Πώς η κόντρα Γκιουλέν - Ερντογάν διαμόρφωσε τη σημερινή Τουρκία

Το κίνημα του Γκιουλέν είχε από καιρό συμμαχήσει με την ισλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας, διεισδύοντας βαθιά στην αστυνομία, την εισαγγελία και το δικαστικό σώμα της χώρας

Το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, του αμφιλεγόμενου Τούρκου κληρικού που από σύμμαχος έγινε εχθρός του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατάφερε να διεισδύσει στα κέντρα εξουσίας, ασκώντας σημαντική επιρροή στους θεσμούς και διαμορφώνοντας την πολιτική σκηνή της Τουρκίας.

Το κίνημα του Γκιουλέν είχε από καιρό συμμαχήσει με την ισλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας, διεισδύοντας βαθιά στην αστυνομία, την εισαγγελία και το δικαστικό σώμα της χώρας, αναφέρει σε ανάλυσή του το Politico. 

Η συμμαχία μεταξύ του Γκιουλέν και του Ερντογάν ήταν ένας βολικός «γάμος» για όσο κράτησε, έως ότου οι δύο πλευρές αρχίσουν να συγκρούονται μεταξύ τους και να επιδίδονται σε μια μάχη που έχει διαμορφώσει τη σημερινή Τουρκία.

Η ιστορία πηγαίνει δεκαετίες πίσω.

Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε ανέλθει στην εξουσία σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υποστήριξη του Φετουλάχ Γκιουλέν. Τα εκατομμύρια μέλη του  Γκιουλέν από μορφωμένους Τούρκους βοήθησαν να καλυφθούν οι τάξεις της κυβέρνησης, καθώς και τα μέσα ενημέρωσης, η αστυνομία και τα δικαστήρια, βοηθώντας τον Ερντογάν να διευθύνει τη χώρα και να εδραιώσει την εξουσία του.

Τα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του κ. Ερντογάν ως πρωθυπουργού, οι οπαδοί του Γκιουλέν ήταν οι πιο εξέχοντες εκπρόσωποι της κυβέρνησης στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Όμως, μια δεκαετία αργότερα, ο κ. Ερντογάν είχε αρχίσει να αγανακτεί για την εμβέλεια του κ. Γκ

Πώς έστησε το δίκτυό του

Ο Γκιουλέν, γεννημένος το 1941, ήταν ιμάμης από την περιοχή Ερζερούμ στη συντηρητική ανατολική Τουρκία. Αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία ενός κινήματος που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και σήμερα ασκεί επιρροή σε εκατομμύρια πιστούς, έχοντας υπό τη σκέπη του ένα παγκόσμιο δίκτυο σχολείων, δεξαμενών σκέψης και μέσων ενημέρωσης.

Ως κληρικός με κρατική άδεια στάλθηκε στην παραλιακή πόλη της Σμύρνης τη δεκαετία του 1960 και άρχισε να αναπτύσσει τη δράση του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ίδρυσε και χρηματοδότησε ένα δίκτυο - κοινών φοιτητικών διαμερισμάτων – απευθύνοντας  κηρύγματα σε νέους και σπέρνοντας τους πρώτους σπόρους της αυτοκρατορίας του.

Γνωστός στους οπαδούς του ως  Hoca efendi  (κύριος ιεροκήρυκας), ο Γκιουλέν συνέχισε να χτίζει μια σταθερή βάση υποστηρικτών, διαμορφώνοντας την αίρεσή του, που ονομάστηκε  Hizmet Hareketi  (Κίνημα Υπηρεσίας). Μέχρι τη δεκαετία του 1990, μέλη που εκπαιδεύονταν στις δομές του δικτύου του είχαν αρχίσει να βρίσκουν θέσεις σε κρατικά ιδρύματα. 

Αν και υπό το άγρυπνο βλέμμα του τουρκικού στρατού, ο Γκιουλέν προσπάθησε να διατηρήσει στενές σχέσεις με τους πολιτικούς και τον επιχειρηματικό κόσμο. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ίδρυσε σχολεία σε τουρκικές χώρες, Βαλκάνια και Αφρική. Ενώ τα ιδιωτικά σχολεία του παρήγαγαν χιλιάδες αποφοίτους κάθε χρόνο, το κίνημα μπόρεσε επίσης να αποκτήσει τον έλεγχο εταιρειών σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, της υγείας, της εκπαίδευσης και των μέσων ενημέρωσης, χάρη στις ετήσιες συνεισφορές των οπαδών του.

Προς το τέλος της δεκαετίας, ωστόσο, οι τουρκικές αρχές σε έκθεσή τους αποκάλυψαν την επιρροή του κινήματος στον κρατικό μηχανισμό, που οδήγησε σε έρευνα από έναν εισαγγελέα που κατηγόρησε τον Γκιουλέν «ότι προσπαθεί να δημιουργήσει ένα θεοκρατικό κράτος ».

Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1999, ο Γκιουλέν έφυγε από την Τουρκία για τις ΗΠΑ — για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά.

Λίγο αργότερα, η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία το 2003 έδωσε στο κίνημα του Γκιουλέν την ευκαιρία να αναδείξει την πολιτική του επιρροή από τη σκιά. Ο νέος πρωθυπουργός δεν είχε επιρροή στον κρατικό μηχανισμό και ο Γκιουλέν χρειαζόταν τον Ερντογάν για να βοηθήσει στην εξάπλωση του κινήματος.

Το σημείο καμπής ήρθε τον Φεβρουάριο του 2012, όταν ένας εισαγγελέας ζήτησε από τον Χακάν Φιντάν, τότε επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών, να καταθέσει στο δικαστήριο για δεσμούς μεταξύ της υπηρεσίας και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK).

Η κίνηση στον Φιντάν, το δεξί χέρι του Ερντογάν τότε, εκλήφθηκε ως ευθεία επίθεση στον ίδιο τον πρωθυπουργό. 

Η πρώτη κρίση ήρθε το 2013 όταν οι εισαγγελείς του Γκιουλεν άρχισαν έρευνες για διαφθορά εναντίον μελών της κυβέρνησης του Ερντογάν, ακόμη και κατά μελών της οικογένειάς του.

Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του 2013, η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης συνέλαβε έναν επιχειρηματία, δημάρχους και διάφορους γιους υπουργών της κυβέρνησης με κατηγορίες για δωροδοκία και διαφθορά. Σε αυτή την υπόθεση εμπλέκεται και ο γιος του Ερντογάν, Μπιλάλ.

Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι διηύθυνε ένα «δικαστικό πραξικόπημα» και προχώρησε στο κλείσιμο ορισμένων επιχειρήσεων του Γκιουλέν στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και των επικερδών εκπαιδευτικών του κέντρων που προετοίμαζαν τους μαθητές για εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.

Η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016

Η σύγκρουση κλιμακώθηκε όταν μέλη μιας ομάδας που ήταν ευθυγραμμισμένα με τον Γκιουλέν —κάποιοι τον επισκέφτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες— αποπειράθηκαν να κάνουν στρατιωτικό πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 . Ο  Ερντογάν το αντιμετώπισε, βγάζοντας τους υποστηρικτές του στους δρόμους και εξασφαλίζοντας την πίστη των ηγετών του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών που κινήθηκαν για να συλλάβουν τους πραξικοπηματίες.

Τελικά, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν το 2016 - κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 300 άνθρωποι, το κίνημα Γκιουλέν προστέθηκε στον κατάλογο με τις τρομοκρατικές οργανώσεις της Τουρκίας ως Φετουλαχιστική Τρομοκρατική Οργάνωση.

Η τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Γκιουλέν και ζήτησε την έκδοσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ζούσε αυτοεξόριστος για πολλά χρόνια στην Πενσυλβάνια.

Στη συνέχεια, ο Ερντογάν κάλεσε τις ΗΠΑ να εκδώσουν τον Γκιουλέν και η άρνηση της Ουάσιγκτον να το πράξει αποτέλεσε σημαντική πηγή διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Ερντογάν δεν κατάφερε ποτέ να φέρει τον Γκιουλέν πίσω στην Τουρκία. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών επικαλέστηκε έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων για να μην προχωρήσει η έκδοση. Όμως πέτυχε να συντρίψει το κίνημα των Γκιουλενιστών, χαρακτηρίζοντάς το τρομοκρατική οργάνωση και φυλακίζοντας πολλούς εξέχοντες ηγέτες με ποινές ισόβιας κάθειρξης χωρίς αναστολή.

Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, ο Γκιουλέν είχε χάσει μεγάλο μέρος της υποστήριξής του μεταξύ οικογενειών των οποίων οι συγγενείς ήταν στη φυλακή και χιλιάδων άλλων που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους ως πρόσφυγες.

Μετά τον θάνατο του Γκιουλέν, ο Φιντάν, τώρα υπουργός Εξωτερικών, διαμήνυσε ότι θα συνεχίσει να μάχεται ενάντια στο κίνημα : «Ο αρχηγός αυτής της σκοτεινής οργάνωσης είναι νεκρός. Η αποφασιστικότητά μας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας παραμένει συνεχής. Η είδηση του θανάτου του δεν θα μας οδηγήσει σε εφησυχασμό», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στην Άγκυρα αυτή την εβδομάδα.

Το ερώτημα τώρα που τίθεται είναι εάν οι Γκιουλενιστές θα καταφέρουν να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους και τη ακρά παράδοση στη χειραγώγηση της  εξουσίας παρασκηνιακά με τον ιδρυτή και τον πνευματικό τους ηγέτη νεκρό.

Πηγή: skai.gr