Κλείσιμο

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο στόχαστρο του Ερντογάν

«Εγχειρίδιο για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» εξέδωσε στα τέλη Μαΐου το προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα. Οι 161 σελίδες θεωρούνται οδηγός για την «ορθή, υγιή και ασφαλή χρήση» δικτύων όπως το Instagram, το Twitter και το Facebook. Στον πρόλογο του εγχειριδίου ο αρμόδιος διευθυντής επικοινωνίας του τούρκου προέδρου Αλτούν αναφέρει ότι οι πολίτες βρίσκονται όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με την εντεινόμενη ψηφιοποίηση. Και προκειμένου να υπερτερούν τα πλεονεκτήματα της τεχνολογικής εξέλιξης θα πρέπει, όπως επισημαίνει, να αναπτυχθούν και τα αναγκαία εργαλεία.

Για άλλο ένα εργαλείο λογοκρισίας στα μέσα ενημέρωσης κάνουν, αντίθετα, λόγο επικριτές της κυβέρνησης, που επισημαίνουν ότι μετά τα μίντια οι αρχές επιχειρούν να διευρύνουν την επιρροή τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια προσεκτικότερη ματιά στο «εγχειρίδιο» δικαιολογεί μάλλον αυτή τη δυσπιστία. «Είμαστε μια χώρα που είναι αντιμέτωπη με τη χειραγώγηση πληροφοριών από διεθνείς opinion-makers» αναφέρουν μεταξύ άλλων οι οδηγίες, με τον διευθυντή επικοινωνίας του Ερντογάν να συνιστά γι’ αυτό το λόγο να δρομολογηθεί μια διαδικασία «συγκέντρωσης εξουσίας».

"Προσβολή των ηθών" οι επικριτικές φωνές

Το εγχειρίδιο περιλαμβάνει μάλιστα συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα πρέπει να διοχετεύονται μελλοντικά πληροφορίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Σε εποχές κρίσης  θα πρέπει να προβάλλονται περισσότερο επίσημες ανακοινώσεις».

«Όταν θα έχουν ξεκινήσει έρευνες στη βάση επικριτικών σχολίων ή όταν θα έχουν συλληφθεί άνθρωποι εξαιτίας αναρτήσεών τους, θα γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνουν τα περιεχόμενα του εγχειριδίου» σχολιάζει ο αρχισυντάκτης της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Evrensel, Φατίχ Πολάτ. Προβληματικές αναφορές διακρίνει και ο εντεταλμένος του Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης της Τουρκίας Φαρούκ Μπιλντιριτσί. Σύμφωνα με τον ίδιο ο οδηγός αναφέρει ότι τα κοινωνικά δίκτυα χρησιμοποιούνται ως όπλα για την υπονόμευση ηθικών αξιών και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μελλοντικά. Ωστόσο «είναι τελείως ασαφές πώς θα αποφασίζεται εάν κάτι συνιστά προσβολή των ηθών» ή όχι. Ο ίδιος εκτιμά πως το ζητούμενο δεν είναι η τιμωρία της προσβολής των ηθών, αλλά απλώς να παρουσιάζεται κάθε κριτική στους κυβερνώντες ως προσβολή των ηθών και να στοχοποιούνται αυτοί που την ασκούν.

Ο οδηγός προειδοποιεί την ίδια ώρα ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «διαδίδονται γρήγορα ανακριβείς και ψευδείς ειδήσεις» και πως «οι εχθροί της Τουρκίας, ειδικώς τρομοκρατικές οργανώσεις, θέλουν να διαδίδουν ψέματα και να προκαλούν χάος».

Ως παράδειγμα στοχευμένης διάδοσης ψευδών ειδήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφέρονται οι διαμαρτυρίες στο πάρκο Γκεζί που είχαν καταλήξει σε βίαιες συγκρούσεις μετά την παρέμβαση της αστυνομίας. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο τα επεισόδια είχαν προκληθεί μετά την «ανεξέλεγκτη διάδοση» ψευδών ειδήσεων.

Ο μοναδικός δίαυλος της αντιπολίτευσης

Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση ήταν εκείνη που μέσω fake news επιχείρησε να αποπροσανατολίσει και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, όπως αναφέρουν αναλυτές. Στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης δεν υπήρχε, για παράδειγμα, η παραμικρή αναφορά στην βίαιη αντίδραση της αστυνομίας. Για να αποφύγουν τη λογοκρισία οι διαδηλωτές οργανώνονταν και ενημερώνονταν τότε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών μίντια ελέγχεται από την κυβέρνηση -εκτιμήσεις κάνουν λόγο για το 95%- πολιτικοί της αντιπολίτευσης, ακτιβιστές και άλλοι επικριτές του συστήματος Ερντογάν καταφεύγουν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η στρατηγική αυτή απέδωσε, όπως έδειξε και το παράδειγμα του νυν δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ο οποίος κέρδισε απροσδόκητα τις εκλογές του 2019 κινητοποιώντας τους ψηφοφόρους του σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Ο αρχισυντάκτης της Evrensal Φατίχ Πολάτ εκτιμά ότι ο νέος αυτός οδηγός για τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι απλώς μια προσπάθεια της κυβέρνησης να τα θέσει υπό τον έλεγχό της. «Το εγχειρίδιο θα συνιστούσε σοβαρή πρόταση, μόνο εάν το συνυπέγραφαν ανεξάρτητοι επιστήμονες και κοινωνιολόγοι» καταλήγει.

Πηγή: DW