της στη Συρία με στόχο τους Κούρδους.

Η Γκάμπαρτ, από την πλευρά της, η οποία έχει επισκεφθεί την Ελλάδα και το 2019 τιμήθηκε από το Αμερικανικό Ελληνικό Συμβούλιο της Νότιας Καλιφόρνια με το Βραβείο Περικλής, το οποίο απονέμεται σε πολιτικούς που στηρίζουν θέματα που απασχολούν την ελληνοαμερικανική κοινότητα, έχει χαρακτηρίσει την Τουρκία ως «σύμμαχο του ΝΑΤΟ μόνο κατ’όνομα».

Έχει προσθέσει δε ότι η Άγκυρα «συνεχίζει να απειλεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων μας στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών δυνάμεων στη Συρία, των Κούρδων YPG, της Ελλάδας, του Ισραήλ και της Κύπρου».

Έχοντας δε υπογράψει το Ψήφισμα 220 της Βουλής, το οποίο αναγνωρίζει και καταδικάζει τη γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων μίλησε και για την τουρκική κατοχή στην Κύπρο τονίζοντας ότι «η πρέπει να επανενωθεί» και προσθέτοντας ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε για πραγματικές διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί αυτό».

Πηγή: skai.gr